Further tags

Χαρακτηριστική σαρκαστική έκφραση για γυναίκα που δεν είναι ακριβώς καλλονή.

- Εκείνη η καινούργια που ήρθε στην τάξη σας πώς είναι;
- Ααααα καλλονή μεγάλε! που να σ'τα λέω! Αφού να φανταστείς την είδ' ο ήλιος κι έδυσε!
- Κατάλαβα! Σαν τα κρύα τα νερά δηλαδή, ε;
- Ναι, τα πολύ τα κρύα όμως, μπούζι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προερχόμενη από ελληνική ταινία, ατάκα του Θανάση Βέγγου για την ουσία της γυναικείας φύσης.

Χρησιμοποιείται από άτομα που δεν ενδιαφέρονται για γυναίκες με ιδιαίτερη εμφάνιση ή για πνευματώδη θηλυκά, μιας και το σκοτάδι εξομοιώνει τις καταστάσεις.

(Στο μπαρ ο ένας κολλητός στον άλλο):
- Καλά τα γκομενάκια απέναντι, πάμε να τους μιλήσουμε;
- Δεν ξέρω, άσε καλύτερα... δε μου αρέσει πολύ αυτή στα δεξιά
- Έλα μωρέ, σβησθείσης της λυχνίας πάσα γυνή ομοία!
- Καλά λες! Βουρ στον πατσά!

βλ. σχόλιο του χρήστη ΠΡΩΤΕΑ παρακάτω
βλ. και μία μάνα τους έχει γεννήσει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο πούστης. Για όσους προτιμούν να λένε: «Η ώρα πήγε ένδεκα».

Μες στης νυχτιάς τη σιγαλιά
Δεν κελαηδούνε τα πουλιά.
Μόνο μια φωνή ηκούσθη:
Βρε τον πούσθη! Βρε τον πούσθη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοντράρισμα σε λεκτική αντιπαράθεση, το οποίο έχει την έννοια του «δε μασάω».

Ουσιαστικά σημαίνει ότι θα σε γαμήσω και κατ' επέκταση (επειδή αυτό θα συμβεί πρωκτικώς - κάτι το οποίο υπονοείται φυσικά - για να πονέσεις) την ώρα της ερωτικής πράξης θα εκτονωθούν και τα «αέρια» τα οποία απελευθερώνονται από εκεί ως γνωστόν. Η έξοδός τους δε, θα συναντήσει τα αρχίδια άρα ... «θα σου κλάσει τα αρχίδια».

- Θα σας νικήσουμε στο μάτς.
- Θα μας κλάσετε τα αρχίδια!!!

- Θα σε πλακώσω στο ξύλο.
- Θα μου κλάσεις τα αρχίδια, μαλάκα!!!

- Θα σε γαμήσω!!!
- Πάρε φόρα μαλάκα και έλα με τον κώλο να μου κλάσεις τα αρχίδια!!!

Βλέπε και κλάνω τ' αρχίδια κάποιου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το pin-up girl σλανγκίζεται στα ελληνικά για να δηλώσει το κορίτσι που τον πίνει.

Ό,τι και να λέμε τα πίναπ γκερλς θα είναι πάντα στην μόδα.

(από Dirty Talking, 15/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που λέγεται, όταν σε κάποιον χώρο εμφανιστεί κάποια γλυκιά παρουσία (πάνω από 1.76, πλούσιο μπούστο, πεταχτό κώλο, ξανθό μαλλί) και μόνο τότε.

-Μάγκες ήρθε η άνοιξη...
-Ναι... ναι... μου άνθισε η τσαπού.

Θάνε, σαν να μπαίνει η άνοιξη! (από Hank, 17/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το κλαπαρχίδης, είναι η -μούνα με διογκωμένα εξωτερικά χείλη αιδοίου. Θεωρείται σεξιστικώς ότι οφείλεται στην πολλή χρήση και ότι η κλαπομούνα είναι παρτόλα. Δεν έχει εξακριβωθεί σαφώς η σχέση με τα παλαμάκια. Αλλά στην εποχή του Pousti κανένα πρόβλημα δεν είναι άλυτο!...

Μένιος: - Της αρέσει τόσο πολύ το σεξ μαζί μου, που να φανταστείς μετά χτυπάει παλαμάκια!
Γιώργος: - Απλά η Λάουρα είναι κλαπομούνα! Αχ βρε Γιώργο, το Φραπέ slangossip τό 'χει βούκινο, κι εσύ κρυφό καμάρι!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυτοαναφορικός τρόπος για να πεις ότι κάποιος την τρίζει την όπισθεν.

Ασίστ: Χαλικούτης.

(Διευκρίνιση: Δεν σημαίνει ότι όλοι όσοι καταχωρίζουν λήμματα ΤΟ καταχωρίζουν ΤΟ λήμμα. Η σύνταξη κάνει την διαφορά).

Σε μελλοντική υποθετική συνάντα στην Καμάρα στη Θεσσαλονίκη:

Σλάνγκος 1: Τον βλέπεις αυτόν στην γωνιά της Καμάρας; Ξέρεις ποιος είναι;
Σλάνγκος 2: ...;
Σ.1: Ο χρήστης sexy noisette!
Σ.2: Πλάκα με κάνεις;
Σ.1: Και στό 'λεγα εγώ ότι είναι Παναής που το καταχωρίζει το λήμμα. Τζάμπα τα πιμί σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομοφυλόφιλος που αρνείται να δεχθεί τις ορμές του και ασπάζεται, προκειμένου να τις καταπιέσει, έντονα συντηρητικές ιδέες και αναχρονιστικές απόψεις, είτε επιλέγοντας επαγγέλματα όπως αυτά του ιερέα, του στρατιωτικού, του εισαγγελέα κλπ, είτε επιλέγοντας κόμματα όπως αυτό των Ρεπουμπλικάνων.

Συνώνυμο: ναζιάρης.

Πηγή: lexilogia.gr.

Ακόμη και για τον Χίτλερ λένε ότι ήταν ένας οπισθιοδρομικός ναζιάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση για το είδος γκομενάκι, πουτσομεζές, παστάκι.

Κάτι σε πολύτιμο μεζεδάκι, όπως (υποτίθεται) το κόκκαλο για τον σκύλο.

Στο πλοίο συναντιούνται δυο πενηντάρηδες.
- Γεια σου Στέλιο!
- Γεια σου ρε Μήτσο, πώς πάει;
- Καλά, ναούμ, καλά.
- Έλα κάτσε δω...
- Μόνος σου είσαι, για έχεις κανα κόκκαλο;
- Ρε συ, ρε παντρεμένος άνθρωπος είμαι πια ρεεε! Τι μου λες κόκκαλο ρε, πάνε αυτά ρε, πάνε σου λέω!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified