Further tags

Η παντελώς αγάμητη γυναίκα. Τόσο πολύ, που το μουνί της έχει αραχνιάσει.

Εσύ, αραχνομούνα, θα βρεις ποτέ κανένα γκόμενο;

Αγόρια προσοχή κυκλοφορούν αραχνομούνες. (από joe909, 01/09/11)

Βλ. και πιάνω αράχνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(θηλυκό: καταπιόλα) Αυτός / -ή που καταπίνει σπέρμα.

- Γλείφ' τα από χάμου, (μωρή) καταπιόλα.

Υπαρξιακή κραυγή (από Khan, 13/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κυρα-Κατίνα της γειτονιάς, η κουτσή Μαρία, μια τυχάρπαστη κυρία, απ' αυτές με τον χοντρό κώλο που περπατάνε με 10 σακκούλες ψώνια στη μέση του δρόμου.

- Πάτα λίγο γκάζι να φτάσουμε κάποτε!
- Τι να πατήσω εδώ μέσα στα στενά... Να πεταχτεί η κυρία Χατζηκωλάρα και να την πληρώνω για καινούργια μετά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη γκόμενα, η πατσαβούρα. Λέμε και υπερμπάζο αλλά και τρίμπαζο.

- Καλά είναι σοβαρός ο Μιχάλης; Τα έφτιαξε με την Σούλα, το υπερμπάζο;

Μην τα πετάτε τα μπάζα στην είσοδο. Είπα. (από Galadriel, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέρος που είναι γεμάτο άντρες.

- Λες να πάμε για ποτό σε εκείνο το ροκάδικο; - Όχι ρε, εκεί είναι πάντα αρχιδόκαμπος, πάμε σε κανένα κλαμπάκι να δούμε κανένα γκομενάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χώρος ή κατάσταση που επικρατούν με διαφορά οι άρρενες. Που οι γυναίκες είναι μετρημένες στα δάχτυλα, αν υπάρχουν. Παράφραση του πιτσαρία.

Πού μας έφερες μωρέ μέσα στην πουτσαρία;! Εδώ ήταν που θα βρίσκαμε γυναίκα; Μαλάκα!

με 1 ψηφο, δώρο 3 π... τσες (από GATZMAN, 11/06/12)

Δες ακόμη: αρχιδόκαμπος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, τσατσάρα. Αντώνυμο: μουνοθύελλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, ο gay, η αδερφή, ο πούστης.

- Kαλά, δεν τον βλέπεις πώς κουνιέται ο ντιγκιντάγκας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μη εμφανίσιμη κοπέλα. Το μπάζο, η πατσαβούρα, η παντζούρω.

- Πάμε να φύγουμε από 'δω, όλο σαύρες κυκλοφορούν, ούτε μια ωραία δεν έχω δεί.

Βλ. και λίζα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λύση στο πρόβλημα της αγαμίας, όταν η μόνη διαθέσιμη είναι γκόμενα-γαρίδα: βάζει τσουβάλι στη μάπα ο μάγκας και κάνει τη δουλειά του.

- Εντάξει σώμα ρε φίλε, αλλά δε βλέπεται!
- Τσουβάλι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοπέλα που φαίνεται χάλια παρουσιαστικά (βασισμένο στο ότι μόλις τη βλέπεις κλείνεις τα παντζούρια - για να μη τη βλέπεις ντε!).

- Καλό γκομενάκι.
- Παντζούρω ρε σαβουρογάμη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified