Further tags

Πολύ μπουχέσας.

Είσαι σαν κουραδομηχανή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά την λαϊκή παροιμία: «Με στραβό αν κοιμηθείς, το πρωί θα αλληθωρίσεις».

Ο όρος έχει δύο σημασίες, ανάλογα με το εάν αναφέρεται σε άνδρες (κλειτοριδομούρης), ή γυναίκες (κλειτοριδομούρα). Χρησιμοποιείται και ως κλειτοριδόφατσα αλλά σπανιότερα.

Ορισμοί:

  1. Ανήρ: Κλειτοριδομούρης είναι ο ανήρ ο οποίος επιδίδεται συχνά - πυκνά εις το ευγενές άθλημα της αιδοιολειχίας (βλ. γλειφομούνι). Λόγω παρατεταμένης και συνεχούς επαφής του προσώπου του με την κλειτορίδα, ο εκφέρων τον χαρακτηρισμό, υπονοεί ότι τείνει η πρόσοψις του να ομοιάσει με το εν λόγω όργανον.

  2. Γυνή: Χαρακτηρίζει την τριβάδα. Κλειτοριδομούρα είναι η γυνή η οποία τυγχάνει ομοφυλόφιλη και ως εκ τούτου έρχεται συχνά εις επαφήν με την κλειτορίδα της συντρόφου της.

  1. - Και δε μου λες ρε Βαγγέλη, αφού δε σου τον παίρνει στο στόμα η Σούλα εσύ συνεχίζεις τα γλειφομούνια; - Ναι ρε, αφού τη βρίσκει το μωράκι.
    - Άντε ρε κλειτοριδομούρη. Πες καλύτερα ότι τη βρίσκεις εσύ.

  2. - Ωραίο παιδί Μάκη. Πάω να την πιάσω στο μπλα μπλα.
    - Κάτσε κάτω ρε. Κλειτοριδομούρα είναι. Την έχω δει με τη δικιά της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδική κατηγορία γκόμενας (συνήθως νεαρής ηλικίας) η οποία δεν χορταίνει τον πούτσο, κατά κύριο λόγο τρέφεται και αναπτύσσεται με αυτόν...

- Πω! ρε φίλε, με τάραξε η πεονύμφη, με άφησε μισό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νησί Μύκονος, όπου κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, εκτος άλλων, αποτελεί κοινό τόπο προορισμού ομοφυλόφιλων.

- Πάμε Μύκονο το καλοκαίρι;
- Πας καλά ρε; Στο πουστράδικο δεν πατάω. Να τον φάμε στα γεράματα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο ορισμοί με επικρατέστερο τον πρώτο.

  1. Τοπογραφικός: Το μέρος στο οποίο παρευρίσκονται υπεράριθμαι γκόμεναι. Η χαρά του καβλωμένου. Ο παράδεισος του άνδρός. Βλ. και μουνόλακκος.

  2. Μετεωρολογικός: (απίθανος σε αυτό τον κόσμο) Όταν πνέουν άνεμοι ισχυροί συνοδευόμενοι από ιπτάμενα αιδοία, ή βρέχει καταρρακτωδώς αιδοία.

Καλά, ρε φίλε, τι μουνοθύελλα ήταν κι αυτή εχθές; Τόσες γκόμενες δεν είχαν ξαναπεράσει από το μαγαζί ποτέ. Έπαθα πλάκα.

(από patsis, 30/03/11)(από patsis, 30/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του «σφυρί» και «καλέμι».

Σε συνδυασμό με τον χαρακτηρισμό «εργάτης», χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την δυσκολία διείσδυσης στον κόλπο γυναίκας ο οποίος είναι σχεδόν σφραγισμένος λόγω παρατεταμένης αγαμίας. Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και το κομπρεσέρ, ή το γεωτρύπανο, αλλά αυτά υποδηλώνουν μειωμένης έντασης προσπάθεια εκ μέρους του όποιου εισβολέα.

- Μάκη, τι θα γίνει ρε με την Κούλα; Θα της κάτσεις;
- Είσαι καλά ρε Σάκη; Αυτή θέλει σφυροκάλεμο. Τι είμαι ρε, εργάτης;

βλ. και μετροπόντικας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πουτανγαμών (< πουτάνα + γαμών) αναφέρεται στον συστηματικό θαμώνα οίκων ανοχής και γενικώς σε όποιον αρέσκεται να συνευρίσκεται με πόρνες.

Καθώς παραπέμπει στον Φαραώ της Αιγύπτου Τουταγχαμών, προσδίδει αίγλη σχετικά με την γνώση και την εμπειρία στον πληρωμένο έρωτα.

- Λοιπόν ετοιμάσου έρχεται ο Άρης να μας κυκλοφορήσει στα πιο πονηρά στέκια του πληρωμένου έρωτα.
- Ξέρει από τέτοια;
- Ο Άρης; Εννοείται, μεγάλος πουτανγαμών!

Τουταγχαμών: έρεψε από το πολύ... (από Vrastaman, 14/03/10)Πάει με Τουτανπροσιούττο (από Vrastaman, 15/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται μεταφορικά για τον χαρακτηρισμό της ανέραστης γυναίκας ή της μη άξιας λόγου αναφορικά με το σεξ. Βλ. λασποχώραφο.

Ρε συ, ούτε να την κοιτάξεις αξίζει, όχι να τη γαμήσεις. Αυτή είναι ξέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λασποχώραφο είναι το μη εύκολα καλλιεργήσιμο χωράφι. Αυτό που δεν αποδίδει. Σαν όρος με τη μεταφορική του έννοια, χρησιμοποιείται από άνδρες σε αντροπαρέες για τον χαρακτηρισμό της άσχημης ή μη άξιας λόγου γυναίκας όσον αφορά το σεξ. Επίσης, πιο σπάνια, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως απαξιωτικός χαρακτηρισμός αναφορικά με τη νοημοσύνη κάποιου.

Καθόμασταν με το Γιώργο και πίναμε καφέ. Και περνάει μια γκόμενα, θεά. Περπάταγε και ραγίζανε τα τσιμέντα. Τη χάζευε όλο το μαγαζί. Και γυρνάει ο δικός μου και μου λέει: «Ρε Μήτσο, κοίτα τι γαμάει ο κόσμος κι εμείς κάθε μέρα στο λασποχώραφο», εννοώντας τη γυναίκα του. Πνίγηκα από τα γέλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά κάποιους άλλους είναι η γυναίκα που κοιτάει ακριβώς στο σημείο του ενδιαφέροντος.

Αν δεν είναι τραγική η διαφορά ύψους.

Τότε μια κλίση της κεφαλής κατά 30-60 μοίρες είναι αρκετή για να ευθυγραμμιστεί το βλέμμα της κοπέλας που προσποιείται την σεμνή με το ανδρικό μόριο του εμπλεκόμενου αρσενικού.

Ντύνεται κανονικά ως σεμνά. Αλλά όταν αποφασίσει να κάνει την δουλειά της λειτουργεί με χειρουργική ακρίβεια.

- Είδες η Πόπη; Το παίζει και χαμηλοβλεπούσα..
- Η Πόπη ρε; Η Πόπη ξέρει που κοιτάει.
- ΧΑΧΑΧΑΧΑ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified