Απαραίτητο συστατικό διαφόρων παρασκευασμάτων, κυρίως φαγώσιμων ή πόσιμων. Προκύπτει από το χύσαμε όλοι.

Μόλις μου είπαν ότι είχαν ρίξει μέσα στο γάλα χυσαμόλη, το ξέρασα κατ' ευθείαν! Μετά τους άρχισα στις μπουνιές να μάθουν να κάνουν τέτοιες πλακίτσες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρινγκάκι.

Είχε έναν πισινό σαν την πλατεία Συντάγματος και φόραγε κουραδοκόφτη στην παραλία. Απίστευτο!

Βλ.και το βιβλίο του μαιτρ Ηλία Πετρόπουλου. (από Khan, 15/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναικείο εσώρουχο μικρού μεγέθους, το στρινγκ.

-Άσε φίλε, είχα πάει για μπάνιο σήμερα και είδα μια μουνάρα που φόραγε έναν πορδοκόφτη άλλο πράμα, τα είδα όλα σου λέω!!!!!!!!!!!!!!!

Βλ. και κόφτης, κουραδοκόφτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουραδοκόφτης = σκατοκόφτης = πορδοκόφτης = στρινγκ.

- Κοίτα την Λούγκρα με τον κουραδοκόφτη!
(σε πλαζ της Μυκόνου)

Από την ορκωμοσία της Ιταλικής κυβέρνησης (από Khan, 27/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της κωλοτρυπίδας. Ενώ η λέξη κωλοτρυπίδα προσδιορίζει γεωγραφικά το συγκεκριμένο εξάρτημα τόσο από πλευράς συντεταγμένων όσο και μορφολογίας -αφού κάνει ξεκάθαρα λόγο για μία οπή στην περιοχή των κωλομερίων-, η λέξη κλανοβαλβίδα είναι πιο χρηστική, περιγράφοντας μία εκ των λειτουργιών του προαναφερθέντος εξαρτήματος. Υπό την έννοια αυτή δεν προσφέρεται όταν τα συμφραζόμενα είναι σεξουαλικής φύσεως για ευνοήτους λόγους, αλλά τι να πω, αν κάποιος τη βρίσκει με το κλανίδι (όχι τον χρήστη του slang.gr, το κανονικό, το βρωμερό) δικαίωμά του.

Άλλα συνώνυμα είναι το γκρόβερ, η ροδέλα, η σούφρα, ο ρόζος και τα κωλοφάρδουλα (ή κωλοβάρδουλα).

Συντάσσεται συχνά με το «μου 'φυγε» ή με το «θα σου φύγει» αντικαθιστώντας τον τάκο. Σημαίνει ότι το υποκείμενο του οποίου η κλανοβαλβίδα έφυγε ή θα φύγει, ξαφνιάστηκε, έπαθε πλάκα, τα είδε όλα.

1
[ΠΦΦΦΦΦ!!!!!.....]
- Έλεος βρε πούστη άντρα. Έχει χαλάσει η κλανοβαλβίδα σου και κοντεύεις να μας χέσεις; Έχει βρωμίσει όλο το σπίτι. Ήμαρτα!

2
- Εξάρες. Μάλλον πάει για μαρς μεγάλε.
- Αφού σου έχει ανοίξει η κλανοβαλβίδα ρε μπινέ που τολμάς και μιλάς κιόλας...

3
- Καλά, ήρθε η θεία μου από την Αυστραλία και μου 'φυγε η κλανοβαλβίδα μεγάλε. Μιλάμε για ασύλληπτο milf. Έτοιμος ήμουν να τον βγάλω και να τον παίξω.
- Βουρ στον πατσά πρόεδρε.

4
- Άμα δεις το καινούριο το Evo Χ θα σου φύγει η κλανοβαλβίδα. Unpektable.
- Ω ρε πούστη Μάκη, μας τα 'χεις κάνει τσουρέκια με τ' αμάξια. Έλεος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία λάβα είναι η διάπυρη ρευστή μάζα από λιωμένα υλικά, που βγαίνει από κρατήρες ενεργών ηφαιστείων.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η λάβα είναι το ρευστό εκχυνόμενο σπέρμα (δες κι εδώ) που εξέρχεται από το ενεργό ηφαίστειο του άντρα.

Ο σεισμός που συνοδεύει την ηφαιστειακή έκρηξη στην περίπτωση μας προέρχεται από την ενέργεια που παράγεται απο τη σεξουαλική περίπτυξη, ενέργεια που επηρεάζεται άμεσα από το σεξουαλικό ταμπεραμέντο των εραστών και την αλληλεπίδραση τους.

Λάβα ωστόσο μπορεί να παραχθεί και κατά τη manual διαδικασία παραγωγήςεργοχείρου, όπου η μήτρα υποκαθίσταται από τη χείρα με τα πέντε ορφανά.

Αντίθετα με την κλασική λάβα, που προκαλεί καταστροφές, θύματα, κ.λπ., η συγκεκριμένη δύναται να προκαλέσει δημιουργία (εγκυμοσύνη). Ωστόσο και μετά την καταστροφή που έρχεται μετά από μια ηφαιστειακή έκρηξη (με την κλασική έννοια) δύναται σε ορισμένες περιπτώσεις να αναπτυχθεί η χλωρίδα ενός τόπου, λόγω της απορροφούμενης από το έδαφος θερμικής ενέργειας.

  1. Καυλάουρα: Εχουμε να τα πούμε πέντε μήνες ρε κολλητή. Τι νέα;
    Λίλιαν:Που λες Καυλάουρα, γνώρισα ένα παιδί τίγκα στο μαρούλι.
    Καυλάουρα: Οκ. Καλό αυτό. Στο σεξ όμως, πως τα πάει;
    Λίλιαν:Ανεπανάληπτος... που λεγαν κι ο Βοσκό κι ο Λεπά κάποτε. Η λάβα του σαν πύρινο ποτάμι ξεχύνεται από το λάβαρο του και εφορμά μέσα μου. Τρομερός.Τρομερός!
    Καυλάουρα: Επικίνδυνες αποστολές, ε; Αν θες, την επόμενη φορά να ρθω παρέα, για να μην περάσεις το μακελειό μόνη σου. Ετσι είναι οι φίλες πρέπει να μοιράζονται τις δυστυχίες.
    Λίλιαν: Δε νομίζω... Ξέρεις έμεινα έγκυος και μάλιστα μου δήλωσε πως θα με παντρευτεί και μάλιστα μου άνοιξε και κατάστημα με είδη γάμου που μου το 'γραψε στο όνομα μου και το ονόμασε Λίλιαν(Δες).

Απο φόρουμ
2.Όλο του το είναι, το σπέρμα του, ξεχύθηκε σαν λάβα μέσα μου, και με έλιωνε ολόκληρη.
Δες
Σχόλιο:Το σπέρμα εκπροσωπεί όλο το είναι του εραστή.Οιμέ!!!

3.Αυτό ήταν ... άφησα όλη την καυτή λάβα του σπέρματος μου πάνω στα χείλη της και μέσα στο στόμα της!
Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με την κλασσική έννοια, αγιασμός είναι η λειτουργία που γίνεται στην εκκλησία, κατά την οποία ο ιερέας αγιάζει το νερό(αγιασμό επίσης) που μ΄ αυτό θα ραντίσει και θα ευλογήσει τους πιστούς.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η λειτουργία του αγιασμού αφορά τη λειτουργία της πεολειχίας στο γήπεδο από τον μπαργαλάτσο επιβήτορος.Εκεί παρέχεται ο αγιασμός που δεν έιναι άλλος από τη λάβα που εξέρχεται εκ του μπαργαλάτσου.

Αν το άτομο που θα λάβει την ευλογία είναι εξπέρ στα πνευστά, θα ευλογηθεί καλύτερα αφού δια των αριστοτεχνικών στοματικών κινήσεων του, θα επιτευχθεί μεγαλύτερη παραγωγή αγιασμού, η οποία θα αξιοποιηθεί καταλλήλως αφού δε θα χαθεί ούτε σταγόνα.

Ωστόσο και δια της διασπερματέυσεωςθα μπορούσε να επέλθει ο αγιασμός δια ραντίσματος του ατόμου που θα λάβει την ευλογία σε συγκεκριμένο μέρος του σώματος του.

Αν και ο κλασσικός αγιασμός μπορεί να δοθεί και εκτός εκκλησίας καθώς και σε διάφορες χρονικές στιγμές της ημέρας, εντούτοις ο συγκεκριμένος αγιασμός έχει μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας.Παρέχεται οποτεδήποτε και οπουδήποτε συμφωνηθεί κοινά από τον επιβήτορα και από το άτομο που θα λάβει την ευλογία, έχει δεν έχει απεργία η ΕΥΔΑΠ.

Σημείωση:
1.O αγιασμός μπορεί να δοθεί είτε prive, είτε όχι, π.χ

2.Σε αντίθεση με την κλασσική περίπτωση όπου οι αναμένοντες την ευλογία δε συμμετέχουν στην παραγωγή αγιασμού, εδώ απαιτείται ο επιζητών την ευλογία να συμμετάσχει μετά του επιβήτορος (ποιμένος) δια την παραγωγή του αγιασμένου υγρού.

Αναφέρεται περιστατικό που συνέβη την 31/1
Παπα Γιώργης:Λάουρα να σε βλέπουμε και λίγο στην εκκλησία.Σε βλέπω κάποιες Κυριακές που περνάς αξημέρωτα την ώρα που πάω να ανοίξω την εκκλησία για τη λειτουργία αλλά μάλλον από ακολασίες γυρίζεις.Ελα αύριο ευλογημένη να πάρεις αγιασμό.
Η Λάουρα όμως ξεχάστηκε.Το βράδυ το είπε στον Μένιο.Ο Μένιος κοιτώντας την πονηρά της λέει:
-Μην ανησυχείς μανάριμου.Για σένα τώρα τις απόκριες και παπά Μένιος ντύνομαι.Γιαυτό σγούψε ευλογημένη και έλα να πάρεις αγιασμό.
-Και που είναι η εκκλησία σου παπά Μένιο μου;
-Εκει που είναι το καμπαναριό μου.Αντε, τι περιμένεις;

Αγιάσος Λέσβου:Ισως εδώ συμβαίνουν πολλοί τέτοιοι αγιασμοί. (από GATZMAN, 09/02/09)Μπαργαλάτσος ευλογίας (από GATZMAN, 09/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Πηχτή», ή «ζαλατίνα», ή «σιλαδιά»: Έδεσμα από ζωμό χοιρινού (βλέπε ιστό για συνταγή).

Το κάτι άλλο που κάνει να ζούμε τη ζωή και όχι απλώς να υπάρχουμε (δυναμωτικό + αφροδισιακό).

Επίσης λέγεται και το εκσπερματιζόμενον υγρό, λόγω χρώματος και υφής, ιδίως εάν έχει να εξέλθει μία ολόκληρη εβδομάδα.

Εμ, πως ήθελες να βγει μωρό μου, μια εβδομάδα με τα ρούχα σου, τι περίμενες, με το μαχαίρι το κόβεις.

φετες (από ο αυτοκτονημενος, 16/03/09)φορμαρισμενη (από ο αυτοκτονημενος, 16/03/09)ξεκάρφομα (από ο αυτοκτονημενος, 16/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κολπικό υπόθετο.

- Μου φαίνεται ότι έπιασα μύκητες.
- Ε, πήγαινε σε καναν μουνολόγο να σου πει τι να κάνεις.
- Τι να μου πει, κλασικά, θα μου δώσει να βάζω κάθε βράδυ ένα μουνόθετο ντακταρίν, σιγά!

(από ο αυτοκτονημενος, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπούτζα που προσφέρει μάσκα ομορφιάς.

Ιδέα Ιωνά.

Γκάτσμαν: Απ' όταν της έκανα μάσκα ομορφιάς, της άρεσε η μάπα της, βρήκε την αυτοπεποίθηση της, με έφτυσε και τα 'φτιαξε με ένα τζόβενο κι εγώ έμεινα με τον πλαστικό χειρούργο στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified