Further tags

Κάνω πρωκτικό σεξ ως παθητικός.

Clopyright: Τζίμης Πανούσης και Χαλικούτης βλ. κουραδοαναρρόφηση.

Μεγάλος χέστης ο Λούλης! Αλλά προς τα μέσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφέρω μεζέ.

-Άσε κάναμε πρωκτικό και πάνω στην κορύφωση, παίζει φάση Νικολούλη! Η κοπέλα με κέρασε κανονικά, με τράταρε!
-Κι εσύ πώς αντέδρασες;
-Α, όλα κι όλα! Της ανταπέδωσα το κέρασμα!

Βλ. και σκατό στην άκρη του τούνελ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με την κλασσική έννοια, αγιασμός είναι η λειτουργία που γίνεται στην εκκλησία, κατά την οποία ο ιερέας αγιάζει το νερό(αγιασμό επίσης) που μ΄ αυτό θα ραντίσει και θα ευλογήσει τους πιστούς.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η λειτουργία του αγιασμού αφορά τη λειτουργία της πεολειχίας στο γήπεδο από τον μπαργαλάτσο επιβήτορος.Εκεί παρέχεται ο αγιασμός που δεν έιναι άλλος από τη λάβα που εξέρχεται εκ του μπαργαλάτσου.

Αν το άτομο που θα λάβει την ευλογία είναι εξπέρ στα πνευστά, θα ευλογηθεί καλύτερα αφού δια των αριστοτεχνικών στοματικών κινήσεων του, θα επιτευχθεί μεγαλύτερη παραγωγή αγιασμού, η οποία θα αξιοποιηθεί καταλλήλως αφού δε θα χαθεί ούτε σταγόνα.

Ωστόσο και δια της διασπερματέυσεωςθα μπορούσε να επέλθει ο αγιασμός δια ραντίσματος του ατόμου που θα λάβει την ευλογία σε συγκεκριμένο μέρος του σώματος του.

Αν και ο κλασσικός αγιασμός μπορεί να δοθεί και εκτός εκκλησίας καθώς και σε διάφορες χρονικές στιγμές της ημέρας, εντούτοις ο συγκεκριμένος αγιασμός έχει μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας.Παρέχεται οποτεδήποτε και οπουδήποτε συμφωνηθεί κοινά από τον επιβήτορα και από το άτομο που θα λάβει την ευλογία, έχει δεν έχει απεργία η ΕΥΔΑΠ.

Σημείωση:
1.O αγιασμός μπορεί να δοθεί είτε prive, είτε όχι, π.χ

2.Σε αντίθεση με την κλασσική περίπτωση όπου οι αναμένοντες την ευλογία δε συμμετέχουν στην παραγωγή αγιασμού, εδώ απαιτείται ο επιζητών την ευλογία να συμμετάσχει μετά του επιβήτορος (ποιμένος) δια την παραγωγή του αγιασμένου υγρού.

Αναφέρεται περιστατικό που συνέβη την 31/1
Παπα Γιώργης:Λάουρα να σε βλέπουμε και λίγο στην εκκλησία.Σε βλέπω κάποιες Κυριακές που περνάς αξημέρωτα την ώρα που πάω να ανοίξω την εκκλησία για τη λειτουργία αλλά μάλλον από ακολασίες γυρίζεις.Ελα αύριο ευλογημένη να πάρεις αγιασμό.
Η Λάουρα όμως ξεχάστηκε.Το βράδυ το είπε στον Μένιο.Ο Μένιος κοιτώντας την πονηρά της λέει:
-Μην ανησυχείς μανάριμου.Για σένα τώρα τις απόκριες και παπά Μένιος ντύνομαι.Γιαυτό σγούψε ευλογημένη και έλα να πάρεις αγιασμό.
-Και που είναι η εκκλησία σου παπά Μένιο μου;
-Εκει που είναι το καμπαναριό μου.Αντε, τι περιμένεις;

Αγιάσος Λέσβου:Ισως εδώ συμβαίνουν πολλοί τέτοιοι αγιασμοί. (από GATZMAN, 09/02/09)Μπαργαλάτσος ευλογίας (από GATZMAN, 09/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιστημονικά, ο πρωκτός είναι η απόληξης του εντέρου. Αυτός λοιπόν που βάλει τον πρωκτόν, με το πέος, του ονομάζεται εντερογάμης. Χρησιμοποιείται, όμως, υποτιμητικά και χλευαστικά γι’ αυτόν που καυχιέται συνέχεια ότι τις πηδάει όλες από τον κώλο.

-Μάγκες, πολύ εύκολη ήταν η Όλγα, την πήρα και αυτήν από πίσω όπως όλες τις υπόλοιπες!
-Άσε μας ρε Θωμά, μαλάκα, εντερογάμη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα υγρά που δεν έχουν καθαριστεί από τα γεννητικά όργανα ενός αρσενικού ή ενός θηλυκού.

- Έλα μωρό μου, γλείψτο μου ...ααααχχχχ ναι ...
- Μπλιαχ ...πήγαινε κάνε κανένα μπάνιο, βρωμάς τυρόγαλο.

(από Vrastaman, 19/02/09)

Σχετικά λήμματα: τυρί, το, τυροβρωμίκουλας, ούρδα, η, ουρδεσάνς, η, πουτσίλα, η, μουνίλα, η

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαδικασία τύπου κλύσμα, η οποία πραγματοποιείται πριν την παραφύσιν συνεύρεση, με σκοπό την απομάκρυνση τυχόν υπολειμμάτων κοπράνων και άλλων αδρανών υλικών από την υποδοχή (σούφρα). Ξεβιδώνουμε το τηλέφωνο του μπάνιου, εφαρμόζουμε το καλώδιο με το τρεχούμενο –χλιαρό κατά προτίμηση– νερό στην τρύπα, κι όλα παίρνουν μετά το δρόμο τους. Γνωστή στους gay κύκλους.

Ιωσήφ: Ρε συ Τζέφρυ, μου ανάβεις λίγο το θερμοσίφωνα;
Τζέφρυ: Οκ, αλλά κάνε γρήγορα και μη χαλάσεις όλο το νερό, γιατί κατά τις οχτώ θα έρθει από δω ο Πέτρος και πρέπει να κάνω μια γκαζόζα στα γρήγορα!!!

Υπονοούμενα... (από Hank, 20/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται στα λόγια κείμενα και ως μαρκαλάω-μαρκαλώ και σημαίνει σκάβω, ανακατώνω.

Στα slangικα μπορούν να δοθούν 2 ορισμοί:

  1. Σκαλίζω τη μύτη μου με μανία, σαν να ψάχνω να βρω πετρελαιοπηγή, και αυτά που βγάζω από μέσα τα κοιτάζω με λατρεία, τα κάνω μπαλάκι και τα πετάω επιδεικτικά κάτω με τη κλασική κίνηση του δείκτη που σέρνεται στον αντίχειρα.

  2. Ικανοποιώ τις δικές μου σεξουαλικές ορέξεις χώνοντας σε οπή του αποδέκτη το ανδρικό μόριο μου, κάνοντας κινήσεις άγαρμπες ωσάν να σκάβω και να ανακατώνω. Χρησιμοποιείται σε πρώτο πρόσωπο από μεθυσμένους, ζητιάνους και γενικά losers, σαν να γνωρίζουν, δηλαδή, και οι ίδιοι ότι δε μπορούν να προσφέρουν ένα αξιοπρεπές σεξ, αλλά μόνο μαρκάλευμα. Όποιος δέχεται το μαρκάλευμα είναι είτε θύμα βιασμού, είτε απελπισμένος-η, είτε και ο ίδιος μέθυσος και αποτυχημένος-η.

  1. Τον κοίταζα που μαρκάλευε τη μύτη του και ήθελα να ξεράσω

  2. Έλα να σε μαρκαλέψω μάνα μου , να σου φύγουν τα νεύρα (αποτυχημένο καμάκι στο δρόμο από ζητιάνο που δε του έδωσες λεφτά ή πρόταση μεθυσμένου στη γυναίκα του να κάνουν σεξ, ενώ αυτή τον περιμένει με τη παντόφλα στο χέρι).

  3. Ήταν τόσο αποτυχημένο το σεξ μαζί του, είχε πέσει πάνω μου και με μαρκάλευε σαν σκύλος ενώ εγώ κοιτούσα τηλεόραση για να περάσει η ώρα και να ξεχάσω το πόνο.

Ο Μπομπ ο Σφουγγαράκης μαρκάλευε τον Αστερία στο 0:24! (από Cunning Linguist, 18/02/12)

Βλ. και μάρκαλο, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό και ως πιο βρωμερό μέρος στο σώμα του άνδρα.

Πρόκειται για την περιοχή ανάμεσα στο πέος και τον πρωκτό και, ειδικά το καλοκαίρι, χρειάζεται ειδική περιποίηση με το σφουγγάρι στο μπάνιο.

Eντάξει ρε μλκ, δεν της είπα να με φιλήσει και στη συνδεσμολογία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Πηχτή», ή «ζαλατίνα», ή «σιλαδιά»: Έδεσμα από ζωμό χοιρινού (βλέπε ιστό για συνταγή).

Το κάτι άλλο που κάνει να ζούμε τη ζωή και όχι απλώς να υπάρχουμε (δυναμωτικό + αφροδισιακό).

Επίσης λέγεται και το εκσπερματιζόμενον υγρό, λόγω χρώματος και υφής, ιδίως εάν έχει να εξέλθει μία ολόκληρη εβδομάδα.

Εμ, πως ήθελες να βγει μωρό μου, μια εβδομάδα με τα ρούχα σου, τι περίμενες, με το μαχαίρι το κόβεις.

φετες (από ο αυτοκτονημενος, 16/03/09)φορμαρισμενη (από ο αυτοκτονημενος, 16/03/09)ξεκάρφομα (από ο αυτοκτονημενος, 16/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κολπικό υπόθετο.

- Μου φαίνεται ότι έπιασα μύκητες.
- Ε, πήγαινε σε καναν μουνολόγο να σου πει τι να κάνεις.
- Τι να μου πει, κλασικά, θα μου δώσει να βάζω κάθε βράδυ ένα μουνόθετο ντακταρίν, σιγά!

(από ο αυτοκτονημενος, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified