Further tags

Απαξιωτική απάντηση σε λούγκρο-απειλές κάποιου, κατά το θα μου κλάσεις τα αρχίδια.

Προέρχεται από το εμετικά κατσιμηχέσω τραγούδι «Για να σε εκδικηθώ». Πολλοί πατριώτες απορούν πώς ο αδιαμφισβητήτου ανδρισμού Δημήτρης Μητροπάνος παρασύρθηκε να ερμηνεύσει ένα τόσο νιανιά τραγούδι που μάλλον πους τις θα διενοήθη.

Αξίζει να σημειωθεί ότι «τις βάφει τις κουρτίνες» είναι και συνώνυμο του το σφίγγει το μπουλόνι.

- Άτιμη Λίλιαν, έδωσα τα πάντα για σένανε και μόλις γύρισα την πλάτη μου με πούλησες για τον Ανδρέα! Θα σου... θα σου... ΘΑ ΣΟΥ...
- Θα μου σκίσεις τα πόστερ, θα μου βάψεις τις κουρτίνες παλιο-λουγκρητία!

Η πηγή του κακού:
Για να σε εκδικηθώ
πετάω ενθύμια και δώρα
κι εσύ όπως και εγώ
θρύψαλα και σκουπίδια τώρα
τις ζωγραφιές σου σκίζω
τα πόστερ που αγαπούσες
και βάφω τις κουρτίνες
στο χρώμα που μισούσες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τον παθητικό, μα εντελώς παθητικό, ομοφυλόφιλο. Εκ των πούστης και αστερίας: δεν παίρνει ποτέ καμιά πρωτοβουλία, απλά γέρνει αφήνοντας όλα τα ηνία στον πεοδότη.

Πέρι: Επιτέλους μόνοι, Βαγγέλη!
Βαγγέλης: ...........

(Διάλογος με πουστερία)

(από Vrastaman, 21/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέο είδος πούτανου, που ψαρεύει πελατεία σχεδόν αποκλειστικά μέσω διαδιχτυών. Μια κύρια μορφή του είναι τα City-Tours ή «τουρίστριες».
Θέλει προσοχή, γιατί όπως και με τους e-πούτσους απ' την άλλη πλευρά, πέφτει πολύ φωτοψώνισμα και τα διαδικτυακώς φαινόμενα απατούν. Μπορεί να πας για e-πούτσισμα και να κάνεις όντως e-πούτσισμα, αλλά με την άλλη, την αρνητική έννοια. Όπως το λέει κι ο λαός μας «να πας για ανωμαλί****, και να βγεις αγγουρεμένος». Γενικά είναι ή του ύψους ή του βάθους. Τις προτιμούν και e-λληναράδες...

-Ρε συ αυτός ο e-πούτανος εδώ είναι φτυστή η Sylvia Saint!
-Δεν είναι φτυστή η Sylvia Saint, είναι η Sylvia Saint, που μας την παρουσιάζει το πρακτορείο ως Τζέσικα! Πάνε να μας πιάσουνε Κώτσους! Μακριά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βασιλιάς των μπάζων, πατσαβούρων, πατσούρων, μπαζόμπαζων κτλ. Κατά πάσα πιθανότητα ο μπαμπάς της ήταν (είναι) μάγειρας. Η γκόμενα αυτή είναι τόσο σαβούρα, που για να την απαυτώσεις πρέπει να βάλεις σακούλα στο κεφάλι σου, σε περίπτωση που σπάσει η σακούλα στο δικό της...

- Τη Μαρία;;;!! Τι σαβουρογάμης είσαι ρε Νώντα!!! Σύνελθε, είσαι καλά ή να βάλω τις φωνές; Αυτή η γκόμενα είναι τρελό διπλοσάκουλο!! Ούτε με ξένο πούτσο δεν τη γάμαγα...

(από DT Jesus, 09/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Δεν είναι παρά μια μουνότριχα στο μουνί μου!»

Λέγεται από αγέρωχη λεβεντομούνα σε μια στιγμή υπέρμετρης αλαζονείας / ύβρεως για:
1. Αντίζηλο, ή ευρύτερα για οποιαδήποτε γυναίκα τολμά να συγκριθεί μαζί της.
2. Άντρα που έχει καταστεί μουνόδουλος, μουνοείλωτας, ή μουνοτρέχας της.

Εννοείται ότι η εν λόγω γυναίκα είναι λαϊκιά και με υπερβολική αυτοπεποίθηση, ας πούμε μια Άντζελα Δημητρίου στο σεξουαλικό επίπεδο. Η έκφραση σχηματίζεται ανάλογα κατά τα: «Είναι ένα δαχτυλάκι του χεριού μου», ή «δεν με φτάνει ούτε στο μικρό μου δαχτυλάκι».

Γενικότερα μπορεί να ειπωθεί και από τρίτο με τις ίδιες έννοιες.
Και μια τρίτη έννοια θα μπορούσε να είναι μια γενικότατη ύβρις, συνώνυμη του μουνόπανο.

  1. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι δώσανε τον τίτλο της Miss Ζαγοροχώρια στην Λάουρα! Αυτή δεν φτάνει ούτε μια τρίχα απ' το μουνί μου!

  2. Επειδή μας ήρθες εδώ σκληρό αντράκι και μας κάνεις τον νταή και τον σκοτώνω, νομίζεις πως θα σε φοβηθούμε; Έχω δει πολλούς σαν και του λόγου σου! Δεν είσαι παρά μια μουνότριχα στο μουνί μου!

  3. - Τι γίνεται ο Μένιος;
    - Όσα ξέρεις, ξέρω. Απ' όταν τα 'φτιαξε με την Μαριλού, έχει γίνει μουνότριχα στο μουνί της!

  4. - Ίσα από δω ρε μουνότριχα!

Οι μουνότριχες τσιμπάνε και πρέπει να ανακαλυφθεί οπωσδήποτε τρόπος αποτρίχωσης με μόνιμα αποτελέσματα. Αατα. (από Galadriel, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που δεν μπορεί να φτάσει σε οργασμό. Σχηματίζεται κατά τα θηλυκά ουσιαστικά νέας κοπής σε -κιά. Η ιδιότητα αυτή τεκμαίρεται απ' το γεγονός ότι δεν θέλει να κάνει σεξ μαζί μας, απολύτως, ή σχετικώς, δηλαδή όσο συχνά θα θέλαμε. Η υποκειμενική αυτή αίσθηση που μας αφήνει η εν λόγω γκόμενα συνήθως είναι ασφαλές κριτήριο για την ένταξή της στην αποτρόπαιη κατηγορία (ως λέξη σλανγκ εννοείται ότι μας απασχολεί μ' αυτήν την ευρεία έννοια κι όχι με την κυριολεκτική).

Αν δούμε στρουκτουραλιστικά την έννοια σε μια γκομενική συγχρονία, τότε έχουμε την πουτάνα που πάει με όλους, την καριόλα, που πάει με όλους εκτός από σένα, και την ανοργασμικιά, που είναι η τείνουσα προς την καριόλα, η would-be καριόλα, αυτή δηλαδή που υποψιαζόμαστε ότι είναι καριόλα, αλλά δεν την έχουμε ακόμη πιάσει επ' αυτοφώρω. Οπότε εν τω μεταξύ την τοποθετούμε στους αντίποδες της πουτάνας, ως αυτή που δεν πάει ούτε με άλλους, ούτε με εμένα, μέχρι να συμπέσει με την καριόλα.

Τον ορισμό και το φήλινγκ της ανοργασμικιάς τα έχει βγάλει με τρόπο κλασικό ο Μηλιώκας στο αρχετυπικό άσμα του, βλέπε παράδειγμα.

Σκύλα, δε θα σου τηλεφωνήσω
κι αν με πάρεις θα στο κλείσω, θα σου δείξω εγώ
Κάργια, έσκισα τα γράμματά σου
μάζεψα τα πράγματά σου, τέρμα ως εδώ

Γιατί είσαι άχαρη, είσαι αχάριστη
είσαι μονόχνωτη, κομπλεξικιά
Γιατί είσαι άγαρμπη, είσαι αναίσθητη
είσαι κρυόκωλη, και ανοργασμικιά και ανοργασμικιά

Κτήνος, δε μου φτάνει ένα μπουκάλι
με κατάντησες ρεμάλι κι αλκοολικό
Βούρλο, πρώτα θες να με φυτέψεις
κι ύστερα θα με πιστέψεις πόσο σ' αγαπώ.

Επωδός.

Το άσμα του Γιάννη Μηλιώκα, μετά το άσχετο σκετσάκι (από Hank, 30/12/08)Και εδώ χωρίς σκετσάκι. (από vikar, 18/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικό του «πουστράκι». Χρησιμοποιήται για εφήβους κυρίως, ή για άτομα που μικροδείχνουν.

Ε το πουστόμωρο, ακόμα δεν πήγε λύκειο και μας το παίζει και μάγκας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψώλα, η καριόλα, η χαρχάλα γυναίκα. Προφέρεται και «πατσαούρα». χωρίς «β».
Μεταφορική χρήση της «πατσαβούρας», του πανιού που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό πατωμάτων: κάτι βρώμικο και χαμερπές δηλαδή.

- Μωρή πατσαούρα, με την αγαπημένη μου ποδοσφαιρική ομάδα!

Στα δεξιά ο Πατσιαβούρας (1988) (από PUNKELISD, 27/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Άτομο που η σύλληψη του δεν έγινε από μουνί όπως σε φυσιολογικούς ανθρώπους, αλλά από κώλο. Διπλής δράσης βρισιά γιατί ταυτόχρονα υπονοεί ότι η μάνα του την ανοίγει την πίσω πόρτα. Δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο να τη χρησιμοποιεί πατέρας για παιδί.

- Γιωργάκηηηηηηηηη! Έλα δω ρε κωλόπιασμα!
- Μην το λες έτσι το παιδί Μένιο μου.
- Ναι σιγά να μην το πληγώσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός της λέξης καφρόλα
Η τόόόόσο εύκολη ή η τόόόόσο χοντρή που δεν ασχολούνται οι άντρες μαζί της

- Ρε συ, τη γαμάει άντρας αυτή;
- Πώς να τη γαμήσει ρε, αυτή είναι σκέτη πατοκαφρόλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified