Όταν θέλεις να πεις σε κάποια πως είναι καρ!όλα με «ευγενικό» τρόπο, το λες (η γνωστή ιστοσελίδα της Sirina -τσοντοκάναλο-).

- Ωραία η Δούκισσα Νομικού;
- Για την sirina tv.

(από Khan, 31/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτρεπτικό για άρρενες εφήβους. Χρησιμοποιείται για να φοβερίσει τους πρωτάρηδες και να τους δυσχεράνει την επίδοση στο άθλημα. Δημιουργεί ψυχολογικά τραύματα στην σχέση τους με τον έρωτα και δη τον στοματικόν και το γυναικείο φύλο, γενικότερα.

Αποτελεί ένα από τα πιο σκληρά γκρανγκινιόλ σεξ σποτς. Δεν βλέπεται. Αν δεν τον θέλετε, κυρία μου, αν σας ενοχλεί, ξαμολήστε το! Χωρίς αναστολές!

Αντί να ρίχνουν «αντι-διεγερτικά» στο γάλα των στρατευμένων, θα μπορούσαν οι σιτιστές να το παίζουν στο κψμ.

Ο Γιώργος γυρίζει από τη σκοπιά, 2ο νούμερο, κομμάτια, και ξαπλώνει στο κάτω κρεβάτι, ενώ στο πάνω κοιμάται ο συνάδελφός του, Κώστας. Εκεί που ο Γιώργος πάει να χαλαρώσει και εκκρίνει τις πρώτες ενδορφίνες, ξαφνικά νοιώθει να κουνιέται το κρεβάτι και να ακούει ένα κρίτσι-κρίτσι.
«Κώστα;» λέει.
«Έλα.» απαντάει ο Κώστας.
«Όταν η Φωτεινή πιπιλεί, η Όλγα τρέμει», λέει ο Γιώργος.
«Ααααα, πανάθεμά σε!» πετάγεται ο Κώστας και τρέχει κατευθείαν για τις τουαλέτες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aυτή η φράση λέγεται, όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος είναι πούστης.

Εμπνεύστηκε από την πετυχημένη σειρά πρίζον μπρέικ, όπου, στην φόξ ρίβερ, τα αγοράκια που γαμούσε ο τι-μπαγκ του έπιαναν την τσέπη.

- Τους βλέπεις αυτούς τους δυο εκεί;
- Ναι ρε μαλάκα και έχω φρίξει με τον ξανθό!
- Του κρατάει την τσεπούλα από ό,τι φαίνεται...
- Σίγουρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που μας δίνει δύο περιπτώσεις. α) καράτι-βιόλα. β) καρά-τιβιόλα.

α) καράτι-βιόλα.
Στην πρώτη περίπτωση: έχουμε το καράτι που είναι μονάδα καθαρότητας του χρυσού και μέτρο βάρους πολύτιμων λίθων και, μεταφορικά, κάνει πιο μεγάλο το μέγεθος, στο οποίο αναφέρετα,ι και το βιόλα που έχει πολλές σημασίες:

  1. μουσικό όργανο με χαρακτηριστικό σχήμα.
  2. γυναικάρα με πολλές καμπύλες.
  3. γυναίκα χαζή, χαζοβιόλα.
  4. λουλούδι βιολέτα.
  5. γυναίκα όμορφη και φρέσκια σαν λουλούδι.

Σύμφωνα με τους ως άνω ορισμούς ερμηνεύουμε την καρατιβιόλα:

  1. μουσικό όργανο με ήχο πολλών καρατίων.
  2. γυναικάρα που περπατά και τρίζει η γη που πατά και την αξιολογείς με πολλά καράτια.
  3. γυναίκα που δεν είναι απλώς βλάκας, αλλά πανύβλακας.
  4. άνθος που η μυρωδιά του δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη.
  5. γυναίκα πανέμορφη σαν λουλούδι.

β) καρά-τιβιόλα.
Στην β' περίπτωση: έχουμε το τουρκικής προέλευσης «καρά», που επιτείνει την σημασία της λέξης που την ακολουθεί και την «τιβιόλας» από το τιβι, που σημαίνει αυτόν που αποχαυνώνεται στην τηλεόραση και απενεργοποιεί τις λίγες λειτουργίες του εγκεφάλου του. Συνεπώς καρατιβιόλα εδώ, είναι η κατάσταση αυτού που έχει πέσει το μυαλό του σε λήθαργο.

  1. Πω πω μανάρι μου εσύ! Τι καρατιβιόλα είσαι εσύ!
  2. Μην του μιλάς... μετακόμισε από τη νιρβάνα στην καρατιβιόλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified