Further tags

Η ταυτόχρονη πράξη του ρουφήγματος και του δαγκώματος, όπως όταν τρώμε ψωμί βουτηγμένο σε τσάι ή γάλα.

- Πώς τα πας με την Μαιρούλα ρε λακαμά, την πήδηξες; Έχω ακούσει ότι είναι και η πρώτη πιπέτα η δικιά σου.
- Άσε, δεν σου λέω τίποτα. Με έβαλε κάτω χθες και με πήγε ρουφοδάγκα όλη νύχτα. Μιλάμε, μού 'κανε τον πούτσο κοτλέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τον παίρνει σε υπερθετικό βαθμό, ο γκέουλας, το καραπουσταριό, η κραγμένη αδερφάρα.

Στο κλαμπ ο γκέι βλέπει ένα τεκνό και νιώθει την ανάγκη να του μιλήσει:
- Καλέ πώς σε λένε χρυσό μου, εσένα κάπου σε ξέρω...
- Άει γαμήσου ρε τομπαίρνουλα, που θα μου την πέσεις μέσα στο μαγαζί εμένα, τον πρώτο γαμιά της Πετρούπολης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει γαμάω, τονε βάζω, τον ακουμπάω.

Μεταξύ νεοσυλλέκτων :
- Ρε Πέτρο, δεν αντέχω άλλο 2 μήνες κλεισούρα στο στρατόπεδο. Έχω να γαμήσω 2 μήνες και 1 ώρα.
Πέτρος: - Άντε, μεθαύριο βγαίνουμε με άδεια, τράβα να πετσώσεις σε κανά μπουρδέλο να γίνεις αρντάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του σπασοκλαμπάνια. Αν ο σπασοκλαμπάνιας είναι ο σπασαρχίδης, συνεπάγεται ότι τα κλαμπάνια είναι τ' αρχίδια, ρωτήστε και τον jorje26 που το κατέχει το μαθηματικό. Η κατάληξη -όλας / -όλα υποδηλώνει συνήθως μεγάλο μέγεθος όπως στην περίπτωση των μουσικών οργάνων όπου η βιόλα είναι μεγαλύτερη από το βιολί (βλ. σχετική φωτό). Ο κλαμπανιόλας λοιπόν είναι αυτός που μεγαλώνει τ' αρχίδια άλλων διά της μεθόδου του πρηξίματος αυτών.

Εκτιμώ ότι το παράδειγμα του νταή στο λήμμα σπασοκλαμπάνιας εξαντλεί το θέμα.

(από acg, 10/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νταούλι (βλ. φωτο 1) είναι γνωστό ευμεγέθες κρουστό μουσικό όργανο. Η έκφραση αναφέρεται στα αρχίδια μας, τα οποία κάποιος έχει πρήξει και μοιάζουν με το συμπαθές προαναφερθέν μουσικό όργανο, τουλάχιστον από πλευράς μεγέθους, ενώ δεν υπάρχουν αναφορές για προσομοίωση και του σχήματος.

Συνώνυμη έκφραση: μας τά 'χεις κάνει τσουρέκια (βλ. φωτο 2), αν και το μέγεθος του τσουρεκιού υπολείπεται αυτού του νταουλιού. Θεωρητικώς λοιπόν πρώτα γίνονται σαν τσουρέκια και αν το πρήξιμο συνεχίσει γίνονται νταούλια.

Παρά την κρατούσα άποψη ότι η έκφραση είναι καθαρά μεταφορική διότι πρακτικά δεν απαντώνται αρχίδια σε μέγεθος τσουρεκιού ή νταουλιού, η ζοφερή πραγματικότητα είναι άλλη και είναι αυτή που γραφικά αποτυπώνεται στο λινκ που παρατίθεται, αν και δεν υπάρχει σαφής και επιστημονικά τεκμηριωμένη απόδειξη ότι η πάθηση οφείλεται στο ότι κάποιος μας τά 'χει ζαλίσει.

  1. Τι κορνάρεις ρε γαμημένε μισή ώρα; Μας τά 'χεις κάνει νταούλια πρωί πρωί μη σου γαμήσω τίποτα...

  2. ... Έλεγε, έλεγε, έλεγε ο καριόλης και σταματημό δεν είχε. Μας τά 'κανε νταούλια. Αφού σε μια φάση είπα να κόψω το δάχτυλο μου με κάτι για να ματώσει και να ζητήσω να βγω έξω και καλά. Δεν αντέχεται ο πούστης... Και είναι και η βιολογία γάμησέ το μάθημα, τα μόρια και τα ένζυμα και τα ένσημα... Άει σιχτίρι λέω γω...

(από acg, 06/05/08)(από acg, 06/05/08)

Βλ. και μας τα'χεις κάνει κρεμμυδασκέλες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο σεξουαλικός ερεθισμός, το κάβλωμα, η διέγερση.

Ρε συ, κοίτα τη την μουνίτσα, δεν το περίμενα, μου έφτιαξε παπάρι.

Got a better definition? Add it!

Published

Τον παίρνω. Απαντάται και ως «τον ψιλοκολατσίζω».

- Ρε συ, λες να τον ψιλοκολατσίζει ο Τάκης;
- Καλά ρε, πού ζεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος πάει να κάνει κάτι με τρόπο εντελώς αποτυχημένο, όταν κάποιος παρατραβάει κάτι ή όταν καταστρέφει κάτι.

  1. - Άσε τι έπαθα σήμερα... Άνοιξα το PC να το καθαρίσω τη σκόνη μέσα και όταν το ξανάβαλα να δουλέψει έγινε βραχυκύκλωμα και μου κάηκε ο σκληρός!
    - Καλά μιλάμε το γάμησες και ψόφησε!
    - Πίκρα...

  2. - Την Μεγάλη Παρασκευή μόνο καλαμαράκια έφαγα...
    - Γιατί, δεν νήστευες;
    - Ε;
    - Αφού μου λες ότι την Μεγάλη Παρασκευή έφαγες καλά Μαράκια! Μήπως έφαγες και καλά Ποπάκια; Χάχαχα!
    - Πώωω, το γάμησες και ψόφησε! Σόι του Σεφερλή είσαι ή του Ζουγανέλη;

  3. - Ρε γαμώτο κόλλησε το παράθυρο...
    - Άσε, το ανοίγω εγώ...
    (ΚΡΑΚ!!!)
    - Μπράβο μαλάκα, το γάμησες και ψόφησε!!

(από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικός χαρακτηρισμός για τις πολύ επιδέξιες πεολ(ε)ιχούδες. Η έκφραση προήλθε από την εποχή κατά την οποία (ξανα)ήταν της μοδόςένα συγκεκριμένο γυναικείο αξεσουάρ (βλ. εικόνα), αγαπητό στις hard core γκόμενες, το οποίο παραπέμπει στην μαύρη ζώνη στο καράτε.

- Ααααχ..
- Τι έγινε ρε παιδί μου;
- Αυτή η Νταίζη...
- Ε, καλά τώρα, άμα σου έλεγα ότι το κορίτσι έχει μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν...
- Ααααχ!

(από ironick, 04/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάπου έχει ίσως σχέση με τον Τζίμη τον Τίγρη, κάπου και με τον τίγρη που είχε βάλει έναν καιρό η ΕSSO στη μηχανή μας. Τώρα πια, χρησιμοποιείται με δύο σημασίες.

Στην πρώτη, την πιο στρέιτ, εκδοχή αναφέρεται σε κάποιον/-αν που έχει έφεση στις πίπες - μια πουτσογλείφτρα, μια ψωλορουφήχτρα τέλος πάντων, που και γουστάρει να κάνει τσιμπούκια και τα κάνει καλά. Γενικότερα, μπορεί να χαρακτηρίζει μια πηδούκλω που το λέει η καρδιά της.

Η δεύτερη σημασία είναι πιο ψαγμένη. Περιγράφει μια κατάσταση στην οποίαν φάγαμε/θα φάμε μεγάλη ήττα και το ζόρι δεν πάει άλλο. Αν νομίζετε ότι ο λάκκος με τα κωλοδάχτυλα είναι τρομακτικός, σκεφτείτε τη φάση όπου εσείς έχετε βγάλει το καυλί στη μόστρα και ο τίγρης έχει ανοίξει το στόμα ... συνεννοηθήκαμε, θα έλεγα.

Για να τονισθεί ακόμη περισσότερο πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα - ή, ενδεχομένως, και πόσο καλές είναι οι πίπες - λέγεται και το τσιμπούκια ο τίγρης με σήμα το λιοντάρι. Το λιοντάρι, εν προκειμένω, παραπέμπει στα διάσημα κάποτε Έμπλαστρα Λέοντος - που όντως είχαν σήμα κατατεθέν ένα λιοντάρι.

Και καλά το λιοντάρι. Κυκλοφορούν και διάφορα άλλα - ιδού μια μικρή επιλογή.

Τσιμπούκια ο τίγρης, λοιπόν:

  • με σήμα το ελεφαντάκι
  • με σήμα τον Ψινάκη
  • με σήμα το κουταλοπήρουνο
  • με σήμα την ξανθιά
  • με χαρτόσημο του δημοσίου

    Ως σύνταξη, το τσιμπούκια ο τίγρης παραπέμπει επίσης και σε κλασικές εταιρικές φίρμες συμπαθών επιτηδευματιών όπως π.χ. Οξυγονοκολλήσεις ο Ονούφριος και Σασί-Σαζμάν ο Σοφοκλής. Μένοντας στον κλάδο της πίπας, όμως, υπάρχουν και τα:

  • Τσιμπούκια με δόσεις ο Θεοδόσης

  • Πίπες, τσιμπούκια, γαμήσια ο Ανάργυρος

    Αυτό το τελευταίο εκφέρεται στο ρυθμό του κοκακόλα καφεδάκι σποράκι ροξάκι παιδιά.

  1. - Πώς την είδες τη φάση, καρντάσι; Σωστή; - Σωστότατη. Έπιασε το κλαρίνο με τη μία, ανάσα δεν πήρα...
    - Αφού στο 'χα πει ρε... Τσιμπούκια ο τίγρης η κοπέλα... Πρώτη ρουφογκαβλέτα.

  2. (Από το surlulu.com)
    «Ο Λευτέρης αρχίζει προπονήσεις, και δικαιούται μια καλή πίπα, οπότε δεν έχω αντίρρηση – ποτέ δεν έχω τέτοιες αντιρρήσεις επειδή ως προσωπικότητα είμαι τσιμπούκια ο Τίγρης ούτως ή άλλως.»

  3. - Πώς ήταν τα θέματα, ρε; Έγραψες τίποτε;
    - Άσε μεγάλε, τσιμπούκια ο τίγρης... Δια μίαν εισέτι φοράν...

  4. - Πώς με βλέπεις στο Γιούρο το καλοκαίρι; Μου δίνεις τύχη;
    - Πώς να σε δω, ρε δύστυχε ... Τσιμπούκια ο τίγρης με σήμα το λιοντάρι σε βλέπω... Αυτά τα πράματα μια φορά γίνονται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified