Στη γωνία.
- Έβαλε μια γκολάρα, η μπάλλα καρφώθηκε εκεί που γαμιένται οι αράχνες.
Got a better definition? Add it!
Ατάκα της πιο αναγνωρίσημης φυσιογνωμίας του αθάνατου ελληνικού καλτ κινηματογράφου (βλ. Γκουσγκούνης), χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον μεταξύ καθαρά ανδρικών φαλλοκρατικών συζητήσεων. Συνοδέυεται πάντα με το τροπικό έτσι.
- Μιλάμε φίλε η γκόμενα τα είδε όλα! Την έκανα να ξεχάσει και το ονομά της...
- Έεεεετσι με την αρμύρα!
Σχετικά: άξιος άξιος!!!, βάστα τοίχο, θα σμπρώξω, βεντούζα, δε γαμώ κώλο που κλάνει, έεετσι!, έγια μόλα έγια λέσα, βάλε και τις μπάλες μέσα, Γκουσγκούνης/ Γκουζγκούνης, και τα αρχίδια μέσα, και τις μπάλες, Μπεν Χουρ, μπράβο μωρή π... καριόλα!!, παλαμάρι, σκύψε ευλογημένη, σπάω τον πάγο, υπονοούμενο, υπόθεση σε τσόντα, ζμπρώγνω
Got a better definition? Add it!
Απειλή, η οποία αναφέρεται στην σεξουαλική κακοποίηση άνω των δύο (2) ατόμων. Άμυνα απέναντι σε οργανωμένη ομάδα συνομιλητών, η οποία διαφωνεί μαζί μας. Καλαμάκι θεωρείται το πέος και κομματάκια κρέας οι κώλοι των συνομιλητών.
Ουδεμία σχέση με τη φράση «αγοράζω σουβλάκι».
- Πάρε Γιώργο και Νίκο και ελάτε από το σπίτι μου!
- Λέγαμε να αράξουμε απο το δικό μου...
- Έτσι και με κρεμάσετε θα σας πάρω σουβλάκι, ρε!
Got a better definition? Add it!
(ενν. μαλακία): αυνανίζομαι (για άντρες). Συνώνυμα: τραβάω, τον παίζω
Σε φράσεις του τύπου βαράω + ουσιαστικό: κάτι που με αφορά πλησιάζει σε (άσχημο) τέλος. Συνώνυμα: πάω / κοντεύω για, χτυπάω
Πω ρε μαλάκα, είχα να βαρέσω μια βδομάδα και άσπρισα τους τοίχους μιλάμε σήμερα...
- Αλήθεια, πώς πάν τα παιδιά με το μαγαζί; - Πώς να πάνε... Από τότε που τα τίναξε το αφεντικό, τους πήρε η κάτω βόλτα. Τους βλέπω να βαράνε διάλυση όπου νά 'ναι.
Got a better definition? Add it!
Σπάω τα νεύρα.
Ήρθε να μου σπάσει το καυλί με τις μαλακίες της και έφυγε χαρούμενη λες και δεν τρέχει τίποτα. Τι να πω, με αυτή τη γυναίκα τα έχω χάσει τελείως...
Δες επίσης και σπάστης, σπασαρχίδης,o, σπασικαύλιος / σπασικάβλιος, ο,
Got a better definition? Add it!
Αστείος προσδιορισμός για το πέος. Χρησιμοποιείται σε υπονοούμενα για στοματικό σεξ.
-Βγήκα χτες με την Ελένη.
-Ποια ρε αυτή τη σνομπ που καπνίζει μόνο ακριβές μάρκες τσιγάρων;
-Ναι, αλλά χτες κάπνισε και πούρο με φλέβα!
Συνώνυμο: πούρο φλεβάτο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υποτιμητικά, δηλώνει τη γυναίκα που έχει πολύ καιρό να κάνει σεξ και έχει πέσει σε αχρησία το αιδοίο της.
- Καλά, από πότε έχει να κάνει σχέση η Μαρία;
- Από το 2006.
- Τι λες τώρα; Αράχνες θα έχει πιάσει!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παλαιομοδίτικη φράση, συνώνυμη με τις εκφράσεις:
κλπ. Εδώ προφανώς υπονοείται το χρώμα του σπέρματος.
Δεν πά' να γαμηθείς ν' ασπρίσεις, λέω 'γω, που ήρθες να μου πεις ότι δεν οδηγώ καλά... Αν δεν σ' αρέσει, να παίρνεις ταρίφα.
Got a better definition? Add it!
Τεχνητό πλαστικό εργαλείο το οποίο εξομοιώνει το ανδρικό πέος. Γίνεται χρήση του (σαν έκφραση) για άντρες που κουράζονται εύκολα στο σεξ ή δεν έχουν συχνές σεξουαλικές επαφές, οπότε χρειάζονται βοήθεια.
- Είδες τον Κώστα με την Ελένη; Τσαντισμένη την είδα.
- Άσε ρε φίλε, ο Κώστας δεν την πηδάει καλά, τον βλέπω να πηγαίνει για υπερπέος ρεζέρβα και αυτός.
Got a better definition? Add it!