Further tags

Τα μεγάλα, μπαλκονάτα, σφριγηλά και ιβηρικά βυζιά. Εκ του γαλλικού σλανγκ, les doudounes.

Ο δρόμος μ’ έβγαλε τυχαία
στου «Μαξ, Ανδρικαί Κομμώσεις»
μπήκα να σενιάρω σβέρκο και να στρώσω μαλλί.

Έπεσα σε ένα σκυλί
μια σαμπουανού
Που μ' έστειλε αλλού
με το παγανιστικό της κάλλος και τα σαπουνόχερά της.

Μού έσκυψε και άτσα της
δυο ντουντούνια
σαν ροζ ραχάτ λουκούμια
αναπήδησαν στον σβέρκο μου
μπουμ-μπουμ

Θυμήθηκα την κόρη του Χαλίφη
την χιλιοστή δευτέρα βραδιά
και ένιωσα την άκρη του σουγιά να μου τρυπάει την καρδία.

Της είπα «Μωράκι σε βγάζω απόψε, οκέϊ;»
πρώτα χαμογέλασε με λόξυγκα και μετά
κάτω από τον σιρόκο του σεσουάρ που καίει
το μικρό άφησε να πεταχτεί
«θέλω»

(Serge Gainsbourg, Chez Max Coiffeur Pour Hommes)

(από Vrastaman, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο αρχιβρωμιάρης. Ο λέρας. Αυτός που πλένεται μόνο όταν τον πιάσει βροχή στο δρόμο και δεν υπάρχει υπόστεγο να κρυφτεί.

  2. Ο διεφθαρμένος δημόσιος λειτουργός. Ο από όπου και να τον πιάσεις λερώνεσαι.

Μιλάμε για βρωμύλο με διεθνή βραβεία. Καραζέχνει ο τύπος, αλλά γαμεί καλά μουνιά. Οι γυναίκες είναι ανώμαλες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε σε ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ΄60 για τους ομοφυλόφιλους. Στην εποχή μας το λήμμα έχει αποκτήσει την έννοια του φλώρος, φλωρούμπας.

Παρόλα αυτά, η έννοια του είναι ευρύτερη, καθώς πλέον περιλαμβάνει ενδυματολογική κριτική, υφέρποντα φθόνο και λανθάνουσα ταξικότητα. Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι, ο όρος χρησιμοποιείται face to face και ΜΟΝΟ σε άτομα τα οποία είναι πια αδύναμα από εμάς για ευνόητους λόγους.

-Πώς είσαι έτσι ρε Ριρή;;; Κοίτα πως είναι ο τριμάλακας!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα άκομψος χαρακτηρισμός για γυναίκα, που υποδηλώνει:

  • Παρηκμασμένη πόρνη του ξεσχίστου είδους, ή/και
  • Κακάσχημη, μπάζο, ή/και
  • Στριμμένη, μέγαιρα.

    Η εν λόγω φιλοφρόνηση συνήθως αποδίδεται ως «άντε μωρή ψαροκασέλα».

  1. «Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά για πολύ καιρό, που είδα την πεθερά μου. Έκτοτε, χεστήκαμε δυο-τρεις φορές στο τηλέφωνο που έπαιρνε και ζητούσε το γιο της, σε στυλ 'δως μου τον Κώστα' -ούτε γεια ούτε μαγιά- και της έλεγα 'λάθος κάνετε', ή 'πέθανε' και της το ‘κλεινα, ώσπου μια μέρα τόλμησε να μου την πει και την αρχίζω τα μπινελίκια 'μωρή κλινάμαξα άμα θέλεις το γιόκα σου να τον παίρνεις στο κινητό, παλιομαούνα με το κεφάλι πάπιας στο μπαστούνι, που κρίμα στην πάπια κρίμα και στο μπαστούνι, ψαροκασέλα ξεμεντεσωμένη, αν ξανατηλεφωνήσεις εδώ, θα σου κάνω βουντού να γίνεις κομοδίνο!'»
    (από βλόγιο)

  2. «(η Τζούλια Αλεξανδράτου) είναι πολυ ωραια κοπελα αλλα μεχρι εκει ο χαρακτηρας της την κανει να μοιαζει σαν ψαροκασελα» (από βλόγιο)

  3. Μια παλιά ψαροκασέλα
    με γοβάκια και ομπρέλα
    τα σκαλάκια στην πλατεία
    τ`ανεβαίνει τρία τρία.

(Η μπαλάντα των σκουπιδιών, Στίχοι: Σταμάτης Δαγδελένης, Μουσική: Νίκος Κυπουργός, Πρώτη εκτέλεση: Έλλη Πασπαλά)

  1. «Κοίτα που τείνει να καταστεί άνευ αντικειμένου και μάλλον ρομαντικό απομεινάρι μιας άλλης εποχής η διόλου κατά τα άλλα κομψή ύβρις «άντε μωρή ψαροκασέλα». Διαβάζω ότι οι γραφικές και παραδοσιακές ξύλινες ψαροκασέλες αντικαθίστανται από του χρόνου με τις πλέον ευπαρουσίαστες πλαστικές» (Καθημερινή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεοελληνικός χαρακτηρισμός που αποδίδουμε σε γυναίκες που δεν είναι ούτε πολύ χοντρές ούτε κανονικές. Σε γκόμενες δηλαδή που είναι λίγο χοντρές, αλλά ντρεπόμαστε να πούμε ότι πήγαμε με χοντρή.

Βασίζεται στην σχηματική, λεκτική ουσιαστικά, μετεξέλιξη της λέξης Χοντρή. Χοντρή- Χοντρούλιτς- Ντρούλιτς (ουδεμία σχέση με τον παλιό σέντερ-φορ της Καβάλας και του ΟΦΗ).

- Πω! τι παιδί είναι αυτό το ξανθό;
- Ποια ρε μαλάκα η χοντρή; Τα βυζιά της φτάνουν μέχρι τους χιαστούς...
- Έλα ρε μαλάκα, δεν είναι χοντρή... Ντρούλιτς είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέος, γνωστό και ως σαύρα, ιδίως αν είναι μικρό και χαριτωμένο.

Επίσης, σωματότυπος, πολύ μικρόσωμος, αδύνατος, αλλά και λυγερός και ευκίνητος.

Έβγαλα το σαμιαμίδι μου και πήδηξα το σαμιαμίδι.

Το μικρο και χαριτωμένο πέος του κάβουρα (από Vrastaman, 15/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο νούλας, ο μικρός, ο λίγος. Δυστυχώς για κάποιους, σε μερικά πράγματα το μέγεθος μετράει. Οφθαλμοφανής παραλληλισμός με το μέγεθος του ρεβιθιού.

  2. Σημαίνει και τον ανίκανο να κάνει μεγάλα πράγματα.

Σ.Σ.: το λήμμα πρωτοεμφανίστηκε πριν το 1900. Μη νομίζουμε δηλαδή ότι οι παλιοί δεν σλανγκάρανε... (ή ότι την είχανε όλοι μεγάλη).

Θέλει και να διοικήσει την Ελλάδα, ο ρεβιθοτσούτσουνος. Εδώ δεν μπορεί να διοικήσει τη γυναίκα του...

(από Vrastaman, 13/03/09)(από Vrastaman, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυναικείο πράμα μαζί με όλη την γύρω περιοχή. Πιθανόν λόγω τριχοφυΐας. Το ηβαίο.

(βλ. και «γατάκι», αλλά καλύτερα βλέπε το μύδι).

Ρε μαλάκα είχε ένα γατί η γκόμενα, και αχτένιστο μιλάμε.

Μπορεί να σχετίζεται με: τριχοφοβία. Να μην συγχέεται με: γάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσικός ελληνικός γυναικότυπος που θυμίζει αχλάδι. Οι αχλαδομούνες διαθέτουν δυσανάλογα μεγάλη περιφέρεια, ενώ ο κώλος και τα μπούτια τους λειτουργούν ως αποθήκες λίπους και κυτταρίτιδας. Το πρόσωπο, ο κορμός και η κοιλιά τους παραδόξως διατηρούν λεπτά και ντελικάτα χαρακτηριστικά. Από βυζί: στη καλύτερη περίπτωση μπανανόβυζα και στην χειρότερη θηλές-ξεροσφύρι. H πιο διαδεδομένη εγχώρια ποικιλία αχλαδομούνας είναι η λεγόμενη κοντούλα.

Τα καλά νέα είναι ότι, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, οι αχλαδομούνες αντιμετωπίζουν λιγότερους κίνδυνους καρδιοαγγειακών νόσων τόσο από τις μηλαρούδες όσο και από τις φραντζολίνες. Τα κακά νέα είναι ότι δεν υπάρχουν άλλα καλά νέα.

Ενώ η αρχέτυπη αχλαδομούνα είναι ξεπλένω, υπάρχουν πολλές με εκθαμβωτικά πρόσωπα. Όσες δεν το βάζουν κάτω βαλαντώνουν νυχθημερόν με σισύφειο ζήλο στα γυμναστήρια προσπαθώντας σκληρά αλλά επί ματαίω να υπερνικήσουν την γεννητική τους τροχοπέδη. Οι έξυπνες αχλαδομούνες, όπως μας πληροφορεί στα σχόλια το poniroskylo «δεν παιδεύονται να μειώσουν τις περιφέρειες - όπερ ανέφικτο - αλλά να ανοίξουν/φαρδύνουν τις πλάτες».

Οι χειρότεροι εχθροί της αχλαδομούνας είναι το ίδιο τους το DNA καθώς και η μάσα. Η δίαιτα απλώς αποτρέπει τον πλήρη εκφακλανισμό τους, χωρίς να τους χαρίζει την επιθυμητή σιλουέτα

Ο πιστότερος φίλος της είναι η κωλόκρυψη, που πείθει μόνο τους πλέον αγαθομούνηδες. Στην δε προσπάθειά τους να αποκαταστήσουν αναλογίες – Fibonacci, πολλές καταφεύγουν σε εμφυτεύσεις σιλικόνης και λιποαναρρόφηση.

Ινδάλματα κάθε αχλαδομούνας είναι φυσικά οι Jennifer Lopez, η Βeyoncé, η Shakira το ψωλαρμενάκιKim Kardashian και η Κατερίνα Γκαγκάκη.

- Λίλιαν: Θεόμουνό μου εσύ, if I told you had a beautiful body, would you hold it against me;

- Λαόυρα: 'φχαριστώ βρε φιλενάδα, αλλά δεν ήμουν πάντα έτσι. Γεννήθηκα – σνιφ-σνιφ- κλαψ-κλαψ! – αχλαδομούνα!

- Λίλιαν: Δεν το πιστεύω! Και πως έγινες τέτοια κλεψυδρομούνα;

- Λαόυρα: Το κερασάκι στη τούρτα ήταν όταν το slang.gr ανάρτησε μύδι μου με λεζάντα «εκτο-ενδομορφική αχλαδομουνοπατσαβούρα» στο λήμμα σαβουρογαμόσαυρος. Την έκανα αμέσως για San Diego όπου έβαλα ψεύτικες βυζούμπες, έκανα λιποαναρρόφηση, φόρεσα πεοχειλουδάκια και προσέλαβα τον ΡΤΠ για πέρσοναλ τρέηνερ!

- Λίλιαν: Tom Pοusti!!

Βλ. και αχλαδομουνοπατσαβούρα, αχλάδω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η γυναίκα, που όπως η Κάρε Ότις στην ταινία «Άγρια Ορχιδαία» κάνει τα αρχιδάκια του κάθε αρσενικού να παθαίνουν ταράκουλο από την υπερπαραγωγή σπερματοζωαρίων.

  2. Ο άνθρωπος που έχει μία ή περισσότερες από τις παρακάτω ιδιότητες σε άγριο βαθμό: αρχίδι, αρχιδόπουστας, αρχίδαμος, αρχιδολεβιές σπασαρχίδης ή και σλανγκαρχίδης-σλανγκαρχίδω.

Κάντε το τεστ του Vrastaman στο λήμμα σλανγκαρχίδης, ο - σλανγκαρχίδω, η κι αν έχετε 9 με 10 βαθμούς, τότε είστε άγρια (σλανγκ-)αρχιδαία, αγγλιστί: Wild Slang-orchid !

Άγρια Ορχιδαία & Αρχιδαία! (από Dirty Talking, 11/03/09)Άγρια Ορχιδαία απλώς. (από Dirty Talking, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified