Further tags

Ένας κλασικός προσδιορισμός πιπινίου-πουτσάναμμα, που αναφέρεται φυσικά στην εμπειρία ή στο potential του εν λόγω θήλεος στα όσα οι Παναγριότατοι αυτού του κόσμου απαγορεύουν -στους άλλους-, βάσει της προσέγγισης RTFM για την κατάκτηση του Παραδείσου. Πέραν τούτου, ως λέξη έχει αρκετό ψωμί.

Πρώτ' απ' όλα, προφέρεται με ειδικό τρόπο, ο οποίος είναι αρκετά κοντά στον τρόπο με τον οποίο προσφέρεται το επίθετο σκληρόόό (με ελαφρά παρατεταμένο «ο» και στρογγυλοποίηση των χειλιών), γεγονός που αναδεικνύει τη σαδομαζό μας αντίληψη για την ηδονή. Μιλάμε για το σκληρό, το ζόρικο, το σφιχτοδεμένο, το σφιχτό γενικώς σε όλα εκτός από τα ήθη, το πρόστυχο και σωστό, το καυλόμουνο το βουτηγμένο στην αμαρτία το ίδιο, καυλοτσουλήθρα προς το βούρκο για τους υπόλοιπους εμάς.

Αυτή βέβαια η αμφιταλαντευόμενη αντίληψη για την ηδονή, έχει σαφώς οριενταλιστικές ρίζες. Έτσι, το «αμαρτωλό» συνοδεύεται από δάγκωμα του χειλιού (τα ξερογλειψίματα είναι καθαρά δυτικοευρωπαϊκά, εμείς εκφραζόμαστε με τον πόνο και την αυτοτιμωρία για την αμαρτία). Και ακολουθείται από τα ανατολίτικα επιφωνήματα ααααχχχχ, αμάν, αμάν, αμάν ή ακόμα και βάι, βάι, βάι. Μερικοί στη θέα του αμαρτωλού βέβαια μπορούν απλά και να κάνουν το σταυρό τους, άλλοι λένε αχ, Παναγία μου, άλλοι λένε και α πα πα πα. Σατανάς.

Υπάρχουν συμπεριφορικά-εμφανισιακά κριτήρια για το «αμαρτωλό» (πάντα ουδέτερο). Εμφανισιακά όχι και πολλά, χωρίς να είναι και απολύτως θέμα γούστου: υπάρχει κατά κανόνα μια α συναίνεση, ότι «αυτό είναι αμαρτωλό», υπάρχουν βέβαια και ατομικές διαφορές. Ας πούμε μόνο ότι κατά κανόνα μιλάμε για μελαχρινές, κοκκινομάλλες κλπ και όχι ξανθές, γι' αυτές λέμε απλά το ξανθό (για τα καυλερά ξανθά, και όχι για τα ξεπλένικα φυσικά).

Κατά τα άλλα, η νεαρή ηλικία είναι βασική (αν και υπάρχουν και αμαρτωλά μιλφέιγ), το νάζι, τα ψυχοσωματικά συμπτώματα που προκαλεί, το γεγονός ότι είσαι σίγουρος ότι το μωρό είναι για τρελά, ε ναι, γαμήσια, και ότι τα κάνει, αλλά δεν τα κάνει με σένα. Θα έκανες τα πάντα για να τα κάνει με σένα. Και βέρια για το διάολο ακόμα.

- Αμάν αμάν αμάν....
- Α πα πα πα....
- Βάι βάι βάι...όι όι μανούλα μου
- τι ήταν αυτή η Λίλιαν βρε παιδιά....τι ήταν αυτό βρε συνάδελφοι...;
- Αμαρτωλό ήτανε, συνάδελφε, αμαρτωλό...Θέ μου φύλαε ήτανε.....

Βλ. και μουνί, καυλόμουνο, ξεψώλι, τρύπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί μετάφραση της αγγλικής φράσεως «The smaller the nest, the bigger the bird» και παραπέμπει το μέγεθος των θριχών της ανδρικής ηβικής χώρας και και στο κατ' αναλογία μέγεθος του πέους: εμπειρικαί έρευναι καταδεικνύουν ότι το πέος φαίνεται μεγαλύτερο άμα την κουρά των εν λόγω θριχών. Προσοχή: θα πρέπει να υφίσταται φωλιάν δια να «ευρίσκεται» το πτηνόν! Κοινώς: κουρά απλή και ουχί κουρά εν χρω (μτφ: ξύρισμα) προτείνεται!

Αφροξυλάνθη: - Μα Κλέων, το πέος σου φαίνεται μεγαλύτερο! Πώς συνέβη;
Κλέων: - Εκουρεύθην σήμερον! Άλλωστε, μικρή φωλιά ίσον μεγάλο πουλί!

Τόσο, με το συμπάθειο... (από Vrastaman, 27/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο ιδιότητες που κεντρίζουν την ανδρική γενετήσια ορμή: αφενός η απόλυτη και αφοπλιστική αθωότητα και αφεδύο η ερωτική επιδεξιότητα που μόνο η πολυετής εμπειρία μπορεί να φέρει στο κρεβάτι (ή στο τραπέζι).

Δεδομένου ότι οι ιδιότητες αυτές είναι συνήθως αμοιβαία ασύμβατες, κάθε εχέφρων άνδρας λιμπίζεται διακαώς τόσο τα αθώα και πιπινώδη παστάκια («αχ είναι τόσο χαριτωμένο! Να του βάλω μια ροζ κορδέλα; Αν το τραβήξω έτσι κάνει γκελ;») όσο και τα μιλφέιγ, τις ώριμες δηλαδή και μεστές μαμάδες τους (τις σαραντάρες που ισούνται με δύο εικοσάρες, πράγμα που προκύπτει και μαθηματικά).

Το λήμμα παραπέμπει μεν στην βασίλισσα της πάστας, το γαλλικό mille-feuille, αποτελεί όμως Ελληνική απόδοση του M.I.L.F. (εκ του «Mother I’d Like to Fuck»), ήτοι της «ώριμης και μεστής μαμάκας της οποίας τα μάτια, δοθείσης της ευκαιρίας, θα πετούσαμε έξω σε ένα νανοδευτερόλεπτο».

Βλ. επίσης μιλφού.

- Μάνα είναι μόνο μία...
- Τι λες ρε νταλάρα, ο κόσμος είναι γεμάτος από mammas που θα ήθελα να κάνω mia! Πάρε την Δέσποινα: είναι γαμώ τα μιλφέιγ, έχει γράψει πολλά χιλιόμετρα η τύπισσα!
- Έχει δε και μια κορούλα, την μικρή Έθελ, που είναι σκέτο παστάκι! Δικέ μου, οι προοπτικές για χοντρό παιχνίδι αυξάνονται εκθετικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός της λέξης καφρόλα
Η τόόόόσο εύκολη ή η τόόόόσο χοντρή που δεν ασχολούνται οι άντρες μαζί της

- Ρε συ, τη γαμάει άντρας αυτή;
- Πώς να τη γαμήσει ρε, αυτή είναι σκέτη πατοκαφρόλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πεοθηλασμός. Χρησιμοποιείται άλλοτε και για όμορφες κυρίες...

Πωπώ Παναγία μου τι σουσέλ ήταν αυτό;!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στίγμα του αγάμητου, κατά την παράδοση. Όποιος το φέρει υποτίθεται πως προδίδει δημοσίως την αγαμία που του έχει ξεχειλίσει από τους πόρους του δέρματος. Τώρα το αν ισχύει αυτό και από επιστημονικής άποψης, προσωπικά δεν το έχω μελετήσει. Στις γυναίκες όμως το πυώδες μπιμπίκι δηλώνει μεταξύ άλλων προεμμηνορυσιακή φάση. Ορμονοδουλειές, δηλαδή.

– Ε άει στο διάολο, σήμερα βρήκε να μου βγει ένα γαμημένο καβλόσπυρο, που έχω ραντεβού με τον Στέλιο, που είδα κι έπαθα να τον ψήσω να βρεθούμε;! Το κέρατό μου μέσα γαμώ!
– Ωχ, και πρέπει να το αναβάλεις, δεν μπορεί να σε δει έτσι, χάλια είσαι!
– Ε αυτό θα κάνω, αλλά πρέπει πρώτα να βρω μια καλή δικαιολογία, μη με πάρει για τρελή. Τρεις μέρες θα πάρει να φύγει αυτή η μαλακία, και μετά θα μού 'ρθει και περίοδος, γάμησέ τα, πώς να τον στείλω για μια βδομάδα και βάλε, μου λες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας πολύ ωραίος χαρακτηρισμός ο οποίος μπορεί άνετα και πετυχημένα να αντικαταστήσει το προσβλητικό «χοντρή». Συνώνυμο του νταρντάνα.

- Τι χουφτιάρα γυναίκα είσαι; Ευχαριστιέσαι να πιάνεις...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αγριεμένο ορμητικό και αφηνιασμένο μεγάλου μεγέθους, πέος που κάνοντας πυρ και κίνηση εφορμά ως πολιορκητικός κριός στο πεδίο της ερωτικής μάχης, για να καταλάβει βαθύσκιωτο φαράγγι και να αναδείξει ασπροπρόσωπο και τροπαιούχο τον κάτοχο του. Ο όρος προέρχεται από το ομώνυμο μεγαλόσωμο κι άγριο άτι που καβαλίκευε ο Μέγας Αλέξανδρος, στο πεδίο των μαχών, το οποίο ήταν και το αγαπημένο του άλογο.

Κοντός χλεμπονιάρης, σαν ανάποδο γαμώτο κάθεται και χαλβαδιάζει μια δίμετρη γκόμενα με πλούσιο και γυμνασμένο στήθος που φοράει κολάν και εκείνη την ώρα περνάει στο απέναντι πεζοδρόμιο. Μόλις πλησιάζει δίπλα του της πετάει:
- Μωρό μου έλα παρακάτω να σου δείξω τον βουκεφάλα μου. Εγώ κι αυτός θα καταλάβουμε κάνοντας πυρ και κίνηση, τα υψώματα του γκολάν σου και θα βάλουμε και γκολ στο τέρμα σου.
Η τύπισσα αφού τον σκανάρει, στέκεται δίπλα του, σαν τη Μητρόπολη με τον Άγιο Λευτέρη και του πετάει με περιφρόνηση:
- Φύγε από δω ρε απολειφάδι, ρε σκέτο από γιουβέτσι, μη σου στρεσάρω κανα ανάστροφο βυζοσκάμπιλο και σου προκαλέσω ρήξη αριστεράς κάτω γνάθου.

(από GATZMAN, 16/09/08)(από GATZMAN, 16/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τουρμπινάτη γκόμενα που δίνει ρέστα σε όσους την κοιτάζουν. Η γκόμενα που προκαλεί ατύχημα με ένα βλέμμα ή με το περπάτημά της. Συνήθως είναι κωλοφτιαγμένη από αισθητικούς, πλαστικούς και δυνατούς μόδιστρους.

- Καλά ρε συ έπαθα πλάκα με την Λίτσα. Τρελό τούμπανο!!! Κόντεψα να τρακάρω καθώς την κοιτούσα να περπατάει στην Τσιμισκή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, πρόκειται για το πέος στα μπεμπεκίστικα.

Η λέξη εμφανίζεται επίσης ως τσουτσούνα, και τσουτσού. Συνήθως εμπεριέχει ψήγματα (αυτο)σαρκασμού όταν αναφέρεται σε μόριο ενήλικα.

Η ετυμολογία της λέξης αποδίδεται από το λεξικό Τριανταφυλλίδη είτε στην λέξη τσουνί (κοτσάνι ή πέος) -η οποία με την σειρά της ετυμολογείται εκ του αρχαίου κυνίον (σκυλάκι)- είτε στο Αλβανικό tşuni (αγόρι).

Το τσουτσούνι μου είναι εμετικά μικρό. Ένας απίστευτος γιγαντιαίος νάνος. Είναι τόσο μικρό που κάνει την Macintosh να ντρέπεται για το μέγεθος του ipoD. Πραγματικά και με το χέρι στην καρδιά πρέπει να σας ομολογήσω το ανομολόγητο. Έχω μικρό τσουτσούνι. (Από Blog)

(από xalikoutis, 25/05/14)

Βλέπε και πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified