Selected tags

Further tags

Ύστερα από τα λήμματα συσιφόνι και μπαγαποντοπλαστική, η του χρήστη Vrastaman, μπορούμε σε συνδυασμό να εξαγάγουμε μια νέα σλανγκενεργή έννοια. Όπως ξέρουμε, ο Σίσυφος ήταν ο μυθολογικός βασιλιάς της Κορίνθου που οι θεοί τον τιμώρησαν με το να κάνει το πιο μάταιο έργο που υπάρχει: να κυλάει μια μεγάλη πέτρα ως την κορυφή ενός βουνού, που ήταν τόσο μυτερή, ώστε η πέτρα να κυλάει αμέσως από την άλλη μεριά. Οπότε φτου κι απ' την αρχή το καψώνι. Ο Σίσυφος, δηλαδή είναι το σύμβολο της μάταιης προσπάθειας, που μόλις ακριβώς ολοκληρωθεί, θα πρέπει να ξαναρχίσει φτου κι απ' την αρχή. Σχετικά έχει γράψει δοκίμιο ο Αλμπέρ Καμύ.

Η σισυφομούνα είναι η γυναίκα που τιμωρείται από μια στενή κοινωνία τύπου Σουηδικής Αραβίας και παρόμοιων αντιλήψεων (βλ. λήμμα: παρθένα απ' τον τόπο σου, κι ας είναι και ραμμένη) σε μπαγαποντοπλαστική, και πιο συγκεκριμένα σε παρθενορραφή- υμενορραφή. Το όλο εγχείρημα ομοιάζει με τον άθλο του Σισύφου, και γιατί είναι δύσκολο (άλλο τώρα αν «τίποτα δεν είναι δύσκολο για Tom Pousti») και γιατί μόλις ολοκληρωθεί ο σισύφειος άθλος, θα πέσει πούλος και τα μαγικά του Pousti θα διαλυθούν και πάλι. Συναφώς, τα γνωμικά από την κλασική παιδεία: «το ραφέν και ξεσκισθήσεται», κατα το «ο τρώσας και ιάσεται». Και «ο πίθος των Δαναϊδών» για το μουνί που δεν χορταίνει σπέρμα. Για εναλλακτική μέθοδο παρθενίας στην πρώτη νύχτα του γάμου, βλ. από μπρος παρθένα κι από πίσω μπαίνουν τρένα.

Μεγάλη σισυφομούνα το Λίλιαν. (Βλ. παράδειγμα στο όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη τραβεστί). Πάνω που έκανε την μπαγαποντοπλαστική, παρακαλεί να χαλάσουμε και πάλι το αριστούργημα του Pousti! Δηλαδή, Tom Pousti τζάμπα τον κούρασε; Ε, του Pousti, δεν θα βρεθεί ένας να κάνει το χατήρι στο Λιλιανάκι μας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται συνήθως στον πληθυντικό και υποδηλώνει τα πιασίματα του γυναικείου σώματος, που εν προκειμένω λειτουργούν σαν «χειρολαβές», κατά την διάρκεια της ερωτικής πράξης. Βοηθούν, με απλά λόγια, το καλύτερο κουμάντο του σώματος από τον (έμπειρο) παρτενέρ και προσφέρουν παράλληλα μεγαλύτερη απόλαυση αλλά και σιγουριά - γιατί άλλη χάρη έχει το κρέας κι άλλη το κόκκαλο!

- Μη την βλέπεις έτσι την Ντάιζυ, χτικιάρα. Έχει κάτι γαμοχέρουλα, που δεν της φαίνονται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά από τους φίλους μας τα ζώα για το βαθύ λαρύγγι, αγγλιστί deep throat.

Ως καμηλοπάρδαλη χαρακτηρίζεται η γκόμενα/ος που πραγματικά το έχει το deep throat.

Τι του βρήκε το Λίλιαν του Πέρι, είναι σωστή καμηλοπάρδαλη!

(από Dirty Talking, 01/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βαθύ λαρύγγι, η μαστόρισσα στο deep throat. Λόγω του χαρακτηριστικού λαιμού καμηλοπάρδαλης, που έχει το συμπαθητικό ζώο.

Σωστή καμηλοπάρδαλη η Λάουρα! Μόνο οι βούλες της λείπουν!

(από Dirty Talking, 01/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Τον παίρνει ασύστολα, από όλες τις τρύπες, ακόμη και τις πλέον εναλλακτικές.

-Τα 'μαθες; Έπαθε πουτσωτίτιδα ο Πέρι!
-Εμ, αφού τον παίρνει κι απ' τα αυτιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πάθηση αυτού που «τον παίρνει κι απ' τα αυτιά».

Κατά τον πατέρα του λήμματος, Αυτοκτονημένο, αφορά κυρίως σε παρθένες.

Τον ταλαιπωρεί μία χρόνια πουτσωτίτιδα τον Πέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον παίρνει ασύστολα, από όλες τις τρύπες, ακόμη και τις πλέον εναλλακτικές.

-Είναι καλός στο ρουθουνάτο ο Πέρι, έχει κάτι ρουθούνια, τόσο στενά ο πούστης!
-Δηλαδή, τον παίρνει κι απ' τα ρουθούνια;
-Ναι!

Βλ. και τον παίρνει κι απ' τα αυτιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλυκό σε σκληρή μορφή με μικρό χερουλάκι και πολύχρωμα σχέδια, η τρελή χαρά των οδοντιάτρων. Και στέκει σεξιστικά επίσης. Βλέπε μπανάνα και παγωτό χωνάκι.

ขนมที่ติดกับปลายไม้ - ταϊλανδέζικα
lollipop - ανγκλέζικα

  1. Εσύ όλη την ώρα με το γλειφιντζούρι πάνω-κάτω (πίπα) κι εμένα η μούρη μου χωμένη όλη την ώρα στο βαζάκι (στο γλειφομούνι)... Δε μας βλέπω καλά!!!!!! Γυναίκα...

  2. Και με ξύπνησε πάνω που ετοιμαζόμουν να γλείψω ένα γλειφιντζούρι ίσα με το...

  3. Σαν παιδάκι που κέρδισε ένα γλειφιντζούρι στο σχολείο: λες και κατάκτησε τον κόσμο.

  4. Τα παιδιά δεν τρώνε από το ίδιο πιάτο, ούτε γλείφουν το ίδιο γλειφιντζούρι.

  5. Όταν ο μικρός Τίμος άνοιξε με φούρια την πόρτα έτοιμος να κάνει πάλι τις σκανταλιές του, έμεινε με το γλειφιντζούρι στο στόμα.

  6. Ο νικητής κερδίζει ένα μαλλιαρό γλειφιντζούρι το οποίο θα παραλάβει από το τραπεζάκι της έδρας, από τον μαύρο κύριο με την κόκκινη μπλουζίτσα και το αστείο καπέλο.

  7. Οι μάνατζερ έχουν προτείνει τους ίδιους σε όλες τις ομάδες που ψάχνουν και περιμένουν ποιος θα... γλείψει πρώτος το «γλειφιντζούρι». Με άλλα λόγια: τίποτα, νούλα.

(από ο αυτοκτονημενος, 01/03/09)(από ο αυτοκτονημενος, 01/03/09)(από vip, 01/03/09)(από vip, 01/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το στερητικό ξε- και τσίπα (ελαστικός υμένας, κρούστα στην επιφάνεια υγρών και, μεταφορικά, η ντροπή).

Η λέξη αποδιδόταν βασικά σε θηλυκά που είχαν χάσει την παρθενιά τους και σε γυναίκες του δρόμου δηλ. πουτάνες. Η παρθενιά ήταν πολύ μεγάλη υπόθεση, γιατί μόνο οι παρθένες κοπέλες είχαν το δικαίωμα γάμου και της αποκατάστασης. Ήταν πολύ μεγάλη ντροπή για όλη την οικογένεια μια κοπέλα ξετσίπωτη (χωρίς παρθενικό υμένα και επομένως χωρίς ντροπή).

Σήμερα η απώλεια της παρθενίας δεν αποτελεί πλέον κριτήριο επιλογής συντρόφου και η λέξη χρησιμοποιείται και για τα δύο φύλα δηλώνοντας άνθρωπο χωρίς ηθικούς φραγμούς και προκλητικό.

1.Όταν γεννιούνται οι γυναίκες και είναι νεογέννητα μωρά ακόμα, τους βάζουν στο μυαλό ένα τσιπάκι που τις κάνει να έχουν αποκλειστικό σκοπό της ζωής τους τον γάμο.
Κάποιες καταφέρνουν και το βρίσκουν, και στην συνέχεια το βγάζουν, με αποτέλεσμα να μην ενδιαφέρονται για τον γάμο αλλά μόνο για το σεξ και την απόλαυση.
...Αυτές είναι οι λεγόμενες «ξετσίπωτες»! (δεν είναι δικό μου. από filaki.gr)

2.ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΩΝ
Ξετσίπωτη κυβερνητική επιβεβαίωση!
Σάλο προκάλεσε η χτεσινή αποκάλυψη του «Ριζοσπάστη», σχετικά με το κυβερνητικό σχέδιο νόμου κατά των λαϊκών διαδηλώσεων. Κι ενώ, σωματεία εργαζομένων και άλλοι φορείς καταγγέλλουν τον ολισθηρό κατήφορο, η κυβέρνηση εμφανίζεται αποφασισμένη - πιστή στις αντιδημοκρατικές της παραδόσεις - να προχωρήσει στην προώθηση και ψήφιση του τερατουργήματος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «πάρθιον βέλος», το γαμήσι που κάνει η/ο σύντροφός μας με τον πρώην της/του την στιγμή ακριβώς που πιστεύουμε ότι ο/η πρώην αποτελεί οριστικά παρελθόν.

Ένα ιδιόμορφο κέρατο, δεν σημαίνει οπωσδήποτε χωρισμό, γιατί μπορεί να είναι απλά μια δύναμη αδράνειας, και μπορεί μετά να τα ξαναβρούμε με τον/την σύντροφό μας και το πάρθιο γαμήσι να ήταν όντως κύκνειο άσμα. Μπορεί βέβαια και το αντίστροφο, το πάρθιο γαμήσι να δώσει την χαριστική βολή στην δική μας σχέση.

Στην ταινία «Closer» ο Clive Owen κάνει πάρθιο γαμήσι με την Julia Roberts και τελικά την αποσπά έτσι απ' τον Jude Law. Ουπς!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified