Selected tags

Further tags

Ο γκόμενoς, η γκόμενα.

Πιθανώς γύφτικης προελεύσεως. Βλ. και κατέ.

-Που λές αυτή η υψομετρού, αβέλει σερμελιά φίφα και σολονταπιάζεται -Μα είναι δυνατόν ;
-Μαξ και λαντί. Μου το μπέναψε η καλέ του γαργαρότεκνου, που την δίκελλε τις προάλλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που χρησιμοποιείται συνήθως αργά το βράδυ, όταν σε πρήζει η γκόμενα.

Έχει διφορούμενο νόημα: ως κοι-μήσου υπονοεί και γα-μήσου (και αντιστρόφως).

- Είσαι ένας άχρηστος. Δεν σε αντέχω άλλο.
- Καλά, μήσου τώρα και τα λέμε αύριο.

(από allivegp, 09/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πισωκολλητή ορίζεται ως η κοπέλα που θεωρείς στενή φίλη σου και απλώς της τον φυστικώνεις που και που με αποκλειστικό επιστημονικό σκοπό τη διαπίστωση της εγκυρότητας της θεωρίας : «στα φιλικά μπαίνουν τα καλύτερα γκολ».

-Που ήσουνα χτες ρε;
-Στο σπίτι της πισωκολλητής μου
-Πόσο έληξε;
-2-1
-Όχι ρε πούστη μου και το είχα παίξει under

Φοίβος-Αθηνά (από allivegp, 25/06/09)Και όχι μόνο για γυναίκες.... (από kondr, 25/06/09)Τώρα και σε ξυστρα... (από kondr, 25/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Βρετανικό): Σύνθετο εκ του straight & gay. Είναι ο πονηρός μορφονιός (ουίτ τριαλαριλαρό), ο οποίος γκεϊφέρνει και συναναστρέφεται πολλά και ωραία μωρά εν είδει φιλενάδας - εξομολογήτρας και την κατάλληλη στιγμή, πετάει την προβιά και εμφανίζεται ο λύκος. Δηλαδή είναι στρέιτ, το παίζει λίγο γκέι και γαμεί έξυπνα. Μάστορας!

-Είδες το Νίκο τελευταία ;
-Ναί, το' χει γυρίσει ή μου φαίνεται ;
-Μπα, στρέι είναι ο κερατάς. Έτσι έκανε κι όταν ήμασταν συγκάτοικοι. Έφερνε ένα σωρό γκομενάκια στο σπίτι, οτι δήθεν φίλοι, σε ρεσό, στικ, κουβεντούλα κτλ και μετά τους τράβαγε ένα φελιάν-φιστίκ, που ράιζε το πεζοδρόμιο... Πολύ γαμίκος.

Stray it like Beckham! (από Khan, 20/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν διαφαίνεται ζόρι, αποτυχία, χασούρα στον ορίζοντα και, γενικά, όταν υπάρχει αρνητικό προαίσθημα.

Δηλαδή = θα φάμε πούτσα (μεταφ.).

-Τί έγινε ρε; Πώς τα βλέπεις με την καινούρια δουλειά;
-Πούτσα το μενού φίλε. Το αφεντικό είναι μουλάρι του πυροβολικού. Θα μου αργάσει το τομάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστικόν. Επιφώνημα θαυμασμού, όταν κάποιος κατορθώνει άθλον δυσανάλογο των φαινομενικών δυνατοτήτων του.

Κάτι σαν το Έλα Μήτσο! Πνίχτονα! - γνωστό ανέκδοτο με την πάλη μυρμηγκιού κι ελέφαντα, όπου ο πρώτος ανέβηκε στο σβέρκο του τελευταίου, επευφημούμενος απο τους ομοφύλους του και προτρεπόμενος να στραγγαλίσει τον ελέφα.

Προέρχεται επίσης απο ανέκδοτο: Ένας τύπος οδηγεί το αμάξι του στην εθνική πίσω απο μια μοτό. Κάθε τόσο, διάφορα μυγιαλούδια χτυπάνε και κολλάνε στο παρμπριζ του. Η γκόμενα που κάθεται στο πίσω κάθισμα της μοτό έχει λυσσάξει να πάρει πίπα στον οδηγό, διότι την εξιτάρει ο κίνδυνος. Σε μιαν απότομη στροφή, κόβει κατά λάθος την δύστυχη ψωλή του οδηγού, η οποία έρχεται και χτυπάει στο παρμπριζ του Ι.Χ. πίσω. Ο γιωταχής τότε κάνει έκθαμβος: Άλα πούτσα το μυγάκι!

- Πήρες πρέφα τί έγινε χτές το βράδυ στην πόρτα με τον ολίγο ;
- Ο πορτιέρης μανούριασε και δεν τον άφηνε να μπεί, οτι ασυνόδευτος και τέτοια. Ο εφταμηνίτικος τότε τραβάει ένα κέρατο και του το' δωσε στο μπούτι.
- Άλα της πούτσα το μυγάκι !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεπήδηκτη μαθήσεως: σύνθετος επιθετικός προσδιορισμός αποτελούμενος από την πρόθεση «ανά» και το ρήμα «πηδιέμαι».

Διαφέρει ελαφρώς νοηματικά από την γνωστή φράση «ανεπίδεκτη μαθήσεως» και χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις μαθητριών που είναι τόσο στόκοι, ώστε παρόλες τις συνεχείς αναπηδήσεις τους σε πέη καθηγητών τους με αντάλλαγμα τα θέματα των τελικών εξετάσεων, μένουν στην ίδια τάξη.

-Αμάν ρε παιδί μου, αυτή η Λίτσα μέχρι και τον επιστάτη είχε πάρει, πώς έμεινε στην ίδια τάξη; Είναι ανεπήδηκτη μαθήσεως!
-Και καραπουτανάρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει κορμάρα που φουσκώνει παντελόνια αλλά μούρη που εκτροχιάζει τρένα από την ασχήμια της .... και ωσεκτουτού η χρησιμότητά της είναι αυτή της γαρίδας: τρως το σώμα και φτύνεις το κεφάλι ...

- Κολλητέ τσέκαρε κώλο το μωρό...!!
- Το είδα αλλά η τύπισσα είναι γαριδογκόμενα, άμα γυρίσει πρόσωπο θα πάθεις εγκεφαλικό!....

βλ. επίσης γαρίδα, γκόμενα-γαρίδα, γυναίκα-γαρίδα και πεσκανδρίτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως και το θα σου πατήσω μια που αναφέρεται σε γροθιά η φάπα, έτσι και το θα σου σφίξω ένα αναφέρεται στο «θα σου τον καρφώσω» και «θα σου τον καρφώσω σφιχτά»

- 'Eλα δω, μανάραμ, να σου σφίξω ένα καλό να ξεθουλόσου ...

είπε ο τσοπάνος, και η μανάρα απάντησε ...

- μπέεεεεε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιά ύβρις. Το ανεπιθυμήτως τεχθέν παιδίον, προϊούσης της δημοφιλούς μεθόδου του μπατανά (πινέλο), ελλιπούς σωματικής διαπλάσεως ένεκα του τρόπου συλλήψεώς του.

Εκ του τουρκ. μπατανά = πινέλο / βούρτσα βαφής (βλ. και πλεοναστικόν: μπαντανόβουρτσα). Ήτοι, ο μπαμπάς ξηγήθηκε μπατανά στη μαμά, πλην αλλ' όμως και ατυχώς, δεδομένης της ευεξίας του πρώτου αλλά και της κονικλογονιμότητος της τελευταίας, εκύλησεν ρανίς σπέρματος εις το αιδοίον, δίχως (φεύ!) να το λάβωσιν πρέφαν οι σύνευνοι και ούτω πως, εγεννήθη ημίθεος λευκός (!).

Η εξήγησις διατίθεται και σε πελαργό / κουνουπίδι δια τους μικρούς μας αναγνώστας.

Συνώνυμα:

  1. Ως προς τον τρόπον συλλήψεως : Κωλόπιασμα (ειδικότερον), ότε ο μπατανάς λαμβάνει χώραν εις τον απηυθυσμένον και ουχί κατά διαμήρευσιν (η κουφάλα ο Ήφαιστος μια φορά τονε βάρεσε στο μπούτι της Αθηνάς κι έγινε το έλα να δεις). Εξ ου και κωλόπαιδο, (echo: της μάνας σου το οικόπεδο) το εκ του αφεδρώνος συλληφθέν τσογλάνι.

  2. Ως προς την σωματικήν διάπλασιν: κακαντράκι, χαμαντράκι, χτικιάρης, χλεμπονιάρης, ρούχο, ολίγος, γατομούστακος, μπασμένο, τάπα, σπανομαρίας, εφτα/εξα-μηνίτικο, κοντοστούπης, σκαμνί, μπρίκι, κομοδίνο κτλ.

  3. Ως προς την ανεπιθύμητον γέννησιν: μούλικο, μούλος, μπάσταρδο, μπασταρδέλι (Μυτιλήνη) κτλ.

- Ρε φίλε, ψάχνεις τίποτα και κοιτάς τη γυναίκα μου τόση ώρα ;
- Σιγά την κυρία ...
- Ρε μπατανόπιασμα, άμα σου χώσω μια, δε θα βρεί ο παπάς να θάψει !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified