Selected tags

Further tags

Έκφραση απηχούσα ευφάνταστη αντίληψη, ότι το γυναικείο μαραφέτι είναι one size fits all.

Σύμφωνα λοιπόν με το αστικό μύθευμα, όσο πιο κοντή είναι μια γυναίκα, τόσο περισσότερο χώρο στο κορμί της, καταλαμβάνει το αιδοίον της, νες πά ;

Άλλωστε και μεταφορικώς, σημαίνει ότι οι κόντες είναι καβλιάρες.
Στην ιταλική υφίσταται ταυτόσημο : donna nana-tutta tana.

- Ρε συ, κοίτα πως σε κοιτάει αυτή η τάπα ... Σαν ξερολούκουμο.
- Δε με χαλάει καθόλου. Κοντή γυναίκα, όλο μουνί φίλοστ. Βούρ !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευσεβής πόθος φιφοφόρων ανδρών.

Κατά το: Με κάνεις εμένα πρωθυπουργό για μια μέρα;

- Κοίτα ένα μωρό! Αμάν τα μπαλκόνια σου ...
- Τι να την κάνεις εσύ βρε σκουράτζο; Αυτή θέλει πέντε τσολιάδες στην καθισιά της!
- Αααααχχχ... Να' χα μοίρα, να' χα τύχη, να' χα μια ψωλή σαν πήχη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα, της οποίας το σώμα ανοίγει βαθμηδόν προς τα κάτω, αλλά με μεγάλη δυσαναλογία κορυφής και πάτου... Αχλαδοκώλα δηλαδή.

Κλασικό παράδειγμα η δικηγορέσσα στο Sex & the City: Κεφάλι πινέζα, λαιμός κύκνου και κώλος σαν την Πελοπόννησο.

Άλλωστε, ο Κωσταντάρας το είχε πει σωστά στο «Υπάρχει και φιλότιμο»: Οι βουλευταί και οι γυναίκες, πρέπει να προσέχουν τις περιφέρειές τους!

-Η γκόμενα απέναντι, σε γουστάρει.
-Την είδα κι εγώ. Άσε, έλατο φίλε. Ξυλοκόπος είμαι ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα με χοντρές γάμπες (σαν τον Ποπάυ).

Συνήθως απαντάται σε πιο προχωρημένες ηλικίες, ή σε χωριά, οπότε συνδράμει την μπουκαλοδιαμόρφωση της γάμπας η ηλικία, η γέννα, η ατημελησία, οι βαριές δουλειές κλπ.

Αν πρόκειται και για γαριδογκόμενα, βράσε ρύζι ...

Στην Αττικοβοιωτία, ενδημεί στην Αμφιάλη.

-Καλά το πρόσωπο έχει τρελό ζιβί !

-Πόδι είδες όμως ; Με τέτοια μπουκαλοπόδαρη για μπόουλινγκ να πας, όχι για σεξ.

Κλασικό μπουκάλι κοακόλα (από poniroskylo, 24/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Παροιμία) : Όπου ο χρόνος που δαπανήθηκε στο μπίρι-μπίρι (για ψηστήρι) είναι αντιστρόφως ανάλογος της ποιότητας του αποτελέσματος.

Όπου πρέπει ο κυνηγός να πιει μια Βραζιλία καφέδες, να γνωρίζει όλη τη δισκογραφία ώστε ν' απαντήσει σε κάθε θέμα (βλ. «τί μουσική ακούς;»), να τρώει αναπάντητες στη μάπα και πολλά άλλα μέχρι να ανακράξει «Η Πόλις εάλω»!

Κοινώς, αν σου βγάλει την Παναγία η ημιπαρθένος, μην περιμένεις πολλά επί κλίνης ...

-Τί έγινε ρε Φώντα, την έριξες τη γκόμενα;
-Ντάξει, μου' κατσε τελικά, αλλά τώρα είμαι να την κάνω μ' ελαφρά.
-Κρίμα τον κόπο σου. Εσύ ρε την κυνηγούσες πέντε μήνες και να καφέ απο' δω και να σινεμά απο' κει και ρομάτζες και τηλεφωνάκια και σούξου μούξου...
-Άνθρακες ο θησαυρός φίλε. Εμ, τί περίμενες ; Παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι...

παρακαλετο μουνι (από BuBis, 08/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδολόγιος σλανγκισμός που σημαίνει το προφυλακτικό, με την έννοια ότι σώζει τον πέοντα και τους συγκατοίκους του από αφροδίσια, εγκυμοσύνες κτλ, αν και κττμγ θα έπρεπε το λογοπαίγνιο να σημαίνει την δαγκανομούνα με την κυριολεκτική έννοια, δηλαδή το Rapex. Το αλέξω είναι ομηρικό ρήμα, που σημαίνει αποκρούω, προστατευω από, οπότε Αλεξάνδρα είναι κανονικά η λέσβω, λεσβόγκα.

Το ρήμα αλέξω διαλέχτηκε από τους σοφούς μας για να αποδοθεί το γαλλικό para-.
parafoudre = αλεξικέραυνο, parachute = αλεξίπτωτο, parapluie = αλεξιβρόχιο, parafeu = αλεξίπυρον, paravent = αλεξήνεμον, parasol = αλεξήλιον. Από πολλούς παρόμοιους καθαρευουσιανισμούς επεβίωσαν μόνο το αλεξίπτωτο, το αλεξικέραυνο, το αλεξίπυρο, το αλεξίσφαιρο και το αλεξιπάπαρο.

Πότε στην μάχη χωρίς αλεξιπάπαρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα στην προστακτική. Σημαίνει «όρμα», αλλά για σεξουαλικό σκοπό.

Το ρήμα πάει ως εξής:

Εγώ μουρντώ
Εσύ μουρντάς
Αυτός μουρντά
Εμείς μουρντάμε
Εσείς μουρντάτε
Αυτοί μουρντάνε

-Το είδες αυτό; Η Μαιρούλα μου έκλεισε το μάτι!
-Ε και τι περιμένεις; Μούρντα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση με κυριολεκτικό περιεχόμενο και ελαφριά δόση υπερβολής που χρησιμοποιείται για χαρακτηρισμό πολύ κοντής γκόμενας. Δηλαδή, ότι είναι τόσο κοντή που για να σου πάρει πίπα δεν χρειάζεται καν να σκύψει.

Βέβαια η φράση αυτή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από αρσενικά που έχουν ύψος ένα κι ένα milko (δηλαδή εξίσου κοντοί) για ευνοήτους λόγους.

Η πίπα όρθια είναι το ακριβώς αντίθετο της αλόγας.

Με την ίδια λογική θα μπορούσε να υπάρχει και η φράση γλύφομούνι όρθιος.

- Πόπο ρε παιδί μου, αυτή η Βαρβάρα είναι τόσο κοντή.
- Πίπα όρθια δηλαδή, αλλά τι μιλάς και εσύ; Ένα μέτρο και ένα μίλκο είσαι!

Βλ. και Π.Τ.Ο., Π.Π.Ο., όρθιο τσιμπούκι, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βορειοελλαδικό σλανγκ.

Γκόμενα με προσόντα (βλ. στίχους Γιάννη Κούτρα: Με ένα κάρο όνειρα και άλλα τόσα φόντα, ποτέ μου δεν απέκτησα γκόμενα με προσόντα - δίσκος Τσικαμπούμ).

Ευάερη, ευήλια, ψηλά πατώματα, γωνιακή, πάρκινγκ, διαμπερής και ιδίως με τεράστιους νομιμοποιημένους ημιυπαιθρίους χώρους γυναίκα-ρα. Τα υπόλοιπα περιττεύουν. Για μια τέτοια γυναίκα, (Χριστίνα Αποστόλου) ο Βέγγος στο «Μην είδατε τον Παναή» είπε το: «Μαρμαροκολώνα μου! Κουρκουμπίνια έφτιαχνε ο μπαμπάς σου;»

Συνώνυμα: μπαμπάτσ(ι)κο, φρεγάτα, φρεγάδα, νταρντάνα, ζουμπουρλό, μπαρμπουνάτο, είναι του ιππικού, αλόγα, φοράδα, ψηλοκάπουλο, ποτέμκιν, κανονιοφόρος, τουμπουκτού, αγροκτήματα αρόζα κτλ.

- Αμάν ! Κοίτα ένα μωρό ρε!
- Πω-πω ρε, τι μπαμπατζάνικο είν' αυτό; Πες μου πώς το λεν τον πατέρα σου που σ' έκανε μωρό μου, να πάω να του φιλήσω το μπούτσο!
- Α' να χαθείς σαχλέ!

Μαρμαροκολώνα μου! Η ατάκα στην αρχή του κλιπ (από poniroskylo, 25/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεκάνη στα μπουρδέλα για το πλύσιμο μετά ή πριν την συνουσία. Αυτός που το διαπράττει είναι ο λεκανατζής, που λέγεται και μπαμιάκιας και πουστράκι λεκανηφόρο. Δηλαδή ο βοηθός της μαντάμας.

Πηγή: Χότζας, η χαρά του κάβουρα.

Ο σεφ λεκανατζής σήμερα προτείνει: μπάμιες με φέτα. Παραδοσιακό φαγητό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified