Selected tags

Further tags

Αλλιώς το λιλί. Το λιλί είναι η ποντιακή λέξη για το τσουτσούνι (από εδώ (παρ)ετυμολογείται και το Λίλιαν, που τελικά έχει παππού από Σαμψούντα και μαμά από Πόλη), και ίσως το χλιχλί να ετυμολογείται από εκεί.

Πάντως, μάλλον το χλιχλί είναι το μικρό, τρυφερό και χαριτωμένο πέος, που είναι αναμενόμενο να έχει ένας λιλίκος, ήτοι ένας πέος για σπίτι ιδίως μετά το σινεμά.

Ημισκούμπρια, «Το Σεξ». Αρχή.

Τοτοτε δε ξέραμε τίποτα
γύγυγυρω γύρω από το sex
Τι ειν αυτό ρωτάγαμε και τίποτα
τρία επί δύο κάνουν εξ
Έτσι κι εγώ ρώτησα μια φίλη μου
πιο μπασμένο και προφίλ και ανφάς
Τι είναι το φιφάκι κοριτάκι μου
τι σημαίνει «κάτσε να τον φάς»
Το φιφάκι το φιφάκι μάνα μου
το λιλάκι που λένε και χλιχλί
Ντουρου ντουρου φακι φακι μάνα μου
δύση και δύση και ανατολή

-Κατάλαβες;
-Κατάλαβα.
-Μωρ τι κατάλαβες;
-Κατάαλαβα

Το πολυπαιγμένο βίντιο (από Dirty Talking, 14/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σεξ, ο πήδουλας, το χυδαίο γαμήσι. Ενίοτε σημαίνει και το ξέσκισμα ή το καρφοκώλιασμα.

Πήγες για μαρκάλεμα, όχι μ'εμένα με άλλονα,
Όσο και αν σε μάλωνα,
Εσύ πήγες με άλλονα.

(από dubbass, 14/07/09)(από dubbass, 15/07/09)

Δες και μαρκαλεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατρύ εστί το άπατο πηγάδι. Συνήθως αναφέρεται και στις δύο οπές χωρίς διακρίσεις. Επίσης μπορεί να υπονοεί συνήθως το γυναικείο όργανο, αλλά μπορεί και να χρησιμοποιηθεί και σαν χαρακτηρισμός κατάστασης όπως πατρύ λοκώ, πατρύ βιεϊρά.

«Χθές, ήμουν με το γυναικάκι και της έσκισα την πατρύ. Μετά πήρα πατρύ λοκώ και στο τέλος πανηγύρισα σαν τον πατρύ Βιεϊρά»

Σημείωση. Ο Βιεϊρά για όσους δεν ξέρουν είναι Γάλλος ποδοσφαιριστής, υπήρξε μεγάλος αμυντικός μέσος ο οποίος μεγαλούργησε τα προηγούμενα χρόνια. Τώρα που εγέρασε κολλάει τα τελευταία του ένσημα πριν την σύνταξη. Το πλήρες όνομά του είναι Patrick Vieira εξού και το λογοπαίγνιο.

Patrice Loko (από poniroskylo, 31/07/09)Patrick Vieira (από poniroskylo, 31/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοδίστρα(ς) λεγόταν ο αμφιβόλου σεξουαλικού προσανατολισμού ναύτης, πολύ παλιά, βλ. έφαγα το καβλί του ναύτη = ταλαιπωρήθηκα, έφαγα ζόρι / πούτσα / γαμήθηκα κτλ.

Παίζει να προέρχεται απο την παναθεματισμένη τη ναυτική στολή, που θέλει σιδέρωμα, πέντε τσακίσεις, μπελαμάνα, κολαρίνα, λιγαδούρα, ίσιωμα το μαύρο μαντήλι, κορδέλλα με φιόγκο στην ασπιρίνη, παντελονόκουμπα που ανοίγουν μπροστά κι έχει δυο ματζαφλάρια στο πλάι, δηλαδή μπορεί και να σου πάρει κανά εικοσάλεπτο να ντυθείς...

Ο Τσιφόρος, αφιερώνει μια σχετική ιστορία «Ο Μοδίστρας» στα «Παραμύθια πίσω απο τα κάγκελα», με ένα ναύτη που αναγκάζεται ένεκα εκδουλεύσεως, να κάνει παραχωρήσεις εσωτερικής καύσεως ... Φαίνεται οτι ενώ το σώμα τραβάει αμφότερα τα φύλα
(βλ. Μοσχολιού «ναύτης βγήκε στη στεριά για περιπολία», «ένα ναυτάκι αγάπησα κι εγώ» κτλ.), εν τούτοις, οι πουρές λούγκρες κάνουνε άγριο κυνηγητό στα ναυτάκια, όπως φαίνεται και απο την εμμονή του μεγάλου Τσαρούχη. Άλλωστε και οι ίδιοι οι ναύτες χαριεντίζονται μεταξύ τους, πετώντας ψευτοαδερφίστικα αστεία και προσφωνήσεις (π.χ. πού' σαι μωρή κυρία; / Μωρή κληρού / Μωρή κοπέλα κτλ). Το' χει η μπελαμάνα φαίνεται ...

Μάλιστα, σώζεται και η εξής αληθινή ιστορία: Κάποιος γνωστός γεροπούστης, εθεάθη Μεγάλη Παρασκευή αλαμπρατσέτα μ' ενα χαρτζηλικωμένο γαργαρότεκνο. Μια πικαρισμένη πουρόλουγκρα που τους εμπάνισε, είπε χαριτολογώντας στη «δικιά της»:

- Μωρή δε ντρέπεσαι; Μεγάλη Βδομάδα ν' αρταίνεσαι;

Η απάντηση ήρθε ατάκα:

- Καλέ δε βλέπεις; Θαλασσινό, νηστίσιμο!

- Ρε παιδιά, εντάξει ο φιόγκος; Μια ώρα τον πατικώνω...
- Φύγε απο 'δώ μωρή μοδίστρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετον εκ του πουρός (=γέρων) + τουρίστας.
Σημαίνει τον τσαχπίνη κι αμοράλ νεαρόν που περιδιαβαίνει τα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι προκειμένου να ψαρέψει γυναίκες προκεχωρημένης ηλικίας (συνήθως αλλοδαπές), στις οποίες στη συνέχεια κάνει τα γούστα, έναντι αντιτίμου όχι απαραιτήτως χρηματικού (π.χ. ένα ακριβό δώρον, μια γνωριμία σε κύκλους εξουσίας κτλ).

Δηλαδή ζιγκόλα του θέρους.

Τα παλιά χρόνια, στου Ζωναρά και στην πλατεία Κολωνακίου, τα κομψότατα ζιγκολάκια κάθονταν και πίνανε μακαρίως τον καφέ τους, έως ότου κάποια μανδάμ σήκωνε όρθιο τον ακριβό αναπτήρα της να στηθεί στο τραπέζι, που σήμαινε: «Ψάχνομαι». Όλο και κάποιος ευγενής νεαρός θ' άναβε το τσιγάρο της βάβως...

(Βλ. σχετικά «Ο ζεστός μήνας Αύγουστος» με το νεαρό Φέρτη, «Ερωτικές ιστορίες» με το ζεν πρεμιέ Κούρκουλο κ.α.).

Σημειωτέον, ο Τζέι-Τζέι Ρουσσώ, ήτανε προστατευόμενος μια μεγαλοκυράς που τονε σπούδαξε γράμματα (και όχι μόνο).

- Είδες τον Μάκη κουρσάρα;
- Ε, καλά! Χρόνια πουρίστας ο Μάκης. Έχει λέει μια θεία στη Ρώμη και πάει κάθε τόσο και της τα μασάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική και οξύμωρη έκφραση που δηλώνει: Σε ακούω/σε παρακολουθώ, αλλά σε γράφω και στα παπάρια μου.

Πιθανώς προέρχεται από τον πανομοιότυπο στίχο του Τζιμάκου στο άσμα «Αλέκα». Ή, από τη γνωστή ρήση του Βολταίρου «διαφωνώ με όσα λες, αλλά θα υπερασπίζομαι και με την ζωή μου ακόμα, το δικαίωμά σου να λες όσα λες», δηλαδή σέβομαι το δικαίωμά σου στο κλανίδι μου.

Να μην συγχέεται με την έκφραση «σε φιλώ στον ώμο και με λές μογγόλο» (βλ. Γιοκαρίνη «κουαρτέτο στο Βόλο»), καθώς και «σου φιλώ την κλάνα που τη λένε Ιωάννα κι έχει το μαλλί αφάνα» κ.α., διότι δηλώνουν ακρόαση του ομιλούντος μεν, άμα τη αποχωρήσει του ακροατού δε, που θυμίζει το αμερικάνικο: Tell your story walking (= μίλα μόνος σου, κανείς δεν ενδιαφέρεται).

- Ρε, τί θα γίνει, μας έχουν πλημμυρίσει οι αλλοδαποί. Πού πάμε ρε; Συρρικνώνεται η Ελληνική Φυλή...
- Λες μαλακίες, το ξέρεις;
- Τί λες ρε, που δεν τολμάμε πια να περπατήσουμε στο δρόμο, στη γειτονιά μας!
- Καλά, σε γαμώ και σε υποστηρίζω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, είναι ο ευρισκόμενος σε ερωτική διάθεση, με απαραίτητη προϋπόθεση την παρουσία στύσης, δηλαδή, την πλήρωση των σηραγγωδών σωμάτων του πέους του με αίμα. Η κατάσταση αυτή μπορεί να προκληθεί από οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα (π.χ. τσόντα στο video ή τηλεφώνημα σε 090), από φαντασιακές ερωτικές παραστάσεις (σκέψου τώρα, να σου γδύνεται λέει η Μόνικα Μπελούτσι!), αλλά και από απλή προστριβή του πέους (ακούσια ή συνηθέστερα… εκούσια).

Μεταφορικά τώρα, καυλωμένος μπορεί να χαρακτηριστεί και ο ευρισκόμενος σε κάθε άλλου είδους ενεργητική διάθεση, σε έντονο όμως βαθμό (καυλωμένος για χορό, για τραγούδι, για ποδόσφαιρο, για τσαμπουκά κ.λπ.). Είναι επίσης εκείνος που επιθυμεί κάτι ΠΟΛΥ και ΑΜΕΣΑ (όπως και ο κυριολεκτικά καυλωμένος επιθυμεί να ΓΑΜΗΣΕΙ και μάλιστα… ΤΩΡΑ).

  1. - Δες μου λες, ρε, ποιο αρχίδι ήπιε τον καφέ μου; Πες μου ρε μαλάκα! Εσύ τον ήπιες ρε παλιοπούστη; Πες μου ρε ξεκωλιάρη μη σ’ αρχίσω στις γρήγορες!
    - Καλά ρε μαλακαντρέα, πως κάνεις έτσι ρε πούστη μου; Καυλωμένος για καυγά ήρθες πάλι;

  2. - Ρε Λευτέρη, το είδες το καινούργιο το ΚΤΜ;
    - Το είδα. Γαμάτο είναι, ε;
    - Είναι και γαμώ. Κάθε βράδυ το βλέπω στον ύπνο μου…
    - Κατάλαβα, είσαι καυλωμένος τώρα να πας να το πάρεις, έ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ ασχημη και δύσοσμη (μασχαλίλα, κακοσμία στόματος) γυναίκα.

Η γυναίκα που με τη συμπεριφορά της ή τη στάση της απωθεί τους άντρες ή λειτουργεί ξενέρωτα κι ανοργασμικά.

Η γυναίκα που δε τηρεί τα στοιχειώδη της θηλυκότητας (τρώει τα νύχια της, αφήνει τριχοφυία στο πρόσωπο κ.α.).

(Πραγματική περίπτωση με μια Αγγλίδα).

- Του τάδε δεν του σηκώθηκε...
- Εεε...βέβαια, αφου η τύπισσα ήταν σπερματοκτόνο. Μόλις τα κατέβασε, βρωμούσε τόσο που το παλικάρι έκανε τον άρρωστο για να ξεφύγει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική έκφρασις, που αποδίδεται συνήθως εις νεάνιδα αρεσκομένην να επισκέπτεται το τσιμπουκιστάν.

Παλιά λέγανε, «της αρέσουνε τα ξινά», Κύριος οίδε διατί...

- Πάμε έξω το βράδι με τη Μαίρη και τις φιλενάδες της; Θα' ναι κι η Σία.
- Ποιά ρε; Αυτή η μπατάλα;
- Φίλος, μην κάνεις τα λάθη! Εδώ μιλάμε για μεγάλη πεοπιπιλόζα! Έχει ρουφήξει χιλιόμετρα τσουτσούνι η τύπισσα! Σου λέω, ο αγωγός Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη δεν είναι τίποτα...
- Βούρ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι καλείται ο πολυχρησιμοποιημένος, καταπονημένος πρωκτικός δακτύλιος, ο οποίος από τις πολλές διαστολές που έχει υποστεί έχει ξεχειλώσει και κατόπιν σουρώσει, δίνοντας την εικόνα του αστεριού που φοράει ο σερίφης (sheriff badge) στα γουέστερν.

(από τα απομνημονεύματα ενός μπουρδελιάρη)
Δεν χρειαζόταν και πολύς κόπος για να πάρεις πρέφα ποιό ήταν το σπεσιαλιτέ της Εμμανουέλας: Με το που έβλεπες το αστέρι του σερίφη, καταλάβαινες. Ωστόσο, δεν πρόλαβα να το τιμήσω, γιατί με πρόλαβε η κατάθεση.

Sheriff badge (από allivegp, 22/07/09)asshole (από allivegp, 22/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published