Selected tags

Further tags

Κλασική ατάκα από την ανεπανάληπτη ταινία Αλοίμονο στους νέους με τον Δ. Χορν που έγινε έκφραση. Χρησιμοποιείται από μεσόκοπους ή ώριμους άνδρες όταν αναφέρονται σε σεξουαλικές περιπτύξεις τους με πιπίνι(α).

Στο καφενείο:
- Ρε Θανάση κοίτα αυτό το μικρό που περνάει. Α ρε και να το 'βαζα κάτω.
- Και τι θα του έκανες ρε μάυρε, αφού δε μπορείς να πάρεις τα πόδια σου.
- Μωρε ας μου καθότανε και χράτσα - χρούτσα θα το κανόνιζα.
- Σιγά ρε μη σπάσεις καμιά μασέλα.

(από dimitriosl, 19/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το έπος «Ομήρου Ιλιάδα», έτσι υπάρχει και το έπος «Ελληνικής τσόντας Γκουσγκουνιάδα». Είναι ένα έπος γραμμένο από τον ανεπανάληπτο Κ. Γκουσγκούνη, (βλ. Γκουσγκούνης/ Γκουζγκούνης), ήρωα των εφηβικών μας χρόνων. Αποτελείται από σκηνές με τις επιλεγμένες ατάκες - διαλόγους του εν λόγω σταρ, γραμμένες από κορυφαίους σεναριογράφους, αφού ως γνωστόν τοις πάσι, οι ταινίες αυτές έπαιρναν άνετα oscar σεναρίου. Απλά δεν προτάθηκαν ποτέ στην εν λόγω Ακαδημία.

Υ.Γ.
Μου τα είχαν στείλει με e-mail και τα ξέθαψα.

ΣΚΗΝΗ 1
Αλλοδαπή προς Γκουσγκούνη: Fuck me!
Γκουσγκούνης: Σκάσε μωρή μη σε γαμήσω!

ΣΚΗΝΗ 2
Γκόμενα: Θα μου φέρεις λίγο νερό;
Γκουσγκούνης: Α φιρί φιρί το πας να σε γαμήσω!

ΣΚΗΝΗ 3
Γκουσγκούνης: Γεια σας κορίτσια, ξένες είσαστε;
Γκόμενες: Όχι καλέ, ντόπιες από τη Μυτιλήνη
Γκουσγκούνης: Α! Δηλαδή λεσβίες!
Γκόμενες: Εεε όχι και λεσβίες!
Γκουσγκούνης: Εε αποδείξτε το τότε!

ΣΚΗΝΗ 4
Γκουσγκούνης: Γυναίκα τι φαϊ έχουμε;
Γκόμενα: Μακαρόνια
Γκουσγκούνης: Τη γάμησες!

ΣΚΗΝΗ 5
Ο Γκουσγκούνης, έπειτα από υπόδειξη του σκηνοθέτη, ότι πριν γαμήσει, πρέπει να πει και δυο λόγια για εισαγωγή, ώστε το έργο να έχει πλοκή. Έρχεται η γκόμενα στο σπίτι:

Γκουσγκούνης: Θες αχλάδι;
Γκόμενα: όχι
Γκουσγκούνης: έεεε τότε δεν μένει τίποτα άλλο παρά να σε γαμήσω!

ΣΚΗΝΗ 6
Είναι ο Γκουσγκούνης σε ένα μπαρ. Η γκόμενα πλένει τα ποτήρια και πίσω της είναι ένα ρολόϊ Τοίχου. Ο Γκοσγκούνης προσπαθεί να δει την ώρα. Κάνει δεξιά, κάνει και η γκόμενα δεξιά, κάνει αριστερά, και η γκόμενα αριστερά. Αυτό γινότανε συνέχεια. Ο Γκουσγκούνης είχε συφιλιαστεί απαίσια, τον βλέπει η γκόμενα και τον ρωτάει:

- Γκόμενα: Γιατί είσαι τσαντισμένος;
- Γκουσγκούνης: Γιατί δεν βλέπω την ώρα να σε γαμήσω!

ΣΚΗΝΗ 7
Βγαίνει ο Γκουσγκούνης από τη θάλασσα με μια γκόμενα. Φοράνε και οι δυο στολή. Όταν η γκόμενα πάει να βγάλει τη μάσκα, τη βλέπει ο μεγάλος και λέει:

- Μη βγάλεις τη μάσκα γιατί θα σου πετάξω τα μάτια έξω!

ΣΚΗΝΗ 8
Ο Γκουσγκούνης έχει ατσαλώσει και λέει στην γκόμενα που την έχει γυρίσει από πίσω:

Βάστα τοίχο, γιατί θα ζμπρώξω γερά!

ΣΚΗΝΗ 9
Ο Γκουσγκούνης, με Γαλλίδα παρτεναίρ σε τσόντα:

Γαλλίδα γκόμενα: aahhh tres joli!
Γκουσγκούνης: Τι ζολή μωρή... ψωλή το λένε!

ΣΚΗΝΗ 10
Ο Γκουζγκούνης, είναι πρώτη μούρη στο πλάνο και φυσικά πηδάει την γκόμενα. Σε μια στιγμή μουρμουρίζει κάπως δυνατά:

- Πω, πω, να είχα μια μπύρα τώρα...

ΣΚΗΝΗ 11
Ο Γκουζγκούνης είναι και πάλι πρώτη μούρη στο πλάνο και η τύπισσα του κάνει τσιμπούκι. Σε μια στιγμή τελειώνει ο Γκουζγκούνης, οπότε η Tσιμπουκίδου γυρνάει και αρχίζει να τα φτύνει. Η ατάκα που ακολουθεί απογειώνει τον αισθησιασμό της, ούτως ή άλλως, ρομαντικής σκηνής:

- Τι φτύνεις μωρή; Κουκούτσια έχουν;

ΣΚΗΝΗ 12
Χαλάνε τα υδραυλικά μιας γκόμενας. Ο Γκουζγκούνης έρχεται ως υδραυλικός στο σπίτι της στρογγυλοκάθεται στο τραπέζι της κουζίνας όπου έχει μια μεγάλη φρουτιέρα με πορτοκάλια. Παίρνει ένα πορτοκάλι στο χέρι του και ρωτάει όλος αβρότητα:

Γκουσγκούνης: Πορτοκάλι θέλεις;
Γκόμενα: Όχι.
Γκουσγκούνης: Να σε γαμήσω θέλεις;
Γκόμενα: Δεν έχω πρόβλημα.

ΣΚΗΝΗ 13
Και πάλι ως υδραυλικός έρχεται στο σπίτι μιας τσαχπίνας. Στρογγυλοκάθεται, ως είθισται, στο τραπέζι της κουζίνας όπου ακολουθεί ο εξής διάλογος:

Γκόμενα: Καφέ θέλεις;
Γκουσγκούνης: Ναι, απαντά ο Μεγάλος.
Γκόμενα: Πως τον πίνεις;
Γκουσγκούνης: Πολλά βαρύ και όχι, με δύο φουσκάλες.
Γκόμενα: Είσαι και μερακλής!
Γκουσγκούνης: Έχεις γαμώ τις κωλάρες, θα σε γαμήσω!

ΣΚΗΝΗ 14
Ο Γκουζγκούνης γυρνάει στο σπίτι κουρασμένος (έφτιαχνε υδραυλικά)! Aφήνει την τσάντα με τα σύνεργα κάτω. Χαιρετάει βαριεστημένα την γυναίκα του και την ρωτάει:

Γκουσγκούνης: Τι φαΐ έχει;
Γκόμενα: Δεν έκανα φαΐ, απαντά εκείνη απολογητικά.
Γκουσγκούνης: Τι; Δεν έκανες φαΐ; Θα σε γαμήσω!

ΣΚΗΝΗ 15
Ο Γκουζγκούνης παίζει τον ρόλο του πατέρα! Έρχεται η κόρη του στο σπίτι με μια καινούργια φίλη της. Κάθονται στον καναπέ. Έρχεται και ο Αρχηγός στο σαλόνι και τις βλέπει. Κάθεται και αυτός, χωρίς να πει τίποτα, κοντά τους. Περνάει ένα λεπτό απόλυτης ησυχίας (δεν έχουν ανταλλάξει κουβέντα μέχρι τότε). Ξαφνικά, ο Μεγάλος, γυρνάει προς την φίλη της κόρης του και την ρωτάει:

Γκουσγκούνης: Τον παίρνεις απ'τον κώλο;
Κόρη: Μπαμπά τι είναι αυτά που λες;
Γκουσγκούνης: Προσπαθώ να σπάσω τον πάγο!

ΣΚΗΝΗ 16
Ο Γκουζγκούνης παίζει τον ρόλο του πιτσαρά!

Γκουσγκούνης: Έφερα τις πίτσες.
Γκόμενες: Μα δε παραγγείλαμε πίτσες.
Γκουσγκούνης: Παραγγείλατε, δε παραγγείλατε, εγώ θα σας γαμήσω!

ΣΚΗΝΗ 17
Είναι στην παραλία δύο γκόμενες, ολομόναχες. Σε κάποια φάση εμφανίζεται από το πουθενά ο Γκουσγκούνης να κόβει βόλτες εκεί κοντά. Σε κάποια φάση ρωτάει τις γκόμενες:

Γκουσγκούνης: Τι κάνετε κορίτσια εδώ;
Γκόμενες: Περιμένουμε να έρθει κάποιος να μας γαμήσει.
Γκουσγκούνης: Α! Ευτυχώς που πέρναγα!

ΚΑΙ Η ΦΟΒΕΡΗ ΑΤΑΚΑ
Τώρα πού'ρθαμε στη βίλα, έλα κάνε μου πιπίλα!

(από allivegp, 05/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδική κατηγορία γκόμενας (συνήθως νεαρής ηλικίας) η οποία δεν χορταίνει τον πούτσο, κατά κύριο λόγο τρέφεται και αναπτύσσεται με αυτόν...

- Πω! ρε φίλε, με τάραξε η πεονύμφη, με άφησε μισό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά την λαϊκή παροιμία: «Με στραβό αν κοιμηθείς, το πρωί θα αλληθωρίσεις».

Ο όρος έχει δύο σημασίες, ανάλογα με το εάν αναφέρεται σε άνδρες (κλειτοριδομούρης), ή γυναίκες (κλειτοριδομούρα). Χρησιμοποιείται και ως κλειτοριδόφατσα αλλά σπανιότερα.

Ορισμοί:

  1. Ανήρ: Κλειτοριδομούρης είναι ο ανήρ ο οποίος επιδίδεται συχνά - πυκνά εις το ευγενές άθλημα της αιδοιολειχίας (βλ. γλειφομούνι). Λόγω παρατεταμένης και συνεχούς επαφής του προσώπου του με την κλειτορίδα, ο εκφέρων τον χαρακτηρισμό, υπονοεί ότι τείνει η πρόσοψις του να ομοιάσει με το εν λόγω όργανον.

  2. Γυνή: Χαρακτηρίζει την τριβάδα. Κλειτοριδομούρα είναι η γυνή η οποία τυγχάνει ομοφυλόφιλη και ως εκ τούτου έρχεται συχνά εις επαφήν με την κλειτορίδα της συντρόφου της.

  1. - Και δε μου λες ρε Βαγγέλη, αφού δε σου τον παίρνει στο στόμα η Σούλα εσύ συνεχίζεις τα γλειφομούνια; - Ναι ρε, αφού τη βρίσκει το μωράκι.
    - Άντε ρε κλειτοριδομούρη. Πες καλύτερα ότι τη βρίσκεις εσύ.

  2. - Ωραίο παιδί Μάκη. Πάω να την πιάσω στο μπλα μπλα.
    - Κάτσε κάτω ρε. Κλειτοριδομούρα είναι. Την έχω δει με τη δικιά της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός: (από εδώ)

Μάκτρο, το:

  1. (λόγ.) καθετί, ιδίως κομμάτι από ύφασμα, που το χρησιμοποιούν για να καθαρίζουν κτ.
  2. (στρατ.) ξύλινο κοντάρι στο οποίο προσαρμόζεται κυλινδρική ψήκτρα με την οποία καθαρίζεται ή λιπαίνεται το κοίλο του σωλήνα των πυροβόλων.

Όποιος έχει υπηρετήσει στα τεθωρακισμένα (όπως ο γράφων), ή στο πυροβολικό, σίγουρα το ξέρει.

Παραφράζοντας την κυριολεκτικήν έννοιαν της λέξεως και αξιοποιώντας τον όποιον συνειρμόν προκαλεί η είσοδος μιας ράβδου μήκους 3 μέτρων (μάκτρον) εις την οπήν πυροβόλων όπλων των τεθωρακισμένων οχημάτων και η παλινδρόμησις της ράβδου ταύτης με σκοπό την λίπανσην του εν λόγω πυροβόλου, αι οπλίται χρησιμοποιούν τη λέξιν εις την φράσιν «θα σε περάσω μάκτρο», υπονοώντας την γενετήσιαν πράξιν. Επιπροσθέτως, και λόγω του ότι όλοι απολύονται (κάποια στιγμή) εκ του στρατεύματος, η χρήσις της φράσεως ως άνωθεν έχει επεκταθεί και εκτός των τειχών των στρατοπέδων.

  1. Στο στρατό:
    - Ρε μαλάκα θαλαμοφύλακα! Πες στο ποντίκι δίπλα σου να σταματήσει να ροχαλίζει γιατί θα το περάσω μάκτρο νυχτιάτικα.

  2. Στη δουλειά:
    - Αν πάρει χαμπάρι ο διευθυντής τι μαλακία έκανες, θα σε περάσει μάκτρο.

(από dimitriosl, 23/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ένα κομμάτι σχοινί (λεπτό περίπου 6 mm διαμέτρου) που από την μια μεριά έχει μια λούπα και από το άλλο το τραβάς αφού πρώτα έχεις βάλει στην λούπα ένα μικρο πανάκι και το έχεις τοποθετήσει μέσα στην κάννη ενός πυροβόλου όπλου.

Τραβώντας το μέσα από την κάννη την καθαρίζεις. Όσοι πήγαν στον στρατό να υπηρετήσουν την μαμά Ελλάδα το γνωρίζουν καλά. Έχει περάσει στην slang σαν προσβλητική ενέργεια προκειμένου να τόνε χώσει κάποιος στον βρωμόκολο κάποιου η κάποιας.

Σημειωτέον, είναι τέχνη να ξέρεις να χρησιμοποιείς την κωλοτρυπίδα σου για αιδοίον κατά μαρτυρία γνωστού μου κίναιδου - όχι τίποτε άλλο αλλά να προλάβω κάνα Βράστα να μου τη λέει («αυτοαναφορικό, ε;»).

Γιασά ρε Μήτσε με τα μάκτρο σου!!

Συζήτηση κολομπαράδων:
Ρε τόνε γαμάς αυτόνε τον πούστη;; — Όπα ρε μαλάκα, τι είναι ρε η πούτσα μου, σχοινοκαθαριστήρας;

Ο Σάκης παραθερίζει στις Κάννες. (από Vrastaman, 23/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ μπουχέσας.

Είσαι σαν κουραδομηχανή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίζω σόλο, παίζω μόνος, φαντασιώνομαι, αυνανίζομαι, τραβάω μαλακία.

Όχι μόνο για τον αντρικό, αλλά και για τον γυναικείο πληθυσμό!

Απαραίτητα σύνεργα: ένα χέρι (ενίοτε βοηθείας) και καλπάζουσα φαντασία. Για τις γυναίκες διάφορα εξαρτήματα, αλλά και καθημερινά αντικείμενα οικιακής χρήσης, όπως κουτάλες κλπ!

- Άσε έχω 3 μήνες χωρίς γκόμενα και έχω ξεσκιστεί στο σολάρισμα!!!!!!!

Solaris. Because? (από Vrastaman, 24/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος ο οποίος έρχεται σε σεξουαλική επαφή με γυναίκα με πολλές αρρώστιες, και κολλάει τις αρρώστιες σαν παράσημα.

- Καλό γκομενάκι, λες να κάνω κάτι ;
- Ναι, ναι, πάνε μαζί της να γίνεις στρατάρχης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός του ότι το χωνί είναι κωνικό σκεύος / εξάρτημα μέσω του οποίου γίνεται έκχυση υγρών εντός δοχείων, υπάρχουν και εξής άλλοι ορισμοί:

  1. Χωνί ονομάζεται η γκόμενα η οποία τα παίρνει όλα και όλους δίχως ενδοιασμούς και αναστολές (συνώνυμο / συναφές: χοάνη).

  2. Χωνί ή χώνος χαρακτηρίζεται ο πούστης που παίρνει ό,τι του κάτσει.

  3. Χωνί χαρακτηρίζεται απαξιωτικά το απύθμενου βάθους ή και εύρους αιδοίο (συνώνυμο / συναφές : άπατα).

  4. Εάν δεν χαρακτηρίζεται ως χωνί ολόκληρη η ομάδα, τότε χαρακτηρίζονται συνήθως τερματοφύλακες ή αμυντικοί των οποίων η απόδοση δεν είναι η επιθυμητή, ή σε μεμονωμένες φάσεις με αντίπαλο παίκτη γίνονται ρόμπα.

  5. Χωνί χαρακτηρίζεται κάποιος λόγω επανειλημμένων αποτυχιών σε κάποια δραστηριότητα, είτε αυτή είναι αθλητική, επαγγελματική, ή σπανίως κοινωνική. Επίσης χωνί χαρακτηρίζεται όποιος όταν βγαίνει για ποτό, γίνεται κωλοτρυπίδι.

  1. - Ρε συ εχθές πήδηξα τη Λουίζα.
    - Κι εσύ τη Λουίζα; Όλη η σχολή έχει πάει με το χωνί.

  2. - Λες να τον παίρνει ο Βασίλειος;
    - Καλά είσαι σοβαρός; Ο μεγαλύτερος χώνος στην Ευρώπη είναι ρε.

  3. - Καλά ρε, μπουκάλι σαμπάνιας έχωσε το ξέκωλο;
    - Γιατί, έχει κανένα πρόβλημα με τέτοιο χωνί η κοπέλα;.

  4. α. Ξυπνήστε ρε μαλάκες. Παίξτε λίγο άμυνα !!! Χωνιά μας κάνανε.

β. Ρε χωνί, πώς τα τρως έτσι; Πουτάνα σε κάνανε.

γ. Τι τάβλι να παίξω μαζί σου ρε χωνί; 3 Χρόνια έχεις να με κερδίσεις.

δ. Πώς τα κατεβάζεις έτσι τα σφηνάκια ρε χωνί; Χαλάρωσε.

(από dimitriosl, 24/03/10)Νικήτας Χωνιάτης (από Khan, 25/03/10)The name is Χουνί. Ανάλια Χουνί. Και είναι η πρώην του Σλάβοι Ζίζεκ. (από Khan, 20/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified