Ο αρχηγός των ψωλών! Τέλος.
- Έρχεται ο Σωτήρης.
- Πού το κατάλαβες.
- Έφτασε πρώτα η ψωλή του και μετά αυτός. Είναι απλά... ψωλαρχηγός!
Ο αρχηγός των ψωλών! Τέλος.
- Έρχεται ο Σωτήρης.
- Πού το κατάλαβες.
- Έφτασε πρώτα η ψωλή του και μετά αυτός. Είναι απλά... ψωλαρχηγός!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ιδιωματισμός των Ιονίων Νήσων.
Το χτένι. Οστρακοειδές εδώδιμο με χαρακτηριστικά μεγάλα όστρακα που σερβίρεται ζωντανό με λίγο στυμμένο λεμόνι.
Μεταφορικά, για τη γυναίκα που παρουσιάζει τόσο έντονη σεξουαλική επιθυμία που τα χείλη του αιδοίου της πάλλονται σαν τα όστρακα της καποσάντας.
.
Got a better definition? Add it!
Λευκαδίτικη παροιμία για την έξαρση της σεξουαλικής διάθεσης την άνοιξη. Περισσότερο από όλα, η παροιμία περιγράφει το αίσθημα πλημμύρας που αισθάνονται πολλά αρσενικά στη θέα των ολάνθιστων κορασίδων που φορούν τ' ανοιξιάτικά τους κάτω απ' τον λαμπρό και ζεστό ήλιο, μετά από μήνες κρύου, μουντάδας και χειμωνιάτικου ντυσίματος.
- Τι γίνεται ρε φίλε πάλι φέτος;
- Τι ρε;
- Πήγα για καφεδάκι πλατεία και γινότανε του μουνιού το πανηγύρι. Πρέπει να πήγε εκδρομή το Λύκειο και ήταν ίσα με 100 γκομενάκια με τα σορτσάκια και τα κοντά τους τα μπλουζάκια. Πνίγηκα από φρέσκια σάρκα σου λέω.
- Χαχα, τον Απρίλη και το Μάη το μουνί φαρομανάει.
Got a better definition? Add it!
Η σύφιλη στα καλιαρντά, εκ των έλκος και Αφροδίτη, όπως στα αφροδίσια νοσήματα.
Που είχαν βαρεθεί να τη βλέπουν στου Συγγρού με την ελκοαφρόδω της να έχει φτάσει ως τα μπούνια. (Αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά μπορεί να σημάνει και την πεολειχία, την πίπα ντε, εκ του μπομπόνα = καραμέλα, γλειφιτζούρι < γαλλικό bonbon.
Got a better definition? Add it!
Ο όρος παρομοιάζει τον τρόπο μετακίνησης των καγκουρώ (με συνεχή πηδήματα) με τον τρόπο δράσης μιας γκόμενας. Ειδικότερα η ερμηνεία της έκφρασης είναι πολλαπλή και εδώ παρουσιάζονται οι τρεις πιο γνωστές:
1ον
Η γκόμενα παρουσιάζει μια παθολογική κατάσταση κατά την οποία αρνείται κατηγορηματικά να περπατήσει ή να τρέξει και προτιμά να χοροπηδά από τον ένα προορισμό στον άλλο.
2ον Η γκόμενα έχει το χαρακτηριστικό, κατά την διάρκεια του σεξ να θέλει να βρίσκεται συνεχώς από πάνω και επιπλέον δεν σταματά να χοροπηδά πάνω στο πέος του αρσενικού ωσάν καγκουρώ.
3ον Είναι η γκόμενα που έχει την τάση να πηδιέται με όποιον και όσους βρει, καθώς απολαμβάνει την πράξη αυτή καθαυτή όσο και τα καγκουρώ. Με την ερμηνεία αυτή η λέξη βρίσκεται συνώνυμη των πεογλείφτρα, χυσαποθήκη, πουτσορουφήχτρα και άλλων γλαφυρών εκφράσεων.
1
-Είδα μια γκόμενα σήμερα που δεν σταματούσε να πηδάει από το ένα σημείο στο άλλο.
-Πρέπει να ήταν καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι.
2
-Έχω βρει ένα καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι και ο πούτσος μου έχει γίνει μωβ.
-Δεν φτάνει που γαμάς, παραπονιέσαι κιόλας, κλαψομούνη.
3
-Καλά, η Μαρία κάνει το καλύτερο σεξ.
-Ισχύει.
-Πού το ξέρεις εσύ μωρή μουχρίτσα;
-Όλοι το ξέρουν, αφού είναι καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι
(ακολουθούν οι γνωστές κλωτσοπατινάδες που συνεπάγονται τέτοιες προσβολές στην κοπέλα κάποιου).
Got a better definition? Add it!
Η πρωκτική τάπα, ή αλλιώς πρωκτική σφήνα, είναι σεξουαλικό παιχνίδι που εισάγεται στον πρωκτό και μένει «σφηνωμένο» εκεί.
Από το αγγλικό anal plug ή αλλιώς butt plug.
Βλ. και πρωκτοτάπα.
Της έβαλα μια τάπα στον κώλο και της είπα να ντυθεί. Έπρεπε να βγει να πάρει γλυκά χωρίς σουτιέν και κιλότα μόνο με το κοντό φουστανάκι της. Όσο θα έλειπε θα της ετοίμαζα την επόμενη τιμωρία.
2.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση-καμουφλάζ για τους γκέι!
- Δηλαδή το γυαλιζεις το δοξάρι...
- Παρακαλώ ;
- Ο ήλιος καίει για μας τους γκέι...
Βλ. και την τρίζει την όπισθεν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αφιερωμένο στις ανάφτρες... Δεν αναφερόμαστε στο υπερβολικό κούνημα-καβοντόρο... Αλλά το απλό, ελκυστικό κούνημα.
Τι παιδί είσαι συ παιδί μου! Ταπ τουπ ταπ. Την τρίζει την όπισθεν!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ώριμος ηλικιακά ομοφυλόφιλος ή αμφιφυλόφιλος άντρας που συνάπτει σεξουαλικές σχέσεις με νεαρότερους άντρες. Συνήθως έχει μια κάποια οικονομική άνεση. Οι σχέσεις του με τους συντρόφους του, τόσο οι εφήμερες όσο και οι διαρκείς, έχουν χαρακτηριστικά συναισθηματικής «κυριαρχίας» επί του νεαρού και «καθοδήγησής» του, αλλά και οικονομικής ή άλλης στήριξής του, με τον «μπαμπά» να λειτουργεί ως η ώριμη «πατρική» φιγούρα του «γιου».
Λέγεται και «πατέρας», πιο σεβαστικά. :-P
Μάλλον απευθείας μετάφραση του αγγλοαμερικανικού όρου «daddy». Η αίσθηση αιμομιξίας, αν και πιθανώς υπάρχει (νομίζω), δεν είναι το κυρίαρχο στοιχείο αυτής. Πρβλ. και μανούλα, μανούλι, μιλφ και, ίσως, τεκνό.
Από το διαδίκτυο:
ii) Psaxno patera na goustari fasi dad son kai ektos krebatiou. Na m feretai san pateras m. Me kaylwnei apisteyta
Got a better definition? Add it!