Selected tags

Further tags

Πρόκειται για την απόλυτη ονείρωξη κάθε πιτσιρικά μιλφιάδη: το τουμπανιζέ αιλουροειδές μιλφίδιο που μπεμπεκίζει λολιτοπρεπώς προκειμένου να αιχμαλωτίσει και να κατασπαράξει τα τρυφερά του θηράματα.

Σε αντίθεση με την κοινή μιλφάρα που θέλεις να γαμήσεις, η κουγκαρομπεμπέκα είναι ένα υψηλών οκτανίωνε πουροπίπινο, μια οδοντοφόρος τεκνατζού γεροντομπεμπέκα που θέλει να ξεσκίσει εσένα. Αρκεί να έχεις ακόμα καβλόσπυρα.

Λεξιπλασία τον Khan, βλ. σχόλια στο λήμμαν κούγκαρ.

1.
- Βλ. και την πορτ-μαντό λέξη κουγκαρήν (cougareen), υβριδικό αιλουροειδές εκ των cougar και teen, ήτοι η κουγκαρομπεμπέκα, που, ενώ βασικά είναι κούγκαρ, μπεμπεδίζει, συμπεριφέρεται σαν λολίτα, κάνει εφηβικά νάζια κ.ο.κ.

2.
- (η κουγκαρομπεμπέκα) Φαινομενικά συνδυάζει τις δύο αμοιβαία αποκλειόμενες γυναοκείες ιδιότητες που οδηγούν την ανδρική λίμπιντο, την αθωότητα και την εμπειρία. Βλ. και κουγκαρομπεμπέκα.

Κουγκαρομπεμπέκα εν δράσει με μιλφιάδη. (από Khan, 07/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι Αμερικάνα τραγουδίστρια μουσικής κάντρι. Στα ελληνικά όμως το λέμε για γυναίκα παρτόλα από το «πάρτον» κι επειδή μοιάζει με όνομα πορνοστάρ.

-Θα του είναι πιστή η Μαρία;
-Τι πιστή; Η γυναίκα είναι ντόλι πάρτον! Δεν θα μπορεί να περάσει πόρτα από τα κέρατα.

(από Khan, 07/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για μεγάλο καβλιάρη που τον ακουμπάει όπου βρει όταν του δοθεί η ευκαιρία.

- Ρε Μήτσο,τι τρέχει με τον Γιώργο; Την περασμένη βδομάδα τον είδα να σαλιαρίζει
με ένα μελαχρινό θεόμουνο, και χθες τον πέτυχα τυχαία σ΄ένα μπαρ με μια
κακάσχημη. Πάει καλά;
- Ο Γιώργος, Νίκο παιδί μου,δεν είναι σαν και εμάς. Γαμεί ό,τι κινείται

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο τύπος που πηδάει σούπερ γκόμενες.

  2. Γαμώ υπέροχα.

  1. Είδες ο Γιαννάκης τι θεογκομενάρα έριξε πάλι. Είναι σουπεργαμάω ο τύπος.

  2. Την σουπεργάμησες πάλι την Ελενίτσα χθες βράδυ. Σας άκουσε όλη η πολυκατοικία.

(από Khan, 30/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή πράξη της πεολειχίας με εξτραδάκι την χρήση μαντιλιού να αγκαλιάζει και να τρίβει με περιοδικές κινήσεις τη βάση του πέους. Καλύτερα αποτελέσματα επιτυγχάνονται με τη χρήση μαντιλιού Hermes η έστω Luis vuiton...

Και την είπα τη Τζένη, μαντιλόπιπα μόνο με μεταξένιο μαντίλι. Μου 'κάνε εγκαύματα στον πούτσο με το πλαστικό Hermes που πήρε απ´ το πανηγύρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σκέφτεται περισσότερο με το γεννητικό του όργανο παρά με το κεφάλι του. Γενικότερα όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον ανόητο που κάνει συνέχεια γκάφες η που έχει χαμηλή νοημοσύνη.

Χρησιμοποιείται και ειρωνικά για όσους αυνανίζονται συχνά (για αυτούς που ασχολούνται υπερβολικά με το πετσάκι του πέους τους)

Ρε πετσάκιας είσαι, όλη μέρα πορνοταινίες στο διαδίκτυο κάθεσαι και βλέπεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά μουσικής προέλευσης για να δηλώσει μεταφορικά τον άντρα που έχει μεγάλη έκταση όχι στη φωνή αλλά στο μουνί, ήτοι κυνηγάει με επιτυχία και τις χαμηλές ηλικίες (πιπίνια, λολίτες, καυλάκια), αλλά και τις υψηλές (μιλφάρες, μιλφομάνες ή και τζιλφάκια αν είναι κοντρατενόρος). Πρόκειται για έναν άντρα τ. γαμεί ό,τι κινείται: και μανιώδης πιπινοκυνηγός λολιτοφάγος με τις μικρές, και μερακλής στρατηγός Μιλφιάδης με τις μεγάλες. Συχνά, φευ, καταλήγει ως πεθεραστής, δηλαδής κυνηγά barely legal νυμφίδιο με κίνδυνο να κατηγορηθεί ως παιδεραστής, πλην όχι για αυτήν, αλλά για τη φουκαριάρα τη μάνα της, κινούμενος από την ελπήδα της πεθεραστίας.

- Μπέντζαμιν Μπάτον ο Κώστας. Παλιά του άρεσαν οι ώριμες και γοητευτικές αντάρες. Όσο μεγαλώνει, όμως, πάει όλο και πιο χαμηλά στις προτιμήσεις του.
- Δεν αφήνει, όμως, και τις αντάρες.
- Ναι την έχει δει τενορομπάσος κιέτσ'.
- Αφού μπορεί.

Got a better definition? Add it!

Published

Στα νοσοκομεία η απλή αδερφή (νοσοκόμα) λογοδοτεί και υπάγεται στην δικαιοδοσία της προϊσταμένης ορόφου, της αρχι-νοσοκόμας που είναι υπέυθυνη για την ομαλή νοσηλεία των ασθενών ενός ορόφου ή τομέα του νοσοκομείου.

Κατ'αντιστοιχία λοιπόν, η απλή αδερφή δεν φτουράει μια μπροστά στην προϊσταμένη ορόφου. Μιλάμε για την αρχιαδερφάρα, τελειωμένη, κραγμένη, gay over, ξεφωνημένη, τρίπουστα, αδελφή του ελέους, καταπιόλα, τελειωμένη μέχρι το στρίφωμα.

Οι απλές αδερφές απλά κάνουν στην μπάντα και παίρνουν μαθήματα όταν η προϊσταμένη ορόφου επιτελεί έργο. Εντός και εκτός νοσοκομείων.

Συναντάται και ως σκέτο προϊσταμένη.

  1. (ενδονοσοκομειακή χρήση) Από το δωμάτιο σας μπορείτε να επικοινωνείτε με την Προισταμένη του Ορόφου πατώντας το κόκκινο κουμπί της τηλεφωνικής συσκευής του δωματίου σας. εδώ.

2.i (εξωνοσοκομειακή χρήση) -Ααααπ δε τα σηκώνει αυτά ο Ψινάκης. Άκου πρωτοπαλίκαρο!
-Ε μα ναι! Από προισταμένη ορόφου να καταλήξει πρωτοπαλίκαρο;;; Ε όχι! Έχει και ένα επίπεδο! εκεί

2.ii (εξωνοσοκομειακή χρήση) αλεξανδρος (πουσταρα, κραγμενη, αγριοπουστα, αδερφαρα, προισταμενη οροφου, τρελη, που να του αρεσουν τα ντραγκ σοου και να βαφει τα νυχια. παραπέρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηθενιά που επικαλείται το μέλος μιας παρέας που έχει ξεπεράσει κάθε όριο ευπρέπειας/σεβασμού και έχει βουτήξει για τα καλά στο τέλμα της χυδαιότητας στην επικοινωνία των μελών της, πλην όμως προσποιείται πως κάπου τραβάει μια γραμμή.

Συνήθως δεν λέγεται κυριολεκτικά, αλλά ειρωνικά σε κάθε ευκαιρία.

–Τι θα φας σήμερα;
–Μου έστειλε ένα γιουβετσάκι η μάνα μου—
–Όχι μάνες.

–Ναι, ρε φτωχόπουστα, κάτσε άνεργος να περιμένεις το μάννα εξ ουρανού—
–Όχι μάνες.

–Πήγα να ανοίξω τον υπολογιστή και είδα πως μου κάηκε η μητρική, γαμώ τον Χ—
–Όχι μάνες.

Δες και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφορά σε άτομο που (δέχεται να) κάνει πρωκτικό σεξ.

- Η Μαρία τραγουδάει Πάριο.
- Άντε ρε δεν της το 'χα.

Διαδόθηκε πολύ ύστερα από αυτό το σχόλιο του Θανάση Χειμωνά στο Φέισμπουκ. (από Khan, 26/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified