Selected tags

Further tags

Στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων, είναι συνθηματικό με σλανγκική αποκοπή (που λέω κι εγώ) για το ακάποτο, το σεξ χωρίς προφυλακτικό. Ακά βασικά είναι το ακάποτο στοματικό σεξ που είναι και το συνηθέστερο, οι μερακλήδες που προχωρούν σε περαιτέρω σεξ χωρίς προφυλάξεις επιζητώντας τη δόξα ή την ανέλιξη στη στρατιωτική ιεραρχία συνήθως το διευκρινίζουν, λ.χ. "ακά γαμήσι" κ.ο.κ.

Την ρώτησα αν ισχύει το ακά στοματικό/τελειωτικό.....απάντησε ναι και ξεκινήσαμε... Άρχισε να μου γλύφει το στήθος και έπαιζε με την πούτσα μου, που έγινε "κάγκελο".... Σηκώθηκα όρθιος και άρχισε να μου παίρνει ακά πίπα.. (Από μπουρδελοσάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρώνοντας τους άλλους ορισμούς, και ιδίως τη στρατοσλάνγκ για τη στάση προσοχής, να πούμε ότι σημαίνει γενικότερα τη στάση ή ποιότητα της ακαμψίας και σκληρότητας, όπως άλλωστε και στο μένω κάγκελο και το καγκελώνω.

Σοκ στα Τρίκαλα: Νοσηλεύτρια κοίταξε από το παράθυρο και έμεινε κάγκελο. (Εδώ).

Και ειδικά στη σεξοσλάνγκ, σημαίνει την έγκαυλο πούτσα που έχει καταστεί σκληρή και άκαμπτη λόγω υπερμέτρου καύλας, τη λεγόμενη πούτσα- κάγκελο.

α. Το πρωί της Πέμπτης ξύπνησα όλο κέφι και με μια πούτσα κάγκελο μόλις άνοιξα τα μάτια μου το χέρι μου πήγε ασυναίσθητα στο καυλί μου που ήταν σκληρό σαν πέτρα. (Από το flock.gr).

β. Ο πούτσος μου κάγκελο πέτρα από τη καύλα μόνο που σκεπτόμουν ότι δίπλα μου ήταν γυμνός ένας όμορφος 45αρης. (Από το sepidao.net)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων, σημαίνει το σεξ χωρίς προφυλάξεις, το ακάποτο άκα ακά (ινσέψιο βτς), όπου ο κομάντο ρισκάρει να λάβει παράσημα ανερχόμενος τη στρατιωτική ιεραρχία. Κυρίως το στοματικό σεξ, και δευτερευόντως τις άλλες μορφές σεξ. Ρομαντικό (σύμφωνα με το "Λεξικό Μπουρδελικής" γνωστού μπουρδελοσάιτ) είναι επίσης το μπουρδέλο όπου μπορεί να προσφερθεί αυτή η "υπηρεσία", ρομαντική η εν λόγω εκδιδόμενη και ρομαντικός ο μερακλής που το ζητεί.

Εικάζω ότι προκύπτει από το γεγονός ότι οι ρομαντικοί επιζητούσαν μια άμεση σχέση με τη φύση χωρίς τη μεσολάβηση της τεχνολογίας που τους προκαλούσε δυσφορία. Κατά συνέπεια, ρομαντικό είναι το να επιμένεις στο σεχ χωρίς τη μεσολάβηση του τεχνολογικού πλαστικού και να θεωρείς ότι μόνο έτσι καταλαβαίνεις καύλα, ενώ αλλιώς, αν δεν υπάρχει η άμεση φυσική επαφή,χάνεται η μαγεία. Και μάλιστα ως άλλος ρομαντικός ήρωας (ο κώλος μου) να αναλαμβάνεις τη θνητότητά σου και όλα τα ενδεχόμενα τραγικά συνεπακόλουθα της απόφασης για εσένα και την/ον εκδιδόμενη/ο.

  1. Όλοι εσείς οι μαλάκες που θέλετε ντε και καλά ρομαντικό θα μας κάνετε να σουμουνιαστούμε κι εμείς με τις μαλακίες σας.
  2. Ωραία τάνα βρήκες να αρχίσεις τα γλωσσόφιλα αυτή που κάνει και ρομαντικό τσιμπούκι με όλο τον κόσμο.

Επιστροφή στη φύση λέμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή/ός που είναι μανούλα στα τσιμπούκια, στο στοματικό σεξ. Φανταζόμαστε ενδεχομένως μια περιποιητική μιλφομάνα σε ρόλο ψωλοβυζάχτρας. Κάποια κλικ πιο μεταφορικά, αυτός που γίνεται πουτανάκι κάποιου, που είναι γλειφτρόνι, εθελόδουλος, που ανελίσσεται επαγγελματικώς παίρνοντας πίπες σύμφωνα με τους επικριτές του. Και γενικότερα, αποτελεί βρισιά για κάποιον/αν που κατά τη γνώμη του χρησιμοποιούντος τη βρισιά δεν θα έπρεπε καθόλου να μιλάει αλλά να ασχολείται με τη ρόκα/ πίπα του.

  1. Αυτή η τσόντα που ανοιγει το στομα της σαν τσιμπουκομανα πια είναι ???? Σιγουρα συνδικαλιστρια , εργαζομενη σε δεκο , δημοσα υπηρεσια. (Από τον Στόκο).

  2. -το επικοινωνιακο γκομενακι του μΠΑτΣΟΚ. ψηφισε και το μεσοπροθεσμο η ξανθια μπάρμπι. ελεος -ΜΗ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΕΙΤΕ ΡΕ ΠΑΙΔΙΑ. ΜΕΓΑΛΗ ΤΣΙΜΠΟΥΚΟΜΑΝΑ Η ''ΚΥΡΙΑ'' ! (Εδώ).

  3. τρελη τσιμπουκομανα ο γαύρος εδω και χρονια. (Από το youtube)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυκλικός συλλογισμός τύπου "φαύλος κύκλος" πολύ κοντινός ηχητικά και ορθογραφικά, που χρησιμοποιείται με λογοπαιγνιώδη διάθεση για να εκφράσει "καυλικά" αδιέξοδα.

εδώ. "Τα ευρωπέη καλομαθανε στον κωλο μας, και ο κωλος μας στα ευρωπεη. Καύλος Κύκλος."

εδώ. "κανεις σεξ. Λες φτανει δεν μπορω και δευτερο γυρο. Μετα απο 10 λεπτα ξανακανεις και παλι τα ιδια. Ο γνωστος καυλος κυκλος"

εδώ. "πρωι εχουμε καυλες μεσημερι εχουμε καυλες βραδυ εχουμε καυλες και ξανα απο την αρχη....καυλος κυκλος..."

"Το σεξ ανεβάζει τη τεστοστερόνη, η οποία αυξάνει την επιθυμία για σεξ, το οποίο ανεβάζει τη τεστοστερόνη, ο λεγόμενος καυλος κύκλος."

εδώ. "Πατατάκια-σοκολάτα. Καυλος κύκλος."

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο (καθ' έξιν) συνδαιτυμών ομαδικών ερωτικών συνευρέσεων.

Πραγματικό περιστατικό κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας.
Η Ρ. (πολιτική υπάλληλος της στρατιωτικής υπηρεσίας) απευθύνεται στο Ν. (επίσης πολιτικό υπάλληλο, γνωστό για τις ακροδεξιές του απόψεις, με σκοπό να τον πειράξει):
- Δε μου λες Ν., είσαι και συ παρτιζάνος;
- Όχι, εγώ είμαι παρτουζάνος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκίμως αφορά στην παρασκευή λαδιού από τις ελιές, στο λιοτρίβι. Αποτελεί όμως και ελαφρό σλανγιωτατισμό στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων, για να δηλώσει το μασατζίδικο, όπου προσφέρεται μασάζ με ειδικά έλαια από τις λαδοκόρες, και εν συνεχεία λειτουργεί και ως ελαιοκωλοτριβείο, όπου προσφέρονται διάφορες σεξουαλικές "υπηρεσίες". Συνώνυμα: λαδάδικο, λαδομάγαζο.

1.Δευτερη επισκεψη μεσα σ ενα μηνα στο ελαιοτριβειο κ ο λογος ηταν οτι ειχα μπανισει μια θεια γυρω στα 50 η οποια απο φατσα δεν ελεγε τιποτα αλλα ηθελα σαν τρελος να αμησω μια granny!

2.Είχα πάρα πολύ καιρό να έρθω σε αυτό το ελαιοτριβείο. Αρχικά κάθισα στο γραφείο της Καίτης να τα πούμε λίγο και στην συνέχεια με συνόδευσε στο δωμάτιο ώστε να έρθουν οι κοπέλες να τις δω.

3.Εις το ευαγές αυτό ελαιοτριβείο έχω ρίξει τις καλύτερες φλοκιές μου! (Όλα από μπουρδελοσάη)

Στα λαδάδικα πουλάν αυτό που θες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη σεξοσλάνγκ σημαίνει γλείφω σχετικά επιφανειακά λ.χ. το αιδοίο, τον πρωκτό ή μια άλλη ερωτογενή ζώνη με κινήσεις της γλώσσας που με λίγη φαντασία θυμίζουν κινήσεις σπατουλαρίσματος.

  1. Η γλώσσα μου χάθηκε ανάμεσα στα μπουτάκια της και ακούμπησε το μουνάκι της. Τραντάχτηκε ολόκληρη και τα πόδια της ανοίξανε πιο πολύ. Συνέχισα απαλά με τη γλώσσα μου να σπατουλάρω το μουνάκι της και με τα χέρια μου έβαλα το ένα πόδι της στην πλάτη του καναπέ και το άλλο κάτω. Τώρα το μουνάκι της βρισκόταν μπροστά μου με τα μουνοχειλάκια λίγο ανοιγμένα και κατακόκκινα από γκαύλα. ("Μαθήματα στην άβγαλτη γειτόνισσα", από flock.gr).
  2. Ο ίδιος παραδέχθηκε, πριν την διείσδυση, αρέσκοταν να φιλάει με το στόμα, να αρμέγει το κογχύλι της γυναίκας. Να σπατουλάρει τη Σχισμούλα. (Η Λατρεμένη Στενή Ατραπός των Σοδόμων, όπου ο Ερεβοκτόνος παρουσιάζει και 40 αρχαιόκαυλες λέξεις για το αιδοίο).
  3. ελπίζω κάποια στιγμή να με αφήσει να της "σπατουλάρω" μουνί και πίσω τρύπα, έχω τεράστια ανάγκη να γλύψω [sick] αυτό το μωρό εδώ και πάρα πολύ καιρό,αλλά δεν αφήνει.. (Επίδοξος Πυγμαλίων- το γλείφω με ύψιλον!- από μπουρδελοσάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα κλικ παραπάνω από το γλειφομούνι ή αιδοιολειχία, είναι η µουνοαποµύζησις κατά τον Ανδρέαν Εμπειρίκον, ήτοι το ρούφηγμα ή απομύζηση του αιδοίου. Έχει εξάλλου το πλεονέκτημα ότι κάνει λολοπαίγνιο με το μονορούφι, οπότε μπορούμε να φανταστούμε ένα μουνέτο τόσο θεσπέσιο, που το κάνεις μουνορούφι μονορούφι. Κατ' επέκταση, είναι και λολοπαίγνιο για ό,τι σεξουλιάρικο ρουφάς μονορούφι.

  1. Αλλά με σκέτο πλακομούνι ή τέσπα και εξαιρετικό μουνορούφι δεν νομίζω να πλούτισε και να ευημέρησε καμία. (Galadriel στα σχόλια του βδελλογαμιάς).
  2. Californication, μια σειρά που τη βλέπεις μουνορούφι. (Εδώ).
  3. Κύρια αιτία τριχόπτωσης είναι το μουνορούφι και το ρουφοκώλι σε εβένινα μαύρα μουνάκια. (Αστικός μύθος που κυκλοφορεί σε μπουρδελοσάη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξοσλάνγκ για τις περιπτώσεις απώλειας στύσης που είναι σαν να έχει πέσει η ασφάλεια στον ηλεκτρικό πίνακα.

- Και πάνω που το κάναμε με τη Μαρία χτυπάει το τηλέφωνο, δεν το σηκώνω βέβαια, βγαίνει ο τηλεφωνητής, και ποιος ήταν; Η Χριστίνα!
- Η μακαρίτισσα;
- Ναι. Αυτό ήταν! Έπεσε η ασφάλεια. Έφυγα με κατεβασμένα κεφάλια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified