Selected tags

Further tags

Είναι μια ενδιαφέρουσα απάντηση στην στερεότυπη ερώτηση «τι κάνεις;».

Προφανώς με την αντωνυμία την υπονοείται το ανδρικό μόριο, όπως και στην αντωνυμική περίφραση την πετάω σε κάποιον, όμως η έκφραση αυτή διαθέτει μια διασκεδαστική ασάφεια.

- Γεια σου, τι κάνεις;
- Στην πετάω και την πιάνεις!

Δες ακόμη: τον βγάζω και τον πιάνεις, γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοείται το ανδρικό μόριο, επομένως η αντωνυμική περίφραση αναφέρεται στη συνουσία από τη μεριά του άνδρα... Συνώνυμη της αντωνυμικής περίφρασης τον ρίχνω (δηλαδή ρίχνω έναν πούτσο).

- Λοιπόν παπάρα, θά 'ρθεις το βράδυ για μπύρες ή θα μας γράψεις πάλι στ' αρχίδια σου;
- Αφού ρε μαλάκα τελευταία στιγμή μου το λες, εγώ φταίω τώρα που κανόνισα να πάω από την Ειρήνη; Τέλοσπαντων, πάω τότε να της τον πετάξω στα γρήγορα κι έρχομαι στο καπάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την παρατεταμένη αποχή από το σεξ. Όταν συνεχίζεται για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα, αποσταθεροποιεί δραματικά την ψυχική ισορροπία του ατόμου και το οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε πλήθος νοσηρών συμπεριφορών. Τα υστερικά ξεσπάσματα μιας γεροντοκόρης αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα αγαμησιάς.

  1. Ένα μήνα έχω να συναντηθώ με τη δικιά μου. Λείπει στο εξωτερικό κι εμένα μ' έχει φάει η αγαμησιά εδώ πέρα...

  2. - Την άκουσες τη διευθύντρια πώς ούρλιαζε πρωινιάτικα επειδή άργησα πέντε λεπτά; - Αφού την έχει φάει η αγαμησιά ρε κι έχει βαρέσει διάλυση!

(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)Monty Python - Σπασαρχίδικο παράδειγμα αγαμησιάς. (από Cunning Linguist, 06/07/12)

Ακόμη: αγαμία, αγαμοσύνη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κανείς χαμουρεύεται με μια γκόμενα και καθώς είναι καυλωμένος για πολλή ώρα χωρίς όμως να τελειώνει, ανακαλύπτει ότι το εσώρουχό του έχει γεμίσει προσπερματικά υγρά. Έχει δηλαδή ξεροχύσει, κατά το ξεροβήξει: όπως ο ξερόβηχας είναι τζούφιος βήχας, έτσι και το ξεροχύσιμο είναι τζούφιο χύσιμο!
Βασικά είναι καλύτερο να το λες παρά να το περιγράφεις... Δες πάντως και το σταλάζω.

- Τι έγινε με τη μικρή που βγήκες χθες; Τη γάμησες;
- Άσε ρε, με είχε δυο ώρες να ξεροχύνω στο χαμούρεμα και στο μπαλαμούτι και τελικά πήγε σπίτι της!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι κάποιος είναι πούστης. Σε αντίθεση με άλλες εκφράσεις με την ίδια σημασία (π.χ. το πνίγω το λαγουδάκι κλπ.), η έκφραση αυτή δεν είναι διακριτική ούτε ιδιαίτερα κομψή. Από την άλλη, είναι σαφής, παραστατική και δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες. Ωσεκτουτού, μια μικρή δόση υπερβολής που περιέχει συγχωρείται.

- Ρε συ, έχω ένα θέμα αλλά είναι λίγο λεπτό...
- Ορίστε, ακούω.
- Ρε συ, ο Σούλης... Καλό παιδί, δε λέω, μουστάκι Κολοκοτρωνέικο, αλλά κάπου έχει μπει στο μυαλό μου ότι τον πασπαλίζει τον κουραμπιέ... Γιατί έχω δει κάποιες τάσεις...
- Τάσεις; Τι τάσεις, ρε μαλάκα; Αυτός τον παίρνει καδρόνι και τον βγάζει ροκανίδι... Έχουν βουίξει τα Πετράλωνα και συ έχεις μείνει ακόμα στις τάσεις. Άει καλά ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που αναφέρεται στην τεχνητή επιμήκυνση του πέους έπειτα από ασύστολο κι επαναλαμβανόμενο αυνανισμό εξαιτίας κάποιας υπερσεξουαλικής γυναίκας, η οποία πλέον παίζει το ρόλο της μόνιμης σεξουαλικής φαντασίωσης.

Αναφέρεται πάντα σε σχέση με γυναίκες οι οποίες ποτέ δεν πρόκειται να κατακτηθούν από το ανυποψίαστο θύμα, το οποίο τις αναφέρει πάντοτε υπό τη μορφή απωθημένου.

Αξιοσημείωτη είναι δε και η χρήση του όρου από επίδοξα (πλην αποτυχημένα) καμάκια κατά τη διαδικασία του ψησίματος.

  1. - Πώπω μαλάααακα, το είδες το μωρό που πέρασε; - Αν το είδα λέει;; Τον έχω κάνει λάστιχο! - Άαα, κι έλεγα τι μου σκουντάει το πόδι...!

  2. - Τι θα γίνει ρε Κοκό; Θα σου κάτσει το Τζενάκι; - Τι να σου πω ρε κολλητέ; Την έχω κάνει λάστιχο τόσον καιρό, αλλά νερό ούτε σταγόνα!

  3. (Καμάκι)
    - (Ψιθυριστά στο αυτί): Μωρόοο μουυυ... Τον έχω κάνει λάστιχο για πάρτη σου!
    - Ρίξε κάνα πότισμα τότε να κουλάρεις...! (+ χαστούκι)

(από Cunning Linguist, 23/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος σου την πέφτει, σου κολλάει, θέλει να σε ρίξει στο κρεβάτι κτλ.

Αυτός ο τύπος μου ξηγιέται πολύ στριπ πόκερ ρε παιδί μου!

Δες και ξηγιέμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ περιγραφική έκφραση που θέλει να δείξει ότι είμαστε πολύ κοντά στον επιθυμητό σκοπό. Χρησιμοποιείται σχεδόν κατά κυριολεξία, ότι δηλαδή είναι στο τσακ να μας κάτσει η γκόμενα, αλλά και μεταφορικά, ότι δηλαδή κοντεύει να τελειώσει μια δουλειά.

- Τι ακούω, Κωστάκη; Η Τζένη δεν σου κάθεται και σε φτύνει;
- Καλά, είσαι και πολύ μαλάκας. Ο μισός μέσα είμαι, ρε. Σαββατοκύριακο πάμε Χαλκιδική κι έχω κλείσει σουίτα στον Καρρά.
- Εεεεεντάξει, στον καναπέ θα κοιμηθείς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικά, σημαίνει γαμάω –αλλά το λέω έτσι για να το φέρω πιο γλυκά, να μη το κάνουμε θέμα τέλος πάντων. Στην εκδοχή μας τον ακουμπήσανε, θέλει να πει μας τον κάτσανε. Με έναν πιο μουλωχτό ή πιο κομψό ίσως τρόπο, αλλά η ουσία είναι ότι, στο φινάλε, μας τον φορέσανε.

  1. - Αχ βρε Νώντα μου, δεν μπορώ απόψε, έχω λίγο πονοκέφαλο. - Έλα μανίτσα μου, τίποτα δεν είναι, να λίγο έτσι να στον ακουμπήσω, τίποτα δεν θα κάνεις εσύ, ένα τσιμπουκάκι στην αρχή αν ευκολύνεσαι... και μετά αράζεις...

  2. - Καλό το ρεστοράν, Θύμιο; Ακριβό;
    - Έ, όσο νά 'ναι... εξήντα ευρώ το άτομο βγήκε...
    - Α, εντάξει... Σας τον ακουμπήσανε κανονικά...

Χμ, όντως... (από vikar, 10/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος έχει μεγάλη ιδέα για το πουλί του.

- Μανταμίτσα, ένα πράμα θα σου πει ο Πίπης, και βάλ' το καλά στο μυαλό σου: δεν υπήρξε γυναίκα που πήγε με τον Πίπη και δεν γούσταρε τρελά.
- Άσε μας βρε Πίπη, ψωλοπερήφανε.
- Άαα, κοίταξε να δεις, η μετριοφροσύνη είναι για τους μ έ τ ρ ι ο υ ς ... Με εννοείς;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified