Το ανδρικόν όργανον. Όχι τόσο χυδαίο όσο το «πούτσος», και έχει μια περιπαικτική διάθεση.
Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό, πιθανότατα συμπεριλαμβανομένων και των άλλων 2.
Βάλε ρε κάνα βρακί που τριγυρνάς με τα λιλιά όξω!
Το ανδρικόν όργανον. Όχι τόσο χυδαίο όσο το «πούτσος», και έχει μια περιπαικτική διάθεση.
Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό, πιθανότατα συμπεριλαμβανομένων και των άλλων 2.
Βάλε ρε κάνα βρακί που τριγυρνάς με τα λιλιά όξω!
Got a better definition? Add it!
Θέλω να την πηδήξω.
ΠΩ, σκέτη καύλα είναι το χεντάϊ. Θέλω να το φάω!
Got a better definition? Add it!
Είναι τα γνωστά σε όλους μας ιαπωνέζικα καρτούν πορνό. Χρησιμοποιείται για γκόμενες που μικροδείχνουν και είναι γλυκές και ντροπαλές ενώ παράλληλα είναι σκέτη καύλα. Στα ιαπωνέζικα σημαίνει ανωμαλία.
Μαλάκα Γιώργο, πολύ χεντάι αυτή η Καμέλα.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να πεις σε κάποιον ότι δεν μπορεί να σου κάνει τίποτα σε στιγμές εκνευρισμού και έντονου θυμού.
Got a better definition? Add it!
Αλλάζει η τύχη μου, αρχίζουν να μου συμβαίνουν ευχάριστα γεγονότα, γυρίζει ο τροχός.
Τις προάλλες που πήγα στο καζίνο κέρδισα 2.000 ευρώ! Μάλλον άνοιξε ο κώλος μου!
Βλέπε και ανοίγει, σούφρα. Δες και ανοίγει ο κώλος μου στο cySlang.com.
Got a better definition? Add it!
Ερωτικό βοήθημα για τον κώλο. Αποτελείται από ένα φουσκωτήρι και ένα μακρόστενου τύπου μπαλονάκι το οποίο μπαίνει στον πρωκτό και φουσκώνει μέχρι εκεί που θέλετε. Βοηθά να ξεπεραστούν οι όποιοι ενδοιασμοί και ανησυχίες σχετικά με το πρωκτικό σεξ.
- Ο Μάνος με είχε φάει να το κάνουμε από πίσω κι επειδή εγώ φοβόμουν μην πονέσω πήγε και πήρε μια πρωκτοτρόμπα και από τότε του δίνουμε και καταλαβαίνει.
Got a better definition? Add it!
Σκεύος ερωτικής ηδονής για τον κώλο. Αποτελείται από μια βάση και μια προέκταση (μικρή ή μεγάλη, εσείς αποφασίζετε) σε κωνικό κυρίως σχήμα. Βγαίνει σε πολλά μεγέθη, χρώματα και σχέδια.
Ο Τάκης κι εγώ αποφασίσαμε να εμπλουτίσουμε την ερωτική μας ζωή, έτσι πήραμε μια πρωκτοτάπα!
Got a better definition? Add it!
Είναι η γυναίκα που είναι πολύ ξενέρωτη κατά γενική ομολογία. Δεν έχει καμία ενδιαφέρουσα ιστορία να μοιραστεί και συνήθως το ντύσιμό της παραπέμπει σε θείτσα. Θα κάνει έρωτα με τον άντρα εφόσον εξασφαλίσει τις σοβαρές του προθέσεις και χωρίς προκαταρκτικά. Κάθε φορά που κάποιος στην παρέα λέει ένα σόκιν ανέκδοτο κοκκινίζει προσβεβλημένη.
Άσε μαλάκα, η Μαρία είναι σκέτη ζακέτα... Βγαίνουμε τώρα 4 μήνες και ούτε το βυζί δεν με αφήνει να της πιάσω.
Got a better definition? Add it!
Άβγαλτη.
Μην ασχολείσαι. Είναι αγαθομούνα.
Got a better definition? Add it!
Στρίγγλα και κακιασμένη γυναίκα, της οποίας οι παραξενιές οφείλονται σε άγαρμπες παλιές σχέσεις.
- Μας έχει τρελάνει στο καψόνι αυτή η Καριολίδου στη δουλειά.
- Κακογαμημένη είναι και ξεσπάει στ' αγοράκια η μαλάκω, αγνόησέ την.
βλ. και στραβογαμημένη
Got a better definition? Add it!