Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Selected tags

Further tags

Το κρεβάτι στον οίκο ανοχής.

- Καθάρισε μωρή την μπουρδελιάστρα σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμάω ή γαμιέμαι σαν τα ζώα - σκυλιά.

Αναφέρεται σε έντονη σεξουαλική δραστηριότητα, πολλές φορές με αρνητικό - περιπαιχτικό ύφος.

Επίσης και: σκυλογαμάω - σκυλογαμιέμαι.

1
- Αυτή μόνο να σκυλοπηδιέται ξέρει.

2
- Στην προηγούμενη σχέση που είχα... δεν κάναμε και τίποτε άλλο. Σκυλοπηδιόμασταν όλη μέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολική καύλα που αρνείται να υποχωρήσει... (ακόμα και όταν προσπαθείς να κατουρήσεις )

Χρησιμοποιείται αστεία ως χαρακτηρισμός προσώπων που προκαλούν έντονη σεξουαλική όρεξη.

Καλά γνώρισα μια γκόμενα χθες... Τι καύλα ήταν αυτή!
Κατουρόκαυλα!... τι να σου λέω..

(από Khan, 09/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέρος στο οποίο συχνάζουν gay.

Χρησιμοποιείται για gay club - bar - cafe.

Συνάντησα τον x σε ένα πουστράδικο.

Got a better definition? Add it!

Published

Μέρος το οποίο μαγνητίζει τον γυναικείο πληθυσμό ή που συχνάζουν πολλά κορίτσια.

Καλά... πήγα χθες σε ένα club... σκέτη μουνοπαγίδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικόν όργανον. Όχι τόσο χυδαίο όσο το «πούτσος», και έχει μια περιπαικτική διάθεση.

Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό, πιθανότατα συμπεριλαμβανομένων και των άλλων 2.

Βάλε ρε κάνα βρακί που τριγυρνάς με τα λιλιά όξω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θέλω να την πηδήξω.

ΠΩ, σκέτη καύλα είναι το χεντάϊ. Θέλω να το φάω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα γνωστά σε όλους μας ιαπωνέζικα καρτούν πορνό. Χρησιμοποιείται για γκόμενες που μικροδείχνουν και είναι γλυκές και ντροπαλές ενώ παράλληλα είναι σκέτη καύλα. Στα ιαπωνέζικα σημαίνει ανωμαλία.

Μαλάκα Γιώργο, πολύ χεντάι αυτή η Καμέλα.

(από Hank, 16/05/09)(από Jonas, 25/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να πεις σε κάποιον ότι δεν μπορεί να σου κάνει τίποτα σε στιγμές εκνευρισμού και έντονου θυμού.

- Ρε Κώστα, μουνόπανο, άμα έρθω εκεί, θα σου γαμήσω όλη την οικογένεια!
- Πάρε φόρα να μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, παλιοκαριόλη!

Ο Γεράσιμος Γιακουμάτος! Στο 1:31! (από patsis, 30/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλάζει η τύχη μου, αρχίζουν να μου συμβαίνουν ευχάριστα γεγονότα, γυρίζει ο τροχός.

Τις προάλλες που πήγα στο καζίνο κέρδισα 2.000 ευρώ! Μάλλον άνοιξε ο κώλος μου!

Βλέπε και ανοίγει, σούφρα. Δες και ανοίγει ο κώλος μου στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified