Selected tags

Further tags

Επιστημονικότερος ορισμός του μαλάκα... Τον χρησιμοποιούμε συνήθως για να δώσουμε ιδιαίτερη βαρύτητα στις πράξεις του συγκεκριμένου μαλάκα.

- Ο Τάκης ξανάμπλεξε με μια πρώην του που ήξερε ότι έχει μπλέξει με τον Σπύρο Μπουρνάζο τον γνωστό σφίχτερμαν και μπόντυ μπλίντερ ο οποίος τον έκανε τούμπανο μόλις τους είδε.
- Ε, τώρα μου λες για τον Τάκη... Γνωστός ενδοπαλαμικός πεοπαλινδρομητής...

Δες και ενδοπαλαμικός πεοταλαντευτής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευρύτερα γνωστό ως: «πνίγω το κουνέλι».

Φράση που χρησιμοποιείται κατά κόρον για γυναίκα ελαττωμένων σεξουαλικών αντιστάσεων. Κοινώς «εύκολη».
Ακόμα περισσότερο για γυναίκα δεσμευμένη που είναι όμως ευκόλως επιρρεπής στην απιστία.
Επίσης χρησιμοποιείται και ως θετική απάντηση (πονηρή και διακριτική) στο ερώτημα: «Ρε φίλε, ο ....... είναι αδερφή;;;»
Ίδια σημασία και με τη φράση «πάει το γράμμα».

Φράσεις με ίδια σημασία:

  • τη γυρνάει τη μπετονιέρα
  • τη μαδάει τη μαργαρίτα
  • τη ματσακονιάζει τη βάρκα
  • τη σουρώνει την ψαρόσουπα
  • τη χαλαρώνει τη βαλβίδα
  • την ανοίγει την πίσω πόρτα
  • την καταπίνει την κοινωνία
  • την κουνάει την αχλαδιά
  • την κουνάει την καμπάνα
  • την κρατάει την τιάρα
  • την κυνηγάει την πέρδικα
  • την ξεφλουδίζει τη μπανάνα
  • την τινάζει την βερικοκιά
  • τις μαζέυει τις ελιές
  • το γρασάρει το ρουλεμάν
  • το γυαλίζει το φυνιστρίνι
  • το δαγκώνει το αντίδωρο
  • το ευλογάει το γένι
  • το ζυμώνει το μπιφτέκι
  • το καβουρδίζει το φυστίκι
  • το κανελώνει το ριζόγαλο
  • το καταπίνει το κουκούτσι
  • το κρεμώνει το γαλακτομπούρεκο
  • το μαζεύει το λάστιχο
  • το μαζεύει το σαπούνι
  • το μαστιγώνει το δελφίνι
  • το μελώνει το παστέλι
  • το πάει το γράμμα
  • το πιπιλίζει το καλαμάκι
  • το ρουφάει το γλειφιτζούρι
  • το ρουφάει το κανελόνι
  • το σαλιώνει το πασαλάκι
  • το σηκώνει το ράσο
  • το σηκώνει το σακάκι
  • το στρώνει το σεντόνι
  • το σφίγγει το μπουλόνι
  • το σφουγγαρίζει το κατάστρωμα
  • το τρίβει το πιπέρι
  • το φυσάει το αχνιστό
  • το ψέλνει το ευαγγέλιο
  • το ψήνει το τσουρέκι
  • τον απλώνει τον τραχανά
  • τον βάζει το σύρτη
  • τον παίρνει
  • τον πασπαλίζει τον κουραμπιέ
  • τον στρίβει τον ντολμά
  • τον τσουρουφλίζει τον αστακό
  • τον φτύνει τον ταραμά
  • την καίω τη βάτα
  • την σιδερώνω τη γραβάτα

Σαφής ορισμός.

Βλ. και παίρνω τον πούλο και την τρίζει την όπισθεν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεθλιμμένη χήρα, που προσελκύει τα θύματά της σιγοκλαίγοντας μπροστά στο μανουάλι κάποιας εκκλησίας, ενώ παράλληλα είναι ντυμένη ιδιαίτερα προκλητικά.

Μωρέ ναι, χήρα. Αλλά τί χήρα!.. Καντηλανάφτρα απ'τις λίγες! Η πλάτη όλη έξω μιλάμεεεεε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται κατά κόρον για γυναίκα ελαττωμένων σεξουαλικών αντιστάσεων. Κοινώς «εύκολη». Ακόμα περισσότερο για γυναίκα δεσμευμένη που είναι όμως ευκόλως επιρρεπής στην απιστία.
Επίσης χρησιμοποιείται και ως θετική απάντηση (πονηρή και διακριτική) στο ερώτημα: «Ρε φίλε, ο ....... είναι αδερφή;;;»
Ίδια σημασία και με τη φράση «πνίγω το κουνέλι».

Η Κατερίνα τά'χει 3 μήνες με τον Σταύρο. Αλλά άμα της την πέσεις από δίπλα... ε , το πάει το γράμμα...

Βλ. και παίρνω τον πούλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαγικός τρόπος που οι άντρες αποκοιμιούνται πάραυτα μετά την ολοκλήρωση της ερωτικής πράξης.

- Ένας από τους λόγους που τον χώρισε ήταν επειδή ανελλιπώς σεξυπνούσε.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά αεράτος gay με χαλαρό περπάτημα και απαλό λίκνισμα των οπισθίων. Απαντάται συνήθως με see through ενδυμασίες και απαράδεκτο κόκκινο ή ροζ λουστρινάκι.

Μήτσος: - Κοίτα 'κει μια κουνιστή...
Κίτσος: - Καλά ο τύπος δεν παίζεται. Πουστάρα αραχνοΰφαντη...

(από Khan, 28/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λόγια έκφραση που αποδίδει το θάρρος, τη γενναιότητα, την παλικαριά, την ανδρεία, τ' αρχίδια, τα κότσια.

Το έχει ο Νίκος Παλαιοκώστας και ο Χαλκ Χόγκαν.

- Προχώρα ρε παππού μη σου σπάσω το κεφάλι!

- Αγαπητέ μου κανίβαλε, στοιχηματίζω πως δεν έχετε το ορχικό σθένος να πραγματοποιήσετε την απειλή σας, αλλά ακόμα κι αν το είχατε...

- «ΚΑΠΑΟΥ!!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο μαλάκας.

-Τι αυνάνας αυτός ο Μήτσος! Όλο μαλακίες λέει!

Got a better definition? Add it!

Published

Τα καλοσχηματισμένα και σχετικά ευμεγέθη γυναικεία οπίσθια.

- Πωωωω! Κοίτα μια κωλάθρα που ανέβηκε στο στεπ!
- Πςςςςς! Πάνε κι έρχονται τα κωλομάγουλα!
- Ωραίο πράμα το γυμναστήριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συζητώ με κάποιον υποψήφιο ερωτικό σύντροφο, αφήνοντας συνεχώς υποννοούμενα σεξουαλικού περιεχομένου και περιστρέφοντας εν γένει την κουβέντα γύρω από το σεξ. Κατά το καυλάντισμα (ουσ.), οι δύο (ή περισσότεροι) συνομιλητές έχουν σχεδόν ειλημμένη την απόφαση να συνευρεθούν σεξουαλικώς, ωστόσο οι αφροδισιακές ιδιότητες του, καθυστερούν προσωρινά τη συνεύρεση και προάγουν το διάλογο.

Χάρη στην πρόοδο της τεχνολογίας, πλέον μπορεί κάποιος να καυλαντίζει κάνοντας χρήση:

  1. κινητού τηλεφώνου (εκτός του μιλητού, με SMS/MMS)
  2. ηλεκτρονικού υπολογιστή (instant messengers/IRC/e-mail κτλ)

- Τι έγινε ρε; Πού εξαφανίστηκε ο Μπάμπης;
- Να, εκεί! Καυλαντίζει με μια γκόμενα στο μπαρ.
- Χε χε! Α, την κουφάλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified