Selected tags

Further tags

Η λέξη πουτάνος δεν έχει σχέση με τον γνωστό και μη εξαιρετέο πούτανο, αλλά εμφανίζεται σε διαφορετικά συμφραζόμενα για να δηλώσει τον άνδρα- πουτάνα. Δηλαδή είτε όντως την αρσενική πόρνη, male whore, go-go boy, ζιγκόλι, πουστροζιγκόλι κ.τ.ό., είτε αυτόν που συμπεριφέρεται μεταφορικώς ως πουτάνα, γριά πουτάνα κ.τ.λ. Δεν είναι απολύτως καθιερωμένο, αλλά το συναντάμε πού και πού, ελλείψει άλλου τρόπου να δηλώσουμε την κυριολεκτική η μεταφορική αρσενική πουτάνα.

Ο πασαδόρος του λήμματος Gatzman αναφέρει και τον πουτανό, που είναι άντρας πουτανιάρης, λολοπαίγνιο και με τον πουριτανό, δηλαδή αυτός που τον νομίζουμε για πουριτανό, αλλά παρά το ότι φαίνεται πουριτανός, ή μάλλον επειδή φαίνεται πουριτανός, είναι στην πραγματικότητα μεγάλος πουτανγαμών (βλ. και χριστιανοπουτανιάρης).

Πάσα (Δ.Π.): Gatzman.

  1. Φιλαράκι στρίπερ (που του ξεριζώνουν καθημερινά στη δουλειά το πουλί του οι λυσσάρες και που υποχρεώνεται να συνευρίσκεται συχνά με θείτσες) έχει σιχαθεί αυτή τη δουλειά. Σκέψου να είσαι και πουτάνος σε μπουρδέλο γυναικών και να πρέπει να γλύφεις καθημερινά με το ζόρι την κάθε θείτσα, άσχημη, ανισόρροπη. (Γιατί οι γυναίκες δεν πληρώνουν για να γαμήσουν;)

2. δλδ, αν πηδάς μια γκόμενα που θεωρείται πουτάνα είσαι μάγκας, και όχι πουτάνος; ενώ αν την παντρευτείς γίνεσαι λακαμάς; και στην τελική... το ξέρεις το κορίτσι και προσωπικά; :P)

3. Και ο ...πουτάνος λούζονταν =
...κι ο Παπανδρέου έκανε σπα!
Αντίθετα υπήρχε [στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία] ο πρωθυπουργός, ο οποίος όμως είχε πάει εκεί όχι για συναντήσεις και επαφές, αλλά για να γυμναστεί, όπως κάνει άλλωστε κάθε μέρα. Δεν έκανε μόνο όμως γυμναστική αλλά έκανε και ένα σπα!
Οι δημοσιογράφοι βέβαια αποσβολωμένοι προσπαθούσαν να καταλάβουν πως είναι δυνατόν μία τέτοια ημέρα ο πρωθυπουργός να εξακολουθεί να διατηρεί το πρόγραμμά του, ενώ σχεδόν όλη η υφήλιος περιμένει τις κρίσιμες ανακοινώσεις.

4. πουτάνος και δίδυμος με ωροσκόπο δίδυμο,

  1. To παιζε ο Πώποτας πουριτανός, μα μας βγήκε πουτανός. (Παράδειγμα Gatzman).

(από Khan, 04/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Βασίλης Σαλέας. Ο γνωστός Τσιγγάνος λαϊκός κλαρινοπαίχτης. Επίσης με το ίδιο όνομα και επίσης κλαρινοπαίχτης δημοτικών τραγουδιών (και το γνωρίζουν λίγοι) ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος-Σαλέας (1929-1972).

  2. Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε γυναίκα, η οποία έχει μεγάλη εξειδίκευση, πολύ υψηλή τεχνική στον στοματικό έρωτα, αλλά και αγάπη σ'αυτό που κάνει. Παίζει τόσο αριστοτεχνικά το αντρικό μόριο στο στόμα της που πραγματικά θυμίζει το κλαρινοπαίξιμο που μαγεύει μικρούς και μεγάλους του γίγαντα Βασίλη Σαλέα. Είναι επαγγελματίας, καταξιωμένη και με μετάλλια στον χώρο της πίπας.

- Φτηνό πολύ το 'ρδέλο που πήγαμε χθες και λίγη ώρα κάτσαμε αλλά περάσαμε καλά τουλάχιστον.
- Ναι ρε φίλε. Τι πίπα ήταν αυτή που έκανε η τανάπου, ένα τέταρτο μου τον είχε στο στόμα. Ο Σαλέας ήτανε;

(από Mpiliardakias, 03/04/14)(από Mpiliardakias, 03/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός ή/και συνώνυμο του τζιλφ, αλλά στο ακόμα πιο αδιάκριτα μειωτικό. Το γιαγιόνι είναι το τελικό στάδιο μιας γυναίκας μετά τα στάδια του μιλφονιού, του ματσουριού και του τζιλφονιού.

Κυριολεκτικά για ηλικίες 75-80+ που δεν ψάχνονται στις περισσότερες εκ των περιπτώσεων για σεξ γιατί έχουν απωλέσει και το τελευταίο ψήγμα γυναικείου θελγήτρου και σεξουαλικής επιθυμίας.

Δραστηριότητές του γιαγιονιού το πλέξιμο, η εκκλησία, το παραδοσιακό μαγείρεμα σε ξυλόφουρνο κτλ. Αν πρόκειται για γιαγιόνι της Ελληνικής επαρχίας τότε συνήθως φοράει το παραδοσιακό μαύρο τσεμπέρι και το μαύρο ένδυμα(χωρίς αυτό να αποκλείει και εμφάνιση παραδοσιακών σκληροπυρηνικών γιαγιονιών και στις Μεγαλουπόλεις).

Επίσης μπορεί να αποκαλέσει κάποιος έτσι επίσης μειωτικά/κοροϊδευτικά και ένα κακοδιατηρημένο ματσούρι 50-60 χρονών που γέρασε πριν την ώρα του.

- Πώς σου φαίνεται η κυρά Βάσω, κάλο ματσούρι για τα χοντρά ε;
- Έλα ρε μας δουλεύεις; Τι ματσούρι ρε; Αυτό είναι γιαγιόνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καραφλόκοτα από την οποία έχει αφαιρεθεί το πτέρωμα (ή άλλο πτηνό).

Χρησιμοποιείται ως βρισιά που πετυχαίνει διπλό αποτέλεσμα καζάν-καζάν. Αφενός λες τον άλλο κότα, δηλαδή δειλό ή, αν είναι γυναίκα, ανόητη, ελαφρόμυαλη, κουτσομπόλα, κοκότα. Αφεδύο με την σλανγκική σημασία του ξεπουπουλιάζω, που όπως δείχνει ο ορισμός του Πονηρόσκυλου, είναι «γαμάω μέχρι εξαντλήσεως» σημαίνεται ότι αυτός που του απευθύνουμε την βρισιά εκτός από δειλός ή ανόητη είναι και γαμημένος/η. Αναλόγως τα συμφραζόμενα η έμφαση μπορεί να πέσει είτε στο ότι ο υβριζόμενος είναι κότα, είτε στο ότι έχει υποστεί ξεπουπούλιασμα με την σλανγκική έννοια. Βλ. επίσης όλην την ποικιλία σημασιών που δίνεται στα λήμματα ξεπουπουλιάζω (λ.χ. μπορεί ακόμη να σημαίνει εξαντλούμαι, ηττώμαι, αποχωρώ από κάπου ηττημένος) και κότα (ορισμός Στέφανου).

Από φιλάθλους χρησιμοποιείται με αυτές τις σημασίες και ενάντια σε ομάδες και φιλάθλους τους που έχουν πτηνό ως σύμβολο, και δη εναντίον του Π.Α.Ο.Κ. και της Α.Ε.Κ., γνωστών και ως δικέφαλα κοτόπουλα. (Το Πονηρόσκυλο προσθέτει στο λήμμα ξεπουπουλιάζω και το Περιστέρι στο μπάσκετ και ομάδες του εξωτερικού που έχουν πτηνό ως σύμβολο).

Πάσα (Δ.Π.): Απαισιότατος

1. Δίκιο έχεις. Θα είναι πολύ δύσκολη για τον Πούτιν αυτή η 4ετία. Έχει τάξει αυξήσεις και «λεφτά υπάρχουν» αλλά έρχεται υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ρωσίας τις επόμενες εβδομάδες. Στο τέλος θα φύγει σαν ξεπουπουλιαρα κότα.

  1. α) ΑΜΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙΣ ΠΗΓΑΙΝΕ ΝΑ ΦΑΣ ΚΑΙ ΕΛΑ ΜΕΤΑ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΕΙΣ ΤΙΣ ΜΑΜΛΑΚΙΕΣ ΣΟΥ ΕΔΩ ΠΙΣΣΟΧΤΥΠΗΜΕΝΕ ΞΕΠΟΥΠΟΥΛΙΑΡΑ!! (Από φωνακλάδικο βρις-οφ).

β) - Κριστίν Λαγκάρντ: Δεν έχω καμία διάθεση να διαπραγματευτώ με Έλληνες. (Δες)
-Αντε μωρη ΞΕΠΟΥΠΟΥΛΙΑΡΑ... ΟΥΣΤ!!!

  1. -ΜΑΔΗΣΤΕ ΤΗΝ ΞΕΠΟΥΠΟΥΛΙΑΡΑ. (Αρειανός στο Φέισμπουκ).

(από Khan, 01/04/14)(από Khan, 14/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Η πουτσανάφτρα ή καντηλανάφτρα, δηλαδή το προκλητικό πορνίδιο- καυλοράπανομιλφίδιο ανάλογα με τα γούστα), που προκαλεί άμεση στύση στους άντρες (λ.χ. με εμφάνιση- ντ(γδ)ύσιμο- νάζια- φλερτ). Ή σε πιο εξειδικευμένες χρήσεις του όρου μπορεί να είναι η ανάφτρα (ορισμός Cunning Linguist), δηλαδή η γυναίκα που ανάβει έναν άντρα παίζοντας με το μυαλό του με προκλητικό φλερτ μόνο και μόνο για να καλλιεργήσει τον ναρκισσισμό της και την αίσθηση εξουσίας της, και μετά αφού τον άναψε τον αφήνει σύξυλο, ή η ανάφτρα (ορισμός Pirate Jenny) δηλαδή η fluffer σε τσόντες.

1. ασε τα οχι μικρη ψωλαναφτρα και εσυ

  1. Ορισμός της (ψωλ)ανάφτρας εδώ:

Φοράει ψηλά τακούνια.
Δεν μιλάει, νιαουρίζει.
Όταν θέλει κάτι κολλάει το στήθος πάνω του καi παίζει με τα μαλλιά της ή τον γιακά του ή την γραβάτα του.
Γενικά παίζει.
Νομίζει ότι είναι σέξι - και μπορεί να είναι μερικές φορές, αλλά κυρίως έχει μπερδέψει το σεξ - απίλ με την ομορφιά και το σεξ με την συμπάθεια.
Γενικώς είναι λίγο ψώνιο, δεν υπολογίζει ούτε τις γυναίκες άλλα ούτε και τους άντρες.
Παντού υπάρχει μια, είναι αυτή που ενώ μιλάτε χαλαρές στην παραλία, θα ρουφήξει το στομάχι της και θα πετάξει το στήθος της διακόπτοντας κάθε συζήτηση, μόλις εμφανιστεί αρσενικό στα 100 μέτρα. Είναι αυτή που μιλάει και πετάει τα μαλλιά της στο πλάι με μια κίνηση κεφαλιού και που βάζει ότι πιο προκλητικό trashy outfit υπάρχει. [...]
Στην αρχή γέλασε και ενώ έφτιαχνε το μολύβι στα μάτια της, μου είπε ότι « αφού δεν κάνω τίποτα και το ξέρεις, ποιο είναι το πρόβλημα με το να φλερτάρω;»
Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι αυτό, κατά την ταπεινή μου άποψη, δεν ήταν φλερτ, αλλά δούλεμα κανονικό. Στο φλέρτ δυο άνθρωποι αλληλο-σαγηνεύονται και γοητεύονται χρησιμοποιώντας και το σώμα αλλά και το μυαλό τους. Υπάρχει κάτι που πλανάται, που δεν λέγεται. Το να κολλάς τα στήθη πάνω σε κάποιον και να του λες «Παίρνω τις καλύτερες πίπες.» -δεν είναι φλερτ.
Με κοίταξε τσαντισμένη από τον καθρέφτη.
«Αφού είναι παντρεμένος, ξέρεις ότι δεν είμαι σαν την ξαδέρφη μου, δεν θα κάνω τίποτα.»
«Αυτό που κάνεις είναι πιο ανήθικο!» Δαγκώθηκα.

Σκηνή από τον ινδουιστικό ναό του Khajuraho στην Ινδία. (από Khan, 01/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν κάποιος λατρεύει τα μπούτια και για αυτό γίνεται στο τέλος μοιρολάτρης, ότι η γυναίκα του θα τον κάνει ό,τι θέλει επειδή είναι μουνόδουλος.

-Καλά ρε τι άντρας είναι ο Γιάννης να τον κάνει η Γεωργία ό,τι θέλει!
-Αφού τον ξέρεις, πάντα αντιμετώπιζε την ζωή με μηρολατρία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μηχανή που σου παίζει τον πούτσο σου άμα τον βάλεις μέσα. Αλλά και η κοπέλα που κάνει πίπα με αυτόματο μηχανικό τρόπο και καλό ρυθμό.

Τσιμπουκιέρα τσιμπουκιέρα μοιάζεις με την φοντανιερα,
Το ψωμακι σαν βουτισεις κωλαρακι θα δωρισεις
Βουτα όλη την σαλτσουλα αυτό δεν σε κάνει τσούλα
Το τυράκι αν τσιμπισεις ισως να τον κολατσισεις
Τι και αν γύρισα τον κόσμο το αιδίο μυρίζει διόσμο
Κωλαράκι άμα δωσεις την βραδιά ισως να σώσεις.
http://juanitopoet.blogspot.gr/2009/12/blog-post_30.html

Παραλλαγή του γνωστού και μη εξαιρετέου φραπεδάιζερ (από Khan, 30/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι βρίζουμε κάποιον που είναι και μουνί και κωλοτρυπίδι. Ή που από το πολύ πρωκτικό σεξ ο πρωκτός του έχει γίνει σαν μουνί.

Και που μου έδωσε και λοκώ δεν κατάλαβα και καμιά διαφορά. Το πρωκτομούνι της είναι πολύ χαλαρό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που θέτει πολύ υψηλά στάνταρ στην εύρεση ερωτικού συντρόφου. Η πριγκιποψωλοσύνη είναι κατά τεκμήριο μια προσωρινή κατάσταση, καθώς κατά κοινή παραδοχή οι πριγκιποψώληδες μένουν για εκτεταμένο χρονικό διάστημα με το πουλί στο χέρι. Αποτέλεσμα, συνήθως, της κατάστασης αυτής είναι η απότομη πτώση των προδιαγραφών της δυνητικής συντρόφου.

Ρε Μανόλη, η μια σου ξινίζει, η άλλη σου βρωμάει... Για να σου πω, πολύ πριγκιποψώλης μας έχεις γίνει τελευταία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καριολίτσα που είναι πολύ καλή στα τσιμπούκια και κάνει την πίπα αυτόματα και με ρυθμό σαν να είναι μηχάνημα.

-Καλά ρε αυτού του μπάζου τι του βρίσκει μου λες; -Λένε ότι είναι τρελή τσιμπουκομηχανή. Ξέρει ο Μάκης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified