Η παρτόλα, η γυναίκα που πάει με όλους.
Η Σούλα είναι σαν το ποδήλατο του χωριού: όλοι το έχουν πάρει μια βόλτα...
Η παρτόλα, η γυναίκα που πάει με όλους.
Η Σούλα είναι σαν το ποδήλατο του χωριού: όλοι το έχουν πάρει μια βόλτα...
Βλ. και ψωλοκρεμάστρα, πασαγαμιόλα
Got a better definition? Add it!
Ο γαμίκουλας, που γαμεί πολύ.
- Έχω πάει με... μπορεί και 140 γυναίκες...
- Ίσα ρε γαμίκλα...
Got a better definition? Add it!
Το γυναικείο σώβρακο τύπου string που φαίνεται περισσότερο απ' όσο πρακτικά χρειάζεται.
- Κοίτα κοίτα τη σερβιτόρα! Τι στρινγκαδούρα είναι αυτή ρε...
Got a better definition? Add it!
Ο άντρας που συνοδεύει πολλές γυναίκες σε έξοδο.
- Πωωωωω ρε φίλε... Με πόσες γκόμενες είναι ο τύπος;
- Άσε μάγκα... Μουνοβοσκός ο τυπάς...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που επιλέγει να πηγαίνει με γυναίκες και μετά να τις αποφεύγει. Δεν επιθυμεί σχέση παρά μόνο εφήμερες καταστάσεις.
Πάλι σαλματζιλίκια έκανες χτες με την τάδε.
Δες και σάλμα.
Έρωτες χωρίς δεσμεύσεις: ανάβω κεράκι, γαμιολάκι, ελευθερογαμία, ελευθεροσχεσίτες, ένα στα γρήγορα, ερωφίλη, καβάτζα, καβατζογκόμενα, καφέ και πίπα, κοινόχρηστη γκόμενα, ξεπέτα, πηδύλλιο, πισωκολλητός και πισωκολλητή, πουτσοδότης, σαλματζής, σεξάκι (ως και σεξάκοι), σέρβις, φιλικό (τα καλύτερα γκολ μπαίνουν στα φιλικά), φίλοι με προνόμια, fuck buddy, one night.
Got a better definition? Add it!
Είδος στοματικού sex όπου η γυναίκα περιποιείται τον σύντροφό της, όχι απλώς γλείφοντας μέσα-έξω, αλλά στριφογυρίζοντας ταυτοχρόνως το ανδρικό μόριο.
Δες και -άτος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η άσχημη γυναίκα.
α. (www.petrakas.gr) -...Φωνάρα, αλλά η μούρη της έχει μία αρρενωπότητα, σαν τραβέλι ένα πράγμα...
β. (www.infobeto.com) -M'αυτήν είναι παντρεμένος ; Ρε εσύ, αυτή είναι σα τραβέλι...
%
Got a better definition? Add it!
Το αντρικό γενετικό μόριο. Συνήθως λέγεται για να δείξει υπερβολή ώς προς το μέγεθος.
- Πάω τη μαλαπέρδα μου στη γυναίκα σου να απλώσει τις κουβέρτες, ρε καραγκιόζη...
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!