Selected tags

Further tags

Το γλειφοκώλι, το υπερβολικό γλείψιμο με κολακίες, ψεύτικους επαίνους και στήσιμο κώλου, αλλά λέγεται και για μέρη και καταστάσεις που είναι κάτσε καλά, πολύ γκλαμουριά και χαϊλίκι. Είναι δηλαδή και επίθετο «κωλομεγλειφάτος».

  1. Με αυτόν τον τρόπο δεν θα πάει και πολύ μακριά στην καριέρα του. Όλοι το βαριούνται το κωλομεγλειφάτο από ένα σημείο κι έπειτα.

  2. Ε, για το πρώτο μας ραντεβού την πήγα σε ένα κωλομεγλειφάτο εστιατόριο, μην με πάρει και για κανά λέτσο.

Στο 0.20 ο Μητσικώστας το λέει μάλλον "κωλομελογλειφάτο". (από Khan, 14/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός χαρακτηρίζει τον τηλεοπτικό (ή και διαδικτυακό) σταθμό, που παίζει όντως βασικά πορνογραφικές ταινίες, τ. sirina tv.

Αφεδύο είναι υβριστικός χαρακτηρισμός για να μειωθεί το κύρος ενός τηλεοπτικού σταθμού. Και ναι μεν κάποιες φορές είναι όντως δύσκολο να συμφιλιωθεί ένας τηλεθεατής με την ιδέα ότι τα κανάλια που έχουν γίνει γνωστά για τους μεγκαυλίσιους αλτεραστές θα μας παρέχουν στη συνέχεια και έγκυρη πολιτική πληροφόρηση. Ωστόσο, συνήθως ο όρος χρησιμοποιείται συλλήβδην για να απαξιώσει κανάλια ανεξάρτητα από το κατά πόσο έχουν υποπέσει στο «ηθικό» παράπτωμα να δείχνουν τσόντες. Σημειωτέον ότι ο όρος είναι πολύ προσφιλής ειδικά στα χρυσαύγουλα, που έχουν σύνδρομο καταδίωξης από τα κατ' αυτούς «τσοντοκάναλα», και ευρύτερα σε αντισυστημικούς συνήθως όμως (κατά την πρόχειρη γουγλοέρευνά μου τουλάχιστον) ακροδεξιάς ιδεολογίας.

  1. Κανένα τσοντοκάναλο δεν πηγε στην Ιερισσό γιά τήν παρέλαση. Γιατί; (Από την «Έλευσιν Ελλήνων»)

  2. Θρήνος στα τσοντοκάναλα για την μεγαλειώδη συγκέντρωση της Χρυσής Αυγής (Από την Χ.Α.)

  3. Το θυμωμένο, επηρμένο υφάκι. Πολύ καλός ηθοποιός για τα τσοντοκάναλα. Πείθει το αμόρφωτο κοινό του ότι τα βάζει με τους εργολάβους και τους καναλάρχες. Τρέχει όμως στους εργολάβους και στους καναλάρχες, τρέχει κάθε φορά που τον προσκαλούν. Τρέχει για να εμφανιστεί σε εκπομπές, τρέχει όπου υπάρχει κάμερα. Εχει εθιστεί στα τσοντοκάναλα που τον κατέστησαν αναγνωρίσιμο στο κοινό της πολιτικής ηδονοβλεψίας. Πόσες φορές έχει πετάξει το μικρόφωνο, πόσες φορές έχει προσβάλλει τον οικοδεσπότη εκπομπής, πόσες φορές δημιούργησε ταραχή για να αυξήσει την θεαματικότητα; Αυτός είναι ο ρόλος του στην πορνογραφία. Να λέει «δεν θέλω» αλλά να θέλει σαν παλαβός». (Από το Βήμα για τον Ηλία Κασιδιάρη)

(από Khan, 06/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν θέλεις να πεις σε κάποια πως είναι καρ!όλα με «ευγενικό» τρόπο, το λες (η γνωστή ιστοσελίδα της Sirina -τσοντοκάναλο-).

- Ωραία η Δούκισσα Νομικού;
- Για την sirina tv.

(από Khan, 31/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στενοκώλης (αρσ.)- στενοκώλα (θηλ.): Έχει ένα φάσμα σημασιών που περιλαμβάνει αυτόν/ήν που έχει στενό κώλο με την καυλή έννοια, αλλά και τον πρωκτικάντζα, τον σφιχτοκώλη, τον στενόκωλο, τον στριμόκωλο. Ωστόσο, ειδικά στο στενοκώλης-α επικρατεί λίγο παραπάνω η κυριολεκτική (άνευ λινκ) σημασία από ό,τι στα άλλα.

1. Θα σου μεταφέρω πάντως μία φάση από την Αμερική για να καταλάβεις τη διαφορά του να είναι κανείς στενοκώλης και του να χαίρεται το παιχνίδι που παίζει.

  1. Μας προέκυψε στενοκώλα η κυρά κι εγώ μεγαλοψώλης ξάφνου στα σαραντατόσα μου!Τι άλλο θα ακούσω ο βλάχος δεν ξέρω ακόμα! (Από μπουρδελοσάιτ)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτό που είναι πολύ καύλα, καυλέ.

Το μωρό φορούσε μια άσπρη μπότα καυλέξ μέχρι πάνω από το γόνατο και κουνιότανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ψωνίσματος (χωρίς να αποκλείεται σαφής ή υπόγεια και μεταφορική σχέση μεταξύ των δύο).

  1. Να γίνεις ψώνιο, δηλαδή να την δεις κάπως, να την ψωνίσεις, να αρχίσεις να θεωρείς ότι έχεις πολύ μεγάλη αξία και είσαι ο γκραν γαμάω, και να το δείχνεις με ανάλογη συμπεριφορά και εμφάνιση, όπως λ.χ. για τους διανοουμενέ βέλτσιστο υφάκι και στόμφο, ή για τα γουαναμπή σελεμπριτόνια ένα φάσμα ακκισμών από Γιάννα Αγγελοπούλου μέχρι Τζούλια Αλεξανδράτου μέσω Paris Hilton. Το ρήμα ψωνίζομαι περιγράφει περισσότερο την διαδικασία και τη μετάβαση σε ένα στάδιο που έχεις πλέον γίνει ψώνιο, τα οποία μπορεί και να συμβούν ανεπαίσθητα. Μία πολύ ενδιαφέρουσα σχετική έκφραση είναι το ψωνίστηκαν τα τσόκαρα και την είδαν γόβες (δες). Γενικότερα το ψωνίζομαι εκφέρεται συχνά μαζί με το την είδα.

  2. Το παθητικό του ψωνίζω κάποιον, δηλαδή εκπορνεύομαι, καθίσταμαι αντικείμενο σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Το ενδιαφέρον κττμγ είναι ότι ενώ η αρχική σημασία φαίνεται να αφορά στο επί πληρωμή σεχ, ορισμένες φορές χρησιμοποιείται ευρύτερα ακόμη κι όταν δεν υπάρχει χρηματικό αντίτιμο. Σε αυτές τις περιπτώσεις σημαίνει το να εκθέτει κάποιος τον εαυτό του σε ερωτικά βλέμματα, ώστε εβέντσουαλjυ να γίνει νταραβέρι. Επίσης, μπορεί να ειπωθεί και για τον εραστή και για τον ερώμενο ότι «ψωνιστήκανε» χωρίς σαφή αντιδιαστολή ψωνίζοντος και ψωνιζομένου. Κυρίως σε ομοφυλόφιλες σχέση που τα δύο είναι δυσδιάκριτα.

1. α) Οι stars ψωνίζονται άσχημα! Φαίνεται πως το να είσαι παγκοσμίου φήμης αστέρας δεν είναι εύκολο πράγμα. Έπειτα από την άφιξή της με ιδιωτικό ελικόπτερο στο Λονδίνο, όπου θα πραγματοποιήσει συναυλία στην O2 Arena, η Μπιγιονσέ απαιτεί μεγαλύτερα καμαρίνια, απειλώντας ότι δεν θα βγει επί σκηνής αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά της!

β) Τα ψώνια με τα ψώνια τους ψωνίζονται...

2)α) ΨΩΝΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK.
Στα καλά κορίτσια αρέσει το Facebook γιατί μπορούν να κρύβουν όσα θέλουν να κρύψουν, αλλά τα κακά κορίτσια είναι αυτά που αξιοποιούν καλύτερα το μεγάλο κοινωνικό δίκτυο.
Σύμφωνα με έρευνα οι εκδιδόμενες γυναίκες στη Νέα Υόρκη χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο το Facebook για να βρουν πελάτες εγκαταλείποντας τις παραδοσιακές αγγελίες. Το Facebook επιτρέπει στις γυναίκες να πάρουν τον έλεγχο της εικόνας τους, να θέσουν τιμές και να ξεπεράσουν τους “προαγωγούς” και τις “μαντάμ” ελέγχοντας οι ίδιες τη δουλειά τους.

β) Ο Καμπουράκης με τον Οικονομέα κοιτάζονται σαν να μόλις ψωνιστίκανε στα τζουρά και πανε να ζησουνε τον έρωτα τους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερώτηση που γίνεται συνέχεια σε αντροπαρέες με παρατεταμένη αγαμία. Όσο πιο πολύς είναι ο καιρός που έχει κάποιος να συνευρεθεί με γυναίκα, τόσο πιο συχνή είναι και η ερώτηση. Αυτό συμβαίνει νομοτελειακά, αφού συνέχεια ρίχνει τα στάνταρ του που τείνουν να φτάσουν στον πάτο. Όσο αυξάνεται η περίοδος της αγαμίας, διαπιστώνει κανείς ότι η ερώτηση μπορεί να αφορά γυναίκες αρκετά μεγάλης ηλικίας.

Από την άλλη, η ερώτηση μπορεί πολύ εύκολα να γίνει και για μία αρκετά γαμήσιμη γυναίκα από κάποιον τέως «άγαμο», που μόλις έσπασε πανηγυρικά τα δεσμά της αγαμίας του. Στην περίπτωση αυτή, η ερώτηση γίνεται για να προκαλέσει την έκπληξη του συνομιλητή του (που μέχρι πρότινος είχε συνηθίσει την ερώτηση για αρκετά ασχημότερες γυναίκες), αλλά και για να υποδηλώσει ταυτόχρονα ότι έγινε απότομο limit-up στα standards του.

Στην πρώτη περίπτωση η ερώτηση μπορεί να λάβει χώρα σε οποιοδήποτε μέρος, όμως εμφανίζει μεγαλύτερη συχνότητα σε παρακμιακά καφενεία, μπιλιαρδάδικα και γενικά σε μέρη που συγκεντρώνονται κυρίως άνδρες και στο περιβάλλον υπάρχουν λίγες (ή και μόνο μία καμιά φορά) γυναίκες. Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση η ερώτηση γίνεται κατά κύριο λόγο σε πολυσύχναστα μέρη που υπάρχουν πολλές γυναίκες.

  1. Πενηντάρα χαμηλοκώλα σε προκλημακτηριακή περίοδο φέρνει τον καφέ σε παρακμιακό καφενείο που δείχνει Α Εθνική. Αφού τον αφήνει και φεύγει ακολουθεί ο εξής διάλογος:
    - Ρε συ, την πήδαγες αυτή;
    - Όχι, αλλά σε κάνα δίμηνο θα αρχίσω να το σκέφτομαι...

  2. Το ίδιο δίδυμο με το προηγούμενο παράδειγμα περιμένει το μετρό, όταν εμφανίζεται δίπλα τους μια δροσερή πιτσιρίκα. Τότε ο ένας εκ των δύο λέει:
    - Την πήδαγες αυτή;
    Με τον άλλον να απαντάει:
    - Γιατί εσύ δεν την πήδαγες; Άσε τώρα τα πούστικα σε μένα. Γάμησες, έτσι δεν είναι;

Δες και πηδάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με τη Live-pedia: στενόκωλος -στενόκωλη -στενόκωλο (επίθετο) [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :στενο - κωλ (κώλος) -ος] αυτός που έχει στενό κώλο, ο στενοκώλης αντίθετα: φαρδύκωλος, φαρδοκώλης.

Ας μας επιτραπεί να anal-ύσουμε λίγο παραπάνω. Ο στενόκωλος, -η, -ο λέγεται περισσότερο ως μεταφορική περιγραφή χαρακτήρα ανθρώπου ή δυσκολίας κατάστασης ή στενότητας χώρου και δευτερευόντως με τη συγκεκριμένη εμφανισιακή και ανατομική σεξουαλική σημασία αυτού/-ής που δεν έχει φαρδύ κώλο.

Χαρακτηριστική είναι κυρίως η διάκριση μεταξύ στενόκωλης και στενοκώλας: Το στενόκωλη έχει περισσότερο τη σημασία της στριμόκωλης, περιγράφει περισσότερο κατάσταση και χαρακτήρα μεταφορικά, ενώ το στενοκώλα έχει πολύ πιο συγκεκριμένη ανατομική σεξουαλική σημασία.

Παρά αυτή την, κατά τη γνώμη μας, μικρή διαφορά έμφασης, τα στενόκωλος-η-ο παρουσιάζουν όλο το φάσμα των παρακάτω σημασιών:

  1. Στενός χώρος, όπου δυσκολεύεσαι να καθήσεις τον κώλο σου (πιο αθώα ερμηνεία), ή που σου προκαλεί μια ασφυξία ανάλογη με πέοντα που προσπαθεί να διεισδύσει σε στενό πρωκτό (πιο πονηρή ερμηνεία).

  2. Χαρακτήρας σφιχτοκώλης, anal-retentive που λένε και στο χωριό μου, που έχει φάει καθήλωση στο πρωκτικό στάδιο και είναι τσιγκούνης, σφιχτοχέρης, σπασαρχίδης, εξουσιομανής, ψυχαναγκαστικός με τον έλεγχο και γενικά δεν αφήνεται στη jouissance της στιγμής.

  3. Κατάσταση δύσκολη, στριμόκωλη που ελπίζουμε ότι θα περάσει εβέντσουαλjυ όπως ακριβώς ο πέοντας δυσκολεύεται προς στιγμή να διεισδύσει σε μία στενή κωλοτρυπίδα αλλά διατηρεί την ελπήδα ότι τελικά θα τα καταφέρει.

  4. Και με την πιο κυριολεκτική σημασία ο στενόκωλος-η, πράγμα που φαίνεται κυρίως στο σεξ, που μπορεί να έχει και καυλή έννοια. Παρεμπιπτόντως, πολύ ενδιαφέρουσα η έκφραση «από τότε που ήταν στενόκωλος/-η ο/η τάδε» (παρτόλα/ς) ως συνώνυμο του τότε που ήταν η Ακρόπολη οικόπεδο και ο «βασιλικός» (εθνικός) κήπος γλάστρα κιέτσ'.

  5. Επίσης, εμφανισιακά αυτός που έχει πεσμένο κώλο, που δεν είναι τουρλοκώλης-α ή μπουζουκόκωλος-η.

  1. Ο χωρος γουστοζικος με το μπαρ μες τη μεση αλλα σιγουρα στενοκωλος.. (Από κριτική στριπτιτζάδικου)

  2. να κανουμε μια στηλη με στιγμες που πηγαν να γινουν one night stand αλλα δεν εγιναν ειπαμε στενοκωλος!
    αμα κανουμε τετοια στηλη εγω δε θα γινω ποτε forum master δε θα χω να γραψω τιποτα! αφου ο μονος λογος για να μην εκπληρωθει one night ειναι να μην θελω εγω βεβαια στενοκολος ειμαι εγω στις σχεσεις αλλα τεσπα (Από φόρουμ).

  3. Αυτοι οι εγγλεζοι ρε παιδι μου αγαπη που μας εχουν.Καλα οι γερμανοι εχουν λογους να μη μας γουσταρουν αφου παντα ειμαστε εχθροι τους σ ολους τους πολεμους. Αλλα οι φλεγματικοι οι στενοκωλοι,οι ασπρουλιάρηδες, απο που και γιατι τετοια αντιπαθεια. Μαζι τους χρονια πολεμουσαμε,χρονια πολλα συμμαχοι,και ακουμε συνεχεια απ αυτους υβρεις και σχολια ειρωνικα. Οι ξεπεσμενοι αριστοκρατες,τεως αποικιοκρατες,ρατσιστομουτρα τι τους καναμε; (Εδώ).

  4. tha to edina free alla eimai se idiaitera stenokoli katastasi (Εδώ)

  5. For all fantariaaa pou ypiretoun kai einai se kapia stenokoli skopia kai perimenoun na perasei to gamimeno to 2oro skopia pantazis laiko elliniko yunanıstan. (Από βιντεάκι)

  6. Αλλη ω θεοί! σαν μαϊμού είν ασχημομούρα, στενόκωλη, άβυζη, κοντόλαιμη, καμπούρα! Κακιά, μικρόψυχη, όσο ζει, δεν λέει να πάψει Τρόπους να βρίσκει, ποιόν και πως μπορεί να βλάψει. (εδώ)

  7. Το΄τα ούλλα που γράφετε ενν χιλιοειπωμένα. Ενν που τον τζιαιρόν που ηταν στενόκωλη η ΠΑΟΛΑ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι απλά γαμάω, αλλά το ξευτιλίζω: σκληρό, πρόστυχο και βρόμικο γαμήσι δίχως αύριο.

Χρησιμοποιείται λοιπόν ως επιτατικό του «κάνω σεξ», αλλά φυσικά και μεταβατικά: όταν την ξεγαμάς την άλλη, την κάνεις τσόντα –προφανώς προσφέρεται και για αρσενικό καθώς και ουδέτερο γένος. Το άκουσα στην κυριολεκτική του χρήση, αλλά εύλογα παίρνει και τις γνωστές μεταφορικές σημασίες του απλού γαμάω (δες παράδειγμα 2 και 3).

Το ξε- εδώ επιτατικό (όχι όπως στην άλλη σημασία), επιβάλλει την εμφατική εκφορά της λέξης.

  1. - Πώς ήτανε χθές με το μικρό ρε;
    - Θα την έπαιρν' απο Φίλυρο να πάμε για φαΐ στο κέντρο, κι' ύστερ' απο παραλία ώς το Φάληρο, που παίζαν κάτι φίλοι σ' ένα θεατράκι. Ε και μου σκάει με το φουστάκι ως το βυζί και το ξώπλατ' ώς τη γάμπα. Τί «φαΐ» και τί «βόλτα» και τί «θεατράκια» και παπαριές... Στην πρώτη καβάτζα σταματάω και γίνεται το αλεό, μαλάκα... Την ξεγάμησα... Ένα δίωρο ήμασταν στ' αμάξι μέσα.
    - Έτσι ρε, σα γιάνκης!...
    - Ναί, μόνο που τ' αμάξι είναι γιαπωνέζικο και δέν αντέχει απο ροντέα. Πρέπει να πάω στο μάστορα να μου στήσει πάλι το κάθισμα, στο γυρισμό το πήγα σκαμνάκι.

  2. ας το δουμε διαφορετικα...οταν οι αλλοι υπερασπιζονται και προαγουν ρατσιστικες συμπεριφορες,φασιστικα καταλοιπα για προτυπα και καταπατανε τα ανθρωπινα δικαιωματα καθως και αξιες και αρχες τοτε θα τους ξεγαμαω...καταλαβες;για αφεντικα την καραμελα φτυστην...ειμαι εναντια σ οτιδηποτε φασιστικο...αμα δω καποιον να κλεβει τσαντα απο γιαγια πχ ανεξαρτητως εθνικοτητας θα τον ξεγαμησω γιατι ειναι φασιστικο...για να μην λετε οτι η αντίφα μιλαει για ανοχη εγκληματων απο αλλοδαπους... (σχόλιο στο γιουτιούμπ)

  3. Te quitaré lo vieja a cogidas: Θα ξεγαμήσω τη γεροντίλα από πάνω σας (παράδειγμα απόδοσης του quitar από ονλάιν ισπανοελληνικό λεξικό...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που όχι μόνο είναι κωλογαμιάς, όχι μόνο είναι μερακλής, αλλά είναι και -άκιας των παραπάνω, πρόκειται δηλαδή για καθ' έξιν μερακλή του κώλου που έχει αναγάγει το κωλογαμήσι σε κάτι παραπάνω από επιστήμη και τέχνη: Το έχει για μεράκι, για καημό, για ψυχική συνθήκη και ψυχική ανάγκη, τέσπα αατα, κάποιες λέξεις είναι περιττό να ορίζονται.

- Ρε συ Γιάννη, δεν σου φαίνονται αταίριαστο ζευγάρι ο Μένιος με την Καυλάουρα; - Μη μπερδεύεσαι. Ο Μένιος βασικά είναι κωλομερακλάκιας. Έχουν ταιριάξει σε άλλο επίπεδο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified