Η λέρα.
Να με δεις μετά το χωράφι μιλάμε, να δεις τι θα πει μπίχλα...
Η λέρα.
Να με δεις μετά το χωράφι μιλάμε, να δεις τι θα πει μπίχλα...
Got a better definition? Add it!
Πορδίζω.
-Σταμάτα ρε να κλάνεις, θα πεθάνουμε εδω μέσα.
Got a better definition? Add it!
Μαντίλι που ενδείκνυται για το σκούπισμα μύξας. Αποτελείται από πολλά φύλλα χαρτιού ώστε να μη μουλιάζει και τρυπάει με αποτέλεσμα τη διαρροή μύξας στο χέρι, ενώ η απαλή υφή του δεν τραυματίζει τα ρουθούνια και την περιοχή πάνω του άνω χείλους. Η συσκευασία είναι μικρή ώστε να χωράει παντού και επανασφραγιζόμενη ώστε ακόμα και το τελευταίο μυξομάντιλο να είναι το ίδιο καθαρό με το πρώτο.
(Με αηδία:) - Πάρε ένα μυξομάντιλο ρε βρωμιάρη που γλύφεις τις μύξες σου! Σου πέφτουν κατευθείαν απ' τη μύτη στο στόμα ναούμε...
Got a better definition? Add it!
Ο άξεστος, ο βάρβαρος, ο βρωμιάρης. Κοινώς ο χοντρόπετσος. Το αντίθετο του ευγενικού.
Η τραγίλα δεν είναι απαραίτητα υποτιμητική προσφώνηση γιατί πολλές φορές συμπίπτει με την αυθόρμητη ειλικρίνεια και στη σημερινή κοινωνία πρέπει να είσαι και λίγο τράγος!
Επίσης: τραγί, τραγόπουλο=τραγόπαιδο (λίγο τράγος), αρχιτράγος (ουγκ...)
- Χθες ήσουν με τον χοντρό, ρε Μάκη;
- Γάμα τα ρε... μπήκε μέσα να μου δώσει λεφτά και βρώμαγε σαν τραγί... Άσε που μπαστακώθηκε και δεν έλεγε να πάρει πούλους...
- Αρχιτράγος δηλαδή...
- Ήσουν με την πρώην καριολίτσα σου πριν;
- Ναι ρε, της τα έχωσα κανονικά σαν τράγος και δεν την άφησα να πει κουβέντα... το ζώο.
- Καλά έκανες... καλό τραγόπουλο είσαι!!!!
Got a better definition? Add it!
Φοβάμαι, παίρνω τρομάρα. Προκύπτει από το «χέζομαι από τον φόβο». Συνώνυμο: κλάνω μέντες.
-Ήξερα πως η αδερφή μου έβλεπε θρίλερ στην τηλεόραση, οπότε περίμενα λίγο. Ξαφνικά ανοίγω την πόρτα και αρχίζω να φωνάζω! Της πήγε το σκατό στην κάλτσα σου λέω!!
Got a better definition? Add it!
Είδος κλανιάς, γνωστής και ως μουλωχτή. Συνήθως βρωμάει απίστευτα και προκαλεί δόνηση στο κάθισμα του ιδιοκτήτη της. Κανείς δεν ξέρει ποιός την αμόλυσε, σε αντίθεση με την δυνατή κλανιά που σε κάνει ρεζίλι αλλά δεν βρωμάει, οπότε τζάμπα σε κράζουν.
Η Μαρία έχοντας γύρω της 5 άνδρες άφησε με την ησυχία της μια υπόκωφη η δονούσα, έχοντας σίγουρο ότι ο ένας θα κατηγορήσει τον άλλον για την μπόχα. Είχε φάει το μεσημέρι μπρόκολο με φασόλια χάντρες.
Got a better definition? Add it!
Η διάρροια.
Με έπιασε ένα τσιρλιπιπί άλλο πράγμα, δεν προλαβαίνω!
Πολλά μαζί: αίμα, αίμα και πανί (με πήγε), εκδίκηση του Μοντεζούμα, ήρθε ο κινέζος, κολιάντζα, κολούμπρα, κομφετί, με κυνηγάει ζαρκάδι, με πάει αίμα, με πάει ζάρι, με πάει μαρούλι, με πάει μίλκο, με πάει Πάτρα Καλαμάτα, με πάει σερπαντίνα, με παει τσιλιό, με πάει τσιμέντο, τσίρλα, τσιρλίντινγκ, πρωκτοζούμι, σουλγκάνι, σπρέι, τσαπαρτάπαρ, τσιρλιπιπί, τσιρλονέρι
Got a better definition? Add it!
Κατά αντιδιαστολή προς το κάνω το ψιλό μου: ενεργούμαι, κάνω τα κακά μου, ρίχνω ένα χέσιμο βρε αδερφέ!
- Πολύ αργεί ο μαλάκας ο Νίκος... Τόσην ώρα στην τουαλέτα είναι; Άντε και πρέπει να φύγουμε!
- Ε, θα κάνει το χοντρό του φαίνεται...
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κατά αντιδιαστολή προς το κάνω το χοντρό μου: κατουράω, (για άντρες) αρμέγω τη σαύρα μου.
- Δεν σταματάς λίγο το αυτοκίνητο να κάνω μια επίσκεψη στα χωράφια;
- Γιατί, τι έγινε;
- Ε, θέλω να κάνω το ψιλό μου, τι λες να έγινε δηλαδή;
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέγεται όταν κάτι πάει κατά διαόλου.
- Πώς έπαιξε χθες η Πανάθα;
- Χέσε ψηλά κι αγνάντευε. Ο Λεοντίου ούτε την ακούμπησε την μπάλα.
Got a better definition? Add it!