Ο ορισμός της αντρίλααας... Ψεκάζω κάβλα, ανάβω.
Δοσμένο εξαιρετικά από τον Τάκη Ζαχαράτο - εύσημα στον καλλιτέχνη.
- Σήμερα καβλοψέκασες (!)
Ο ορισμός της αντρίλααας... Ψεκάζω κάβλα, ανάβω.
Δοσμένο εξαιρετικά από τον Τάκη Ζαχαράτο - εύσημα στον καλλιτέχνη.
- Σήμερα καβλοψέκασες (!)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η σχετικά νεόκοπη αυτή σλανγκιά έχει κάμποσες εφαρμογές:
Τα χέσε-μέσα-γάμησέ-τα-κι-άφησέ-τα πρόσωπα, πράματα και καταστάσεις.
Βλ. και την παράλληλη κατασκευή χυσαμόλα.
1.
- είμαστε πολύ χεσαμόλα χώρα ,άντι να τρέξουμε την Γερμάνια για της αποζημιώσεις επι Β παγκοσμίου πολέμου και να τους τα πάρουμε χοντρά , Αντι να κάνουμε αυτό ,καθόμαστε και ανεχόμαστε αυτόυς
που μας χρωστάν να δηλώνουν...
2.
Μέτα από μισή ώρα τοστ-καφέ-τσιγάρου ακούω τις πρώτες τυμπανοκρουσίες να προμηνύουν την βρωμερή καθιερωμένη πρωινή χεσαμόλα. Με δέος και ευεξία μπαίνω στην αραχνιασμένη τουαλέτα μου και κάθομαι περήφανα στην πορσελάνινη κουραδορουφίχτρα.
3.
Κι εμείς είμαστε υπέρ του να σου γαμήσουμε την πρωκτάδα τόσο πολύ που θα είσαι μια μόνιμη χεσαμόλα.
4.
Η μητέρα του ήταν η Εστε Λόντερ που έγινε βαθύπλουτη πουλώντας ματζούνια και γυναικείες χεσαμόλες.
5.
ΡΕ ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΕΨΑΧΝΕΣ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΚΑΡΑΠΑΠΑΡΑ ΤΗΝ ΧΕΣΑΜΟΛΑ;
Got a better definition? Add it!
Η δήλωση μιας κοπέλας για το τι κάνει με τα χύσια αφότου τελειώσει τον στοματικό έρωτα.
- Δηλαδή εσύ Σούλα, τα καταπίνεις ή τα φτύνεις;
- Ίουυυυ, τα φτύνω φυσικά!
Got a better definition? Add it!
Πλανώμαι πλάνην οικτράν αλλά μυρίζει κιόλας!
Εαν αυτά τα ΠΑΣΟΚόσκυλα νομίζουν πως σε περίπτωση που βγει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι κάτι σαν την ΕΣΑ + του ότι θα κάνουνε ανενόχλητοι τις βρωμοδουλειές που επιθυμούν (προστασίες,προμήθειες κλπ) ή ότι θα πάρουνε μετάθεση εκεί που επιθυμούν και θα κατσικωθούν σε τίποτα γραφεία όπως γινότανε τα χρόνια των δανεικών του Ανδρέα και γράφουν τέτοιες ανοησίες, κλανώνται κλάνην οικτράν.
Got a better definition? Add it!
Published
Η τρομερή, βροντερή πορδή με την κατάληξη -κλας, όπως λέμε άντρακλας, και γίνεται υπερπολλαπλάσιο.
- Τι μυρίζει έτσι ρε μεγάλε σαν ψοφίμι, έκλασες;
- Ναι ρε, την αμόλησα.
- Αυτό ρε δεν είναι κλανιά, είναι πόρδακλας!
Got a better definition? Add it!
Το ξεσκούφωτο λουκάρισμα: όταν κάποιος αναγκάζεται να κρύψει μικρή ποσότητα σταφ στην σούφρα του χωρίς υπόθετο. Το χούσωμα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη πρακτική και εφαρμόζεται μόνο σαν έσκατη λύση απελπισίας σε δύσκολη στιγμή. Δεν πρόκειται για μορφή λαθραίας διακίνησης ουσιώνε.
Το Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) μας πληροφορεί ότι το λήμμαν ετυμολογείται από τα καλιαρντά όπου η τρύπα λέγεται χους.
- Σύρμα γιατρέ μου, τσομπάς!
- Χαλάρωσε και σγούψε να σου χουσώσω τον φοσμπά μου.
- Ωραίος ο γουίνστον, πούστης με ξένο κώλο.
Got a better definition? Add it!
Προσδιορισμός καταναγκαστικής εργασίας κατά την οποία η πίπα που τρως και το «πήδημα»...είναι άξια επαίνου. Συνήθως απαντάται στα χρόνια της θητείας, κατά τα οποία αυτά που τραβάει ο νέωψ μοιάζουν να τον κάνουν μογγόλο.
Got a better definition? Add it!
Είναι η σεξουαλική πράξη κατά την οποία άνδρας δέχεται στοματικό καθώς βρίσκεται καθισμένος στη λεκάνη για να κάνει την ανάγκη του.
Λέγεται πως αυτό βοηθά τους δυσκοίλιους να ενεργηθούν πιο εύκολα, εξ ού και η ετυμολογία του, την οποία δεν αναλύω πολύ γιατί με αηδιάζει. Τέλος πάντων, κάνετε τη σύνδεση με την ετυμολογία μόνοι σας: πίπα + υπόθετο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αναφέρεται στην οδηγία κατά την οποία η συνουσιάζουσα καλείτε να αρπάξει το ανδρικό μόριο για το οποίο για άγνωστο λόγο ο κατέχων νιώθει υπερήφανος.
Χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από γεωργό ο οποίος τα μπέρδεψε με την τσάπα και προσπάθησε να οργώσει το χωράφι με την τσαπού.
Η ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ και το ΕΣΟΥΡΟΥ απαγόρεψαν σχετικές αναφορές και παραδείγματα. Την ως άνω αναφορά προσπαθεί να μεταφράσει και το Γερμανικό υπουργείο Οικονομικών.
Got a better definition? Add it!
Να προσθέσω τρία ακόμα είδη μουνικών στον έξοχο ορισμό στη καθ' ύλην αρμόδιας Iron:
1. μουνικό (= αλοιφή για τη θεραπεία παθήσεων των εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας)
1. θυμάμαι τον Κώστα Πρέκα που ήτανε πολύ – μα πολύ εξοικειωμένος με το υγρό στοιχείο. Πρωταθλητής καταδύσεων ήτανε ο άνθρωπος. Έριχνε βουτιά απ’ τον ψηλότερο βατήρα στο κολυμβητήριο κι αναστέναζε το μουνικό στις κερκίδες
3. Μικροί κυνηγάγαμε τα μαύρα βρακιά που άπλωναν τα παλιά χρόνια οι θείτσες και γιαγιάδες, αυτά που είχαν ξασπρίσει στο γνωστό σημείο απ΄το «μουνικό οξύ», και με ψαλίδι το κόβαμε και το κρεμάγαμε δίπλα στα βρακιά!! Όλες τις γειτονιάς μόλις μας έπαιρναν είδηση έτρεχαν και τα μάζευαν!!!
Κολπικά υγρά: βρέχονται βρακάκια, ζουμιά, μουνιαγάρας, μουνικά, μουνόγαλα/μουνόγαλο, μουνόσαλτσα, μουνόφτυμα, μουνόχυμα, μουνοχύσια, σιντριβάνι.
Got a better definition? Add it!