Further tags

Επιφώνημα αηδίας. Χρησιμοποιείται με τον ανάλογο τόνο και την ανάλογη ένταση φωνής και κυρίως από γκόμενες κάθε είδους.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως αστεϊσμός ή ειρωνεία από άτομα οποιουδήποτε φύλλου και για σχεδόν οποιονδήποτε λόγο. Θεωρείται λέξη-μπαλαντέρ.

  1. - Κοίτα Νίνα! Μια σκουληκαντέρα!
    - Ίιιιιου! ΠΑΡ' ΤΗΝ ΑΠΟ 'ΔΩ, ΠΑΡ' ΤΗΝ ΑΠΟ 'ΔΩ!!!

  2. - Το λατρεύω αυτό το συγκρότημα, είναι τέλειοι!
    - Ίου.
    - Άντε χάσου ρε!

  3. - Τσέκαρε το μουστάκι του απέναντι! Είναι κιτρινωπό και έχει ένα κομμάτι υγρής μύξας στην άκρη!!!!
    - Σίγουρα μύξα; Μήπως είναι...;
    (με μια φωνή)- ΙΟΥΥΥΥ!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ουρητήρας. Συναντάται συνήθως σε επαγγελματικούς χώρους, όπου στα WC υπάρχει και χέστρα και κατρουλιέρα.

Εστιάτορας: Ρε παιδιά βούλωσε η χέστρα και δε δουλεύει η κατουρλιέρα στο WC. Πού θα κατουράει ο κόσμος;
Υπάλληλος: Ο νιπτήρας δουλεύει, μάστορα;

(από dimitriosl, 18/03/10)(από dimitriosl, 18/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή βεντούζα, συνήθως χρώματος κεραμιδί, για το ξεβούλωμα της λεκάνης (συνήθως από λουκάνα...).

Συνώνυμα: βεντούζα, ξεσκατώστρα.

- Δέκα ώρες προσπαθώ με την ποπέρα φλούτσου-φλούτσου, αλλά τίποτα... Το σκατό έχει σφηνώσει άσκημα, κούκλα μου.
- Άσ' το τότε, Σάκη μου, και πάμε για κανα σπρωξιματάκι.

Αφιερωμένο στον Αλάριχο - Carter USM: A Prince a Pauper\'s Grave... (από HODJAS, 29/03/10)Mary Poppins (από allivegp, 30/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος κλανιάς που ηχεί σαν μπουρμπουλήθρες, σαν να βράζει νερό. Συνήθως είναι δυνατή, διαρκείας, με υγρή απόχρωση, και βρομάει επικίνδυνα.

- Άφησε μια βραστή μες στο σινεμά, ο λεχρίτης, που ψοφήσαμε στη μπόχα.
- Ε, το μπουχέσα! Καλά, δεν ντράπηκε που έγινε ρόμπα;

(από Αλάριχος Τεκέλογλου, 17/04/10)(από Αλάριχος Τεκέλογλου, 17/04/10)

Βλ. επίσης κομπολογάτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άθλημα στο οποίο οι παίκτες συναγωνίζονται στο κλάσιμο. Οι κανόνες είναι απλοί:

Ηχηρή χωρίς βρόμα = 1 πόντος.
Ηχηρή με βρόμα = 2 πόντοι.
Φυσηχτή χωρίς βρόμα (σπάνιο) = 0,5 πόντοι.
Φυσηχτή με βρόμα (άλλως «μοβόρα») = 2,5 πόντοι.
Βραστή = τρίποντο.

Σε περίπτωση που ένας παίκτης χεστεί κατά τη διάρκεια του αγώνα, χάνει και βγαίνει από το παιχνίδι (για να πάει στο γκαμπινέ να σκουπιστεί/να πλυθεί ή να συνεχίσει το χέσιμό του ανενόχλητος).

Όπως σε κάθε άθλημα, η προπόνηση παίζει μεγάλο ρόλο, όπως και η κατάλληλη προθέρμανση και προετοιμασία (κατανάλωση οσπρίων, κρύου γάλακτος κ.τ.λ.).

- Παίζουμε (το) πορδόσφαιρο;
- Πάλι τα ίδια; Αφού όλο χέζεσαι και χάνεις, ρε πισωγλέντη.

Εσφαλμένα αναφέρεται ως "πορδοποδόσφαιρο", καθότι οι καλλιτέχνες δεν γνώριζαν την "απλολογία" (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 17/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος πορδής που αμολιέται μέσα σε ανελκυστήρα, και η φρίκη είναι να την έχουν αμολήσει στο ισόγειο και εσύ να πρέπει να πας στον όγδοο! Τρεις πιθανότητες υπάρχουν: α) να την αφήσει κάποιος συνεπιβαίνων, οπότε αν είναι μόνο ένας και δεν είσαι εσύ, ξέρεις τον ένοχο (κι αυτός / αυτή τον ξέρει, κι ας παριστάνει τον μπιλμέμ), β) να την αφήσει κάποιος συνεπιβαίνων μεταξύ περισσοτέρων από δύο, οπότε όλοι κοιτάζονται, και άντε να βρεις το φταίχτη, γ) να την έχει αφήσει κάποιος που ήδη βγήκε, επίτηδες συνήθως, με στόχο να φρικάρουν αυτοί που θα μπουν μετά. Το τελευταίο έχει πολύ γέλιο, το συνιστώ ανεπιφύλακτα!!! Ο όρος βασίζεται σε λεξιπλασία, κατά το κομπολογάτη.

- Πάμε από τις σκάλες ρε!
- Όχι πάλι σκάλες, έπηξα.
- Καλά...
(μπαίνουν στο ασανσέρ)
- Τι βρωμάει ρε παπάρα; Έκλασες;
- Μπας κι έκλασες εσύ μωρή άρρωστη;
- Ούτε εγώ έκλασα, μα τον Δία!
- Τότε κάποιος καριόλης άφησε ασανσεράτη... Ωωχ, πάτα να βγούμε στον επόμενο όροφο γρήγορα.

(από Vrastaman, 28/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη, από την τσάπα και το νύχι. Περιγράφει το νύχι που έχει καιρό να κοπεί και θα μπορούσε άνετα να κάνει και δουλειά εκσκαφέα.

Μα καλά χρυσέ μου, τι τσαπόνυχο είναι αυτό που έχεις αφήσει;

(από missminidriver, 29/04/10)Miss Minnie Driver (από Vrastaman, 29/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία που προκύπτει από τη παραφθορά της λέξης κουλούρι για να δηλώσει τον ανδρικό ή γυναικείο πρωκτό. Δεν πρέπει να προκαλεί καμία έκπληξη δεδομένου του σχήματος του κουλουριού (στρογγυλό με τρύπα στη μέση) αλλά και της ίδιας της υπόστασης του ως διατροφικό προϊόν, δηλαδή ενός εξαιρετικά δημοφιλούς εδέσματος που όλοι σπεύδουν να το ζητήσουν και να το καταναλώσουν. Σημειωτέον πως το κωλούρι είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο ανδρικό κοινό, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως δεν χαίρει εκτίμησης και από το γυναικείο.

Για λόγους υγείας και υγιεινής, το κωλούρι είναι καλύτερο σκέτο, δηλαδή χωρίς γέμιση. Αν και αυτό πάλι είναι θέμα καθαρά γούστου και -πάνω απ' όλα- βίτσιου.

- Τι είναι αυτό που θα σας κάνει να θέλετε να συζητήσετε με μια κοπέλα; κ ποιο χαρακτηριστικό είναι αυτό που σας κάνει να την γουστάρετε τρελά; πάντα ήθελα να μάθω...

- Το σπίτι που μένει και σε ποιά περιοχή, το αυτοκίνητο που οδηγεί, το ρολόι π
που φοράει, αν έχει δικιά της επιχείρηση και αν δίνει κωλούρι. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα λευκά εσώρουχα, μάρκας κυρίως μινέρβα. Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από την παρατήρηση ότι η παραμικρή απροσεξία γίνεται εύκολα αντιληπτή από οποιονδήποτε έχει την ατυχία να δει τον φέροντα χωρίς παντελόνι.

Ο αδερφός μου μου καβατζώνει όλα τα καλά εσώρουχα και στο τέλος μένω μόνο με τους κουραδορουφιάνους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλεννώδες / κολλώδες έκκριμα υψηλής συγκέντρωσης (αυτό που λέμε «κομμάτι»), χρώματος υποκίτρινου έως χαλκοπράσινου, αναμεμειγμένο με σίελο και προερχόμενο κυρίως εκ της ρινικής κοιλότητος κι εξερχομένο εκ της στοματικής, σε διάμετρο προσομοιάζουσα το πάλαι ποτέ ισχύον ελληνικό νόμισμα (θα έλεγα όχι αυτό το κούτσικο των τελευταίων δεκαετιών προ αντικαταστάσεως της Δραχμής εκ του Ευρώ, μεταπολιτευτικής κυκλοφορίας, απεικονίζον τον Αριστοτέλη, αλλ' αυτό το χορταστικού μεγέθους με τον τέως βασιλιά Παύλο που είχε προηγηθεί).

Κατά περίπτωση, εμπλουτίζεται με ανάλογο υλικό προερχόμενο εκ του φάρυγγος.

Συνώνυμα: ταληράκι, ροχάλα, χλέπα, χλεμπόνα κ.α.

Του έφτυσε ένα τάληρο κατάμουτρα, που ήθελε γυαλόχαρτο να φύγει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified