Ο άξεστος, ο βάρβαρος, ο βρωμιάρης. Κοινώς ο χοντρόπετσος. Το αντίθετο του ευγενικού.

Η τραγίλα δεν είναι απαραίτητα υποτιμητική προσφώνηση γιατί πολλές φορές συμπίπτει με την αυθόρμητη ειλικρίνεια και στη σημερινή κοινωνία πρέπει να είσαι και λίγο τράγος!

Επίσης: τραγί, τραγόπουλο=τραγόπαιδο (λίγο τράγος), αρχιτράγος (ουγκ...)

  1. - Χθες ήσουν με τον χοντρό, ρε Μάκη;
    - Γάμα τα ρε... μπήκε μέσα να μου δώσει λεφτά και βρώμαγε σαν τραγί... Άσε που μπαστακώθηκε και δεν έλεγε να πάρει πούλους...
    - Αρχιτράγος δηλαδή...

  2. - Ήσουν με την πρώην καριολίτσα σου πριν;
    - Ναι ρε, της τα έχωσα κανονικά σαν τράγος και δεν την άφησα να πει κουβέντα... το ζώο.
    - Καλά έκανες... καλό τραγόπουλο είσαι!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εστιν ουν ξέκωλο, ανήρ έχων αιμοροεές εκ του πρωκτού κατερχόμενες, αιτιωδώς συσχετιζόμενες μετά των ερωτικών προτιμήσεων.

Ο Δημήτρης είναι ξέκωλο. (τελεία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η κάθε μορφής βρώμα που μαζεύεται κάπου.

  2. Μέρος ή χώρος με βρωμερούς, απειλητικούς και λοιπούς σκιώδεις χαρακτήρες. Το λήμμα αναφέρεται στο σύνολο αυτών των τύπων.

  3. Γλέντι που γίνεται αυστηρά μεταξύ αντρών, με πολύ ποτό, λαϊκή ή και παραδοσιακή μουσική, περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα γερό μεθύσι, εμετούς, μεθυσμένες φιλοσοφικές συζητήσεις και μερική απώλεια μνήμης για το συμβάν. Συνοδεύεται συνήθως από το ρήμα «κάνω»

- Καθάρισε λίγο ρε, έχει μαζευτεί μούργα στο σπίτι σου!

- Ω ρε μαλάκα τι μούργα είναι εδώ; Πού μας έφερες μ' όλα αυτά τα καθιζήματα;

- Πω κάναμε μια μούργα εχθές στο σπίτι του Γιάννη, άλλο πράμα!

Παράδειγμα από τον Αρχηγό στο 1:45. (από joe909, 17/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλοπέρασε όλη τη ζωή του, χωρίς να νοιάζεται για το αύριο αλλά πέθανε, λόγω ακριβώς της ζωής αυτής, στην ψάθα, πικραμένος και μόνος μην αφήνοντας περιουσία ή χρήματα πίσω του.

-Τι έγινε ρε συ αυτός ο αρχοντάθρωπος ο καπτάν-Νικόλας; Τονε βρήκανε τέζα μες στα ποντίκια;
-Άστα ρε Δημήτρη. Καλή ζωή, σκατά διαθήκη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που η σύλληψη του δεν έγινε από μουνί όπως σε φυσιολογικούς ανθρώπους, αλλά από κώλο. Διπλής δράσης βρισιά γιατί ταυτόχρονα υπονοεί ότι η μάνα του την ανοίγει την πίσω πόρτα. Δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο να τη χρησιμοποιεί πατέρας για παιδί.

- Γιωργάκηηηηηηηηη! Έλα δω ρε κωλόπιασμα!
- Μην το λες έτσι το παιδί Μένιο μου.
- Ναι σιγά να μην το πληγώσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που εφαρμόζει την πρακτική της αιδοιολειχίας. Επειδή τα σκυλιά έχουν μεγάλες γλώσσες και γλείφουν πολύ. Αλλά και επειδή τα σκυλιά θεωρούνται κάπως υπηρέτες μας, αλλά και «καλοί φίλοι». Λέγεται για κάποιον, ο οποίος επιμένει λίγο υπερβολικά σε αυτήν την πρακτική. Και ίσως υποτιμητικά από κάποιους φοβικούς προς την vagina dentata. Επίσης, γενικά, ο μουνόδουλος, ο μουνάκιας.

Αυτός ο Περικλής έχει καταντήσει το μουνόσκυλο της Λίλιαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακαλώ με τρόπο εξευτελιστικό, προκειμένου να εξυπηρετηθώ, είμαι δουλοπρεπής, γλείφτης, κόλακας, μετέρχομαι αθέμιτων μέσων, προκειμένου να πετύχω έναν στόχο, κυρίως εξυπηρετήσεων σε ισχυρούς τρίτους.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος λέει ότι η πηγή αυτής της φράσης είναι πολύ ρεαλιστική! Ως «ποδιά» εννοείται η φουστανέλα των παλιών καλών Ελληνάρων (βλ. Αρβανίταρων, Βλάχων κ.ο.κ.) τσολιάδων μας. Οι οποίοι, κατά Πετρούπολο, δεν φορούσαν άλλο εσώρουχο, κι έτσι η Σοκολάτα-Μπανάνα πήγαινε κατευθείαν στην φουστανέλα. Το γεγονός αυτό τεκμαίρεται κι από τον ηρωϊκό θάνατο του Γεωργίου Καραϊσκάκη, ο οποίος μέσα στο φόρτε της μάχης των Αθηνών, άρχισε τα μπινελίκια με τους Τούρκους, καταπώς λέει το σχετικό ανέκδοτο, και τότε ανασηκώνοντας την «ποδιά» του, τους έδειξε ευχερώς τον κώλο του, καθώς δεν φορούσε άλλο εσώρουχο. Στον οποίο κώλο και έφαγε, φευ, δύο σφαίρες από τους Τούρκους, που δεν εκτίμησαν τον αστεϊσμό. Οπότε «φιλάω κατουρημένες ποδιές», λεγόταν για αυτούς που ήταν διατεθειμένοι να φιλήσουν ακόμη και την «μπανάνα» φουστανέλα ενός τυρο-παραγωγού οπλαρχηγού. Σημειωτέον ότι αυτό το dress-code ήταν ευχερές και για τους πουστανελάδες.

Από νούμερο του Χάρρυ Κλυνν, όπου ένας νονός, δέχεται τον μελλοντικό πρωθυπουργό και τον υποβάλλει σε ερωτηματολόγιο δεξιοτήτων:

- Σημαίες κατεβάζεις;
- Και με τα δύο χέρια, νονέ!
- Από ποδιές, πώς πάμε, φιλάς;
- Μόνο κατουρημένες!
- Συνταξιούχους, λιμενεργάτες, δέρνεις;
- Τους γαμώ την μάνα, νονέ.
- Συγχαρητήρια, καλώς ήρθες στην κυβέρνηση!

Ο αδικοχαμένος Γεώργιος Καραϊσκάκης, τουπίκλην Καραουϊσκάκης. (από Hank, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει κάποιον που δεν ξεκολλάει από κάποιον άλλο, ή που γνωρίζει τα πάντα γι' αυτόν τον άλλο.

-Πού ήταν χθες ο Γιώργος; -Πού να ξέρω; Σπυρί στον κώλο του είμαι;!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος βιάζεται και κάνει λάθη σημαντικά, που μοιάζουν με τη μεταφορά μιας γεμάτης (ξέχειλης) καρδάρας (όπως έλεγαν κι οι αρχαίοι Έλληνες) με γάλα, που θέλει προσοχή στο περπάτημα για να μη χυθεί το γάλα και αυτός που τη μεταφέρει ψωλοπαραπατά και του φωνάζει ο άλλος «σιγά ρε θείο θα χυθεί το γάλα».

Ατάκα πρώτο-ακουσμένη από τα χειλάκια του Χαρούλη του καθαρού.

Υπάρχει και η περίπτωση που κάποιος σου πουλάει μαγκιά και τον γειώνεις λέγοντας του την ατάκα «σιγά ρε θείο θα χυθεί το γάλα». Αντί της «σιγά ρε μάνγκα μας έκανες τα μούτρα κρέας», ή «για δες, ματώνω;» και του δείχνεις το ένα άκρο των χειλιών σου, εννοώντας «τσιμπάω;»: μια και δεν τσιμπάς το δόλωμα δεν έχεις και αίμα στα χειλάκια σου.

Επίσης, τραβάς και μια ροχάλα μεγέθους ταλίρου κρητικής πολιτείας λέγοντας του... «φτου ρε και κολύμπα». Αν σε φτύσει κατάμουτρα και σου πει «φτου ρε και σε πιτσιλάω» κάνε την αλάργα διότι είναι μαγκάκος πονηρός.

-Θα τον σκοτώσω τον παλιοπούστη, θα κλείσω συμβόλαιο θανάτου... Αλλά όχι, είναι ακριβό... Να τι θα κάνω, θα στείλω 5 παλικαράκια να τον κάνουν τόπι στο ξύλο!
-Σιγά ρε θείο θα χυθεί το γάλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βυζί ή βυζούνι, ή, επίσης, η κύστη κόκκυγα.

Η έκφραση αποτελεί συνήθως κατάρα ή / και χαρακτηρισμό κάποιου που μας σπάει τ' αρχίδια, που μας γίνεται τσιμπούρι, βδέλλα, κεχαγιάς στ' αρχίδια μας κλπ.

Παραπέμπει δε -πιθανόν- και στο αγγλικό pain in the ass, που λέγεται για τον ενοχλητικό τύπο (έκφραση που περιγράφει μεταξύ άλλων και τις αιμορροΐδες).

  1. - Είδες που στά 'λεγα;
    - Μπα που να βγάλεις κακό σπυρί στον κώλο σου μαλάκα, γρουσούζη, τι ήθελες και το μελέταγες;...

  2. Τι θα γίνει πια με αυτόν τον Στράτο; Κακό σπυρί στον κώλο μου έχει γίνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified