Γουστάρω, και γαμώ, ούμπερ, τέλειο, καταπληκτικό, και λοιπά καλολογικά. Επιρρηματική έκφραση των ογδόνταζ.

Προφ επειδή όταν είναι κάτι τόσο καλό το αγοράζουμε (ψωνίζουμε).

Πάσα: μπουρέκι στο μου 'χεις ξύσει τ' άντερα

- Καλό το μαγαζί; - Ψώνιο φάση μιλάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άψογο, σε άριστη κατάσταση, τζιτζί, τζετ, κουφέτο.

Συνήθως για αντικείμενα: μηχανάκια, αμάξια, διαμερίσματα κλπ. Λιγότερο για πρόσωπα, ιδίως για ευειδείς κορασίδες, π.χ. πένα το μουνί.

Παλιότερα (σήμερα αρκετά λιγότερο) λέγαμε στην πένα, προκειμένου για κάποιον υπέρκομψα ντυμένο. Η πρόθεση κάπου χάθηκε στην πορεία (σλανγκική οικονομία) και απέμεινε το σκέτο πένα εν είδει τροπικού επιρρήματος.

Γιατί όμως πένα; Είμαι βέβαιος πως θα υπάρχουν κι άλλες απόψεις, ίσως περισσότερο τεκμηριωμένες, η δική μου ωστόσο είναι πως αναφέρεται στις πένες γραψίματος. Η καλή πένα (Mont Blanc κ.τ.τ.) είναι ένα αντικείμενο πολυτελείας. Παραπέμπει στην καλλιέργεια του κατόχου της, το λεπτουργημένο γούστο του ως φορέα πολιτισμικού κεφαλαίου. Ένα αντικείμενο κύρους. Ο Ουμπέρτο Έκο έχει αναφερθεί συχνά στην απόλαυση από την (υλική) πράξη της γραφής με μια ακριβή πένα, μια αίσθηση στιλπνότητας και πλήρωσης. Κι ο Roland Barthes έχει γράψει πολλά επί του θεμάτου, ο Khan μπορεί να μας διαφωτίσει σχετικά.

  1. Που λες είχα πλύνει χτες το αμαξάκι μου, του περνάω και το κεράκι του, πένα έγινε. Και σήμερα η κωλοβρόχα μου το έκανε μουνί.

  2. Φίλε μου το μοτέρ του είναι πένα. Έχει γράψει ελάχιστα, ο προηγούμενος ιδιοκτήτης μόνο Σ/Κ το έβγαζε για χαλαρή βόλτα με την οικογένειά του.

  3. Μου σκάει χτες η Βάσω πένα, με μινάκι ώς τις αμυγδαλές, τρίπατο γοβίδι και κόκκινο τσιμπουκόχειλο. Να τον βγάλεις έξω να τον χτυπάς στα πλακάκια.

Εκ του λατινικού penna (φτερό) (από Vrastaman, 17/05/11)Η πένα είναι πιο δυνατή από το σπαθί. Αλλά μόνο εάν ανήκει στο Τσακ Νόρρις. (από Vrastaman, 17/05/11)(από Khan, 28/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση από τον Auto χώρο. Σημαίνει ότι κάποιος είναι τόσο πολύ ευχαριστημένος με ένα αυτοκίνητο ή άλλο όχημα, που ακόμη κι αν αναγκαζόταν να το αλλάξει θα ξανάπαιρνε την ίδια μάρκα / μοντέλο. Το καθιέρωσε ο Χάρρυ Κλυνν σε διαφήμιση, όπου παραλληλίζει τα Φουντούνια με αυτοκίνητο και λέει «κι αν ποτέ τ'άλλαζα, πάλι φουντούνια θά 'παιρνα». Έκτοτε η έκφραση χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει ο,τιδήποτε είναι πάρα πολύ καλό και αξίζει, και είμαστε απόλυτα ικανοποιημένοι μαζί του.

  1. κι αν ποτέ τ ' άλλαζα , πάλι sorlin θα ' παιρνα !!! (paokmania.gr).

  2. Μαζί με τον WinRAR και 1-2 άλλα είναι από τις εφαρμογές που πλήρωσα για τη χρήση τους. Κι αν ποτέ τ'άλλαζα, πάλι το ίδιο θα'παιρνα :p (Εδώ).

  3. - Τρομερές γυναίκες οι Δανέζες που κατεβαίνουν το καυλοκαίρι στο νησί. Κι αν ποτέ τ' άλλαζα, πάλι Δανέζα θά 'παιρνα...

(από Khan, 19/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καραμπινάτος, γαμιστερός, αδιαμφισβήτητος, απόλυτος, που βγάζει μάτι.

Επίρρημα: εμφανώς, αδιαμφισβήτητα, γαμώ.

Επίσης, παραλλαγή (προς το υπερθετικό) της έκφρασης κάνω μπαμ.

  1. kai oso gia thn hliadh.... thn efage polu to penthos.. pio karampampam portokali kai pio konto de mporouse na valei... (από το νέτι)

  2. (5Χ2) Καραμπαμπάμ!
    (από σχόλιο Χότζα στο λήμμα μαλούπα)

  3. Πάντα απορούσα , με τί λεφτά αυτός ο GLOU είχε μπει στα αθλητικά, σε μεταγραφές, σε sponsor κτλ. Ήταν τόσο μπόλικα μάλιστα , που έκανε καραμπαμπαμ ότι η PUMA ήταν σε αφασία για το ότι συνέβαινε ...
    (από το νέτι)

Καραεπιτατικά: καραγκαγκάν, καραμπαμπάμ, καραμπαντάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει το σούπερ ντούπερ, το άπιαστο, το τέλειο. Ο όρος καθιερώθηκε μάλλον από τον Νίκο Αλέφαντο, αλλά χρησιμοποιείται και εκτός αγωνιστικού χώρου, π.χ. «το ραλί του Άγγελου είναι πύραυλος, μάνα καημένη».

- Παίκτης σαν τον Ροναλντίνιο δεν υπάρχει άλλος αυτή τη στιγμή στον πλανήτη. Ο άνθρωπος είναι μάνα καημένη, ασύλληπτος!

- Καλά, μια Χαγιαμπούσαμας έπαιζε φώτα στα 220! Μας πέρασε σαν να ήμαστε σταματημένοι. Απίστευτο εργαλείο, μάνα καημένη, σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

στειλιάρι, στυλιάρι

Αργκό της ψαραγοράς.

Κατά πρώτο λόγο αναφέρεται σε μεγάλο κεφαλόπουλo ή σκουμπρί. Μπορεί να το πουν και για λαυράκια και γοφάρια. Είναι όλα στενόμακρα ψάρια κι αν είναι ψωμωμένα και φρέσκα - άρα σφιχτά - μοιάζουν με στειλιάρια. Με λίγη φαντασία. Όπως και άλλα πράγματα.

Περιέχει μια υγιή δόση υπερβολής.

- Έλα, το σκουμπρί ... στειλιάρι είναι σήμερα, στειλιάρι λέω ... έλα, εφτά ευρώ το έβαλα ...
- Ελληνικά μιλάει;

Ο κέφαλος (από poniroskylo, 07/11/09)Οι σκόμβροι (από poniroskylo, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως επίρρημα: (α) τέλεια, πολύ καλά. Συνώνυμα: γαμάτα, μπόμπα, σούπερ, τζάμι, τζιτζί, φίνα. (β) (επιτατικό) πολύ, εντελώς. Συνώνυμα: κάργα, φουλ. Χρησιμοποιείται και ως επίθετο (βλέπε γαμάτος).

Συντάσσεται είτε ως κατηγορούμενο, είτε συνηθέστερα με το ουσιαστικό έναρθρο, στον πληθυντικό και σε αιτιατική: (και) γαμώ τους/τις/τα <ουσ. σε πληθ.>. Συγκεκριμένα, η κανονική σύνταξη <επίθ.> + <ουσ.> αποφεύγεται.

  1. (απο συνέντευξη του Evnus, εδώ)
    Την τελευταία φορά που πέρασα και γαμώ ήταν ένα πρωί που είχα πάρει ένα τόξο με βεντούζα και σημάδευα σκατόφατσες [...] στην τηλεόραση.

  2. (από το διαδίκτυο)
    Πρέπει να ομολογήσω ότι ο τύπος είναι και γαμώ τα άτομα. Παρ' όλο που έχασε την πτήση από το Λονδίνο και έφτασε στις 1 μετά τα μεσάνυχτα, βγήκε στην σκηνή [...] και έδωσε και γαμώ τις συναυλίες.

  3. (από το διαδίκτυο)
    Αυτό πρέπει να το πω. Οι Γερμανίδες είναι και γαμώ τις γκόμενες. Σταμάτα να είσαι Στάθης Ψάλτης και να τις σκέφτεσαι με σαντάλι και ξεπλυμένο σορτς. Ντυμένες κανονικά είναι φα-ντα-στι-κές. Και γδυμένες ακόμη περισσότερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει απ' το τεφαρίκι και σημαίνει μια χαρά, μπεργκέτι, τσόντα, καύλα, τζετ, σούπερ κτλ.

Το πήγα στο μάστορα τ' αμάξι και μου το 'κανε τέφα. Σαν καινούργιο, σου λέω!

Βλ. και μέγκλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified