Further tags

Η λέξη προέρχεται από το όνομα του διάσημου γυναικοκατακτητή Καζανόβα και συμβολίζει τον φαντασμένο εραστή. Αυτόν που δεν ερωτεύεται ποτέ, ενώ στόχο έχει να εμπλουτίσει τη συλλογή του με πολυάριθμες κατακτήσεις.

Στη στρατιωτική ορολογία αναφέρεται σε αυτόν που ταλαιπωρείται πλένοντας καζάνια στα στρατιωτικά μαγειρεία, ενώ συλλογίζεται με παράπονο τις ερωτικές προκλήσεις της ζωής που κάποτε γευόταν και τώρα στερείται.

  1. - Καλά ρε Καζανόβα, σε πόσες τά 'ριξες στο αποψινό πάρτι;

  2. (Διάλογος στον στρατό)
    - Ρε σειρά, τι υπηρεσία έχεις σήμερα;
    - Άστα μεγάλε πάλι θα κάνω τον Καζανόβα στα μαγειρεία. Αντί ρε φίλε να λάμπω εγώ κρατώντας γκομενάκια στην αγκαλιά μου, θα κάνω τα καζάνια λαμπίκο. Ρε που καταντήσαμε.
    - Μη το βάζεις κάτω ρε... 234 και ξημέρωσε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη από τα τέλη της δεκαετίας του '40, αρχές της δεκαετίας του '50 για τον υπνόσακο.

Είναι, προφανώς, παραφθορά του σλήπιν μπαγκ. Τα πρώτα sleeping bags ήλθαν στην Ελλάδα την εποχή του Εμφυλίου ως μέρος της Αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας. Έτσι πράσινα και μακρόστενα που ήταν, η παρομοίωση με μπάμιες δεν ήταν δύσκολο να γίνει.

Λέξη υπό εξαφάνιση. Κάποιοι λίγοι άνω των 70 την θυμούνται.

Γιατί, βρε αγόρι μου, να δίνεις τζάμπα λεφτά για να πας δυο μέρες με τη σκηνή; Πάρε τη σουλομπάμια που είχε ο παππούς σου στον προσκοπισμό ... στο πατάρι την έχω ... σαν καινούργια είναι ...

Σουλομπάμια 1 (από poniroskylo, 09/06/08)Σουλομπάμια 2 (από poniroskylo, 09/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για στρατιώτη ο οποίος με ίδια μέσα (γλείψιμο) ή εξωτερική βοήθεια (βύσμα), βρίσκεται υπό την προστασία ενός ή περισσοτέρων αξιωματικών και χαίρει ασυλίας από τις αγγαρείες, τις δύσκολες ή βαριές δουλειές και τις υπηρεσίες. Αντιστοίχως παίρνει προτεραιότητα σε συχνότητα και διάρκεια αδειών και εξόδων.

Εναλλακτικά: τσατσόνι, αρχιτσάτσος.

- Σειρά, θα πάρεις άδεια;
- Μπα, ο αρχιτσάτσος ο Μήτσος έχει καβατζώσει εικοσαήμερη και μ' έχουν χώσει να κάνω τις υπηρεσίες του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικός υβριστικός χαρακτηρισμός για τον αστυνομικό.

Προέρχεται από τα τούρκικα και συγκεκριμένα από τη λέξη baskin =αιφνίδια έφοδος, ντου της αστυνομίας. Στην Ελλάδα, απαντάται στην αργκό των αστικών κέντρων σίγουρα από τον μεσοπόλεμο και φαίνεται να υπήρχε ακόμη πιο παλιά στα ιδιώματα της Ηπείρου και της Θεσσαλίας.

Πέραν του *ο μπασκίνας *υπάρχει και το θηλυκό ***η μπασκίνα*** (Βλ. παράδειγμα 2) και το ουδέτερο ***το μπασκίνι***. Επίσης, τα περιληπτικά ουσιαστικά ***το μπασκιναριό***, ***η μπασκιναρία*** και το γαλλοπρεπές ***μπασκινερί*** (βλ. παράδειγμα 3)

  1. Από το athens.indymedia.org

... θα διενεργηθεί και πάλι ΕΔΕ και θα την πληρώσουν οι βασανιστές με 15 μέρες.ΟΥΣΤ και πάλι ΟΥΣΤ.Φανταστείτε τι θα κάναν στα παιδιά που κατηγορούνται για τα γκαζάκια...όχι επειδή εκεί δεν τράβηξε videaκι κανένας μαλακοκαύλης μπασκίνας να το δείχνει στους μπατσόχοιρους φίλους του όπως έχει δείξει και άλλα τόσα με γυμνές γκόμενες που τυγχάνουν δείγματα της αρρωστημένης τους φαντασιάς ...

  1. Η δεύτερη στροφή από το «Αν μ'αξιώσει ο Θεός» του Βαμβακάρη

Η Γκρέτα Γκάρμπο μάγκα μου θ' ανάβει το τσιμπούκι
κι ο Ζακ Κιεπούρα στη γωνιά θα παίζει το μπουζούκι
ο Τζίμι Λόντος για νταής θα κάθεται στις τσίλιες
κι η Λίλιαν η Χάρβει θα διώχνει τις μπασκίνες

  1. Δίστιχο της προδικτατορικής περιόδου

Μπάς κι 'ναι δω, μπας κι' ναι κει
Γκρεκ Ροαγιάλ Μπασκινερί

Τούρκος Ζαφτιγιές στην Κρήτη από την τελευταία περίοδο της Οθωμανικής Διοίκησης - αγνώστου φωτογράφου (από xalikoutis, 17/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αρχικά σήμαινε αστυνομικό τμήμα ή απόσπασμα χωροφυλακής - αυτό σημαίνει και το τούρκικο karakol απ' το οποίο και προέρχεται (βλ. παράδειγμα 1).

Αργότερα, μετά το 1922, στα Ελληνικά σημαίνει και το αστυνομικό όργανο, τον χωροφύλακα - και ειδικά τον βλάκα, τυπολάτρη αλλά και βάναυσο μπάτσο (βλ. παράδειγμα 2).

Στην πιο συνηθισμένη σήμερα χρήση της λέξης καρακόλι εννοείται ο στρατονόμος και η στρατονομία γενικότερα (βλ. παράδειγμα 3).

Η λέξη χρησιμοποιείται και ειρωνικά για να δηλώσει κάποιον που εκτελεί διατεταγμένη υπηρεσία (βλ. παράδειγμα 4) ή και οποιαδήποτε μορφή παρεμβατικής εξουσίας (βλ. παράδειγμα 5).

Το κarakol στα τούρκικα προέρχεται από το kara + kol = μαύρο + χέρι. Μπρρρ ...

Έχουν προταθεί και άλλες ετυμολογίες της λέξης - από το βενετσιάνικο caraguol και το ισπανικό caracol που σημαίνουν σαλιγκάρι και από την μογγολική (!!!) λέξη caracole που είναι ένας στρατιωτικός σχηματισμός - αλλά μάλλον δεν ευσταθούν.

  1. Εκεί στο κέντρο του μαχαλά αυτουνού ήτανε και το καρακόλι ―ο αστυνομικός σταθμός. Τα βραδάκια ήβγαινε κι ηκαθούντανε ο κομισέρης, ο αστυνόμος, στην ευρύχωρη είσοδό του κι ηφουμάριζε τον ναργιλέ του συγκαταβατικά. (από το «Θυμάμαι τη Σμύρνη» του Ν. Καρστσωνάκη-Νάκη)

  2. Φαντάζομαι τη φάση: φοιτητής με κοτσίδα δίνει σε φίλο του μνήμη DDR2 σε αλουμινόχαρτο και εισπράττει 20 ευρώ. Τους παίρνει χαμπάρι η κυρά Ζηνοβία και στέλνει τα καρακόλια με μπαντιλίκια να συλλάβουνε τον πρεζέμπορα. Οι δε.. αδιάφθοροι σκάνε πυροβολώντας για εκφοβισμό και σπάνε κάνα δυό παρμπριζ, τη ζαρντινιέρα της κυρα Ζηνοβίας, τραυματίζουν και κανένα περαστικό για γούστο... (Από forum)

  3. καρακόλι εθελοντικά;;;; να κυνηγάς επόπ μετά απο ξενύχτια, χασικλίδες, ΡΠ και ότι άλλο θες αντί να πας να αράξεις σε κανα νησάκι να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο;;; (από συζήτηση σε forum για τη στρατονομία)

  4. Κατόπιν τούτων, και δεδομένου ότι το τι έχει συμβεί με το θάνατο του διοικητή του ΙΚΑ, είναι μια υπόθεση που έχουν αναλάβει ο «αιδεσιμότατος» Κακαουνάκης, ο «ντετέκτιβ» Τράγκας και τα γνωστά «καρακόλια» τους, κάθε δική μας περαιτέρω ενασχόληση περιττεύει. (από τον «Ριζοσπάστη»)

  5. - Σύρμα, πλακώσανε τα καρακόλια ... - Ε; Τι;
    - Φύγε απ' αυτό το σάιτ ρε μαλάκα ... ανεβαίνει η μάνα σου και θα μας κάνει τσακωτούς ... κι άντε να της εξηγήσουμε μετά ότι για παλτό ψάχναμε και κατά λάθος μας προέκυψε αυτό το καμηλό.

Καρακόλια αυτοσχεδιάζουν (από poniroskylo, 07/07/08)(από Vrastaman, 26/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια έκφραση βγαλμένη από τη στρατιωτική ζωή.
Συνηθίζεται από παλιούς φαντάρους που μετρούν λίγες μέρες για να απολυθούν.
Εφαρμογή: Ο παλιός, κυκλοφορώντας στο στρατόπεδο, χύμα σε κατάσταση διάλυσης και αποσύνθεσης, και βλέποντας νέους γυαλισμένους, κομβιωμένους, ξυρισμένους, πετάει τη συγκεκριμένη ατάκα.
Συνέπειες: O παλιός καβλώνει στο άκουσμά της, ενώ παράλληλα η εκφορά της αφήνει έκθαμβους τους νέους, που λες και αντικρίζουν ποιος ξέρει τι; Η ατάκα αυτή ψαρώνει και λυπεί τους νέους αφού εκείνοι έχουν κάτι καντάρια μέρες για να απολυθούν.
Έτσι ο παλιός συνειδητοποιεί καλύτερα ότι σε λίγο τερματίζει τη στρατιωτική ζωή.
Διαχρονικότητα: Η ατάκα είχε μεγαλύτερο νόημα παλιότερα, όταν η στρατιωτική θητεία ήταν πολύ μεγαλύτερη. Αλλά επειδή όλα στο μυαλό παίζονται ακόμα και τώρα, η διάρκεια της θητείας, σε αρκετούς φαντάζει αιώνας. Οπότε η ατάκα έχει διαχρονική αξία.

O πάλιουρας που μετρά δέκα μέρες για να απολυθεί, περπατά αργά αργά στο στρατόπεδο σε κατάσταση διάλυσης. Δεν φοράει τζόκεϊ, έχει ξεκούμπωτο χιτώνιο, το οποίο είναι πενταβρώμικο, φοράει σαγιονάρες και έχει μια έντονη δόση βαρεμάρας σε όλες τις αντιδράσεις του. Στο διάβα του συναντά ένα κοπάδι νέους που η αμφίεση τους είναι απολύτως σύμφωνη με τις προδιαγραφές. Ο παλιός βλέπει τον πιο ψαρωμένο και του πετάει, έχοντας ειρωνεία στο βλέμμα: «Περπατώ και διαλύομαι. Λες να απολύομαι;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μόνιμος θαμώνας σε κάποιο στέκι, αυτός που δεν πάει σπίτι του παρά μόνο για να κοιμηθεί ή για να φάει τα γεμιστά της μανούλας του.

Επίσης ο επαγγελματίας στρατιωτικός, ο μόνιμος αξιωματικός.

  1. - Ρε συ κάθε φορά που πάω στην καφετέρια πετυχαίνω τον Σάκη. Μονιμάς έχει γίνει;
    - Ξέρω και γω; Τα ίδια με ρωτάει κι αυτός για σένα.

  2. - Τά 'μαθες; Ο Γιώργος αποφάσισε να γίνει μονιμάς στο πεζικό!
    - Έλα ρε μαλάκα, ο Γιώργος; Αυτός που ξέρω;
    - Ναι ρε πούστη μου, αυτός!... που μας έκανε σε όλο το σχολείο κατήχηση για την εναλλακτική θητεία...
    - Ρε τον παπάρα... Θέλημα πατρός τελικά ε;
    - Γάμησέ τα φίλε μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη κατάλοιπο της εμφύλιας διαμάχης που δίχασε τη χώρα στην περίοδο 1946-1949. Περιγράφει τους στρατιώτες του Δημοκρατικού Στρατού, κοινώς γνωστούς ως αντάρτες. Η σύνθεση αποτελείται από τρεις λέξεις: κομμουνιστής, ληστής και συμμορίτης

Πού είναι ο υπουργός Παιδείας να επέμβει; Δε μπορεί τα παιδιά στο σχολείο να διδάσκονται για τους κομμουνιστοληστοσυμμορίτες, που αιματοκύλισαν τη χώρα!

κομ-μούνα (από allivegp, 27/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νερόβραστο φαγητό, με πολύ ζουμί και ελάχιστη γεύση. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από τον ήχο που ακούγεται ρίχνοντας στερεά υλικά στο νερό που βράζει.

- Ψηλέ, τι έχουμε για φαΐ;
- Πατάτες μπλουμ.
- Πάλι ρε πούστη μου... Πατάτες μπλουμ, μακαρόνια μπλουμ, για το πούτσο είναι ο μάγειρας... Πότε θα πάω σπίτι μου να φάω σαν άνθρωπος...

O νερόβραστος δήμαρχος της Νέας Υόρκης Michael BLOOMberg. (από Vrastaman, 12/09/08)Πάλι μπλουμ ... (από poniroskylo, 12/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βαθμοφόρος (υπαξιωματικός η αξιωματικός) του (πολεμικού) ναυτικού στην ιδιόλεκτο των κληρούχων (όσων υπηρετούν τη θητεία τους στο ναυτικό δηλαδή).

(Διάλογος μεταξύ ναυτών)
- Γιατί μαζεύτηκαν τα πιλάφια έξω;
- Θα 'γινε καμιά έκτακτη κλήση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified