Στρατιωτικός περιπαιχτικός όρος για την εμφάνιση κληρωτού στρατιώτη, του οποίου το σουσούμι τραβάει τα επανειλημμένα χωσίματα σαν μαγνήτης.

Σε ανάλογο στυλ έχουμε την σκατόφατσα, την βλαχόφατσα, την εξακριβωσόφατσα (μανιαουρίστικη φάτσα-σουλούπι, που βάζει σε πειρασμό τους μπάτσους να του ζητάνε κάθε τόσο στοιχεία) κλπ. Άλλωστε, οι χαφιέδες λένε χαρακτηριστικά «άμα δώ μια φάτσα, δεν την ξεχνάω»...

Όταν ένας κατάδικος στη φυλακή παραπονείται για τις επανειλημμένες βαριές κι άδικες ποινές που του επιβάλλονται κάθε τόσο από τα δικαστήρια, οι άλλοι λένε με σημασία «τραβάει η μάπα του».

Λέμε γνωρίζω κάποιον «φατσικώς». Σε γνωρίζω από τη φάτσα δηλαδή κι όχι από την κόψη. Εξ άλλου το πρόσωπο κι η προσωπικότητα είναι ομόρριζα, όπως το ό(γ)νομα και ο (ο)νοματέος με το ρήμα γιγνώσκω (λατιν. cognosco).

Δεν ξέρω. Ορισμένοι άνθρωποι διαθέτουν χαρακτηριστικά σουλούπια, που για κάποιο παράξενο λόγο (φερομόνες;) προδιαθέτουν είτε θετικά είτε αρνητικά τους γύρω τους.

Έτσι π.χ. αν στραβοπατήσει μια μοσκομούνα τα τακούνια της και τσακιστεί, μπορεί να προκαλέσει είτε τα χάχανα είτε τη συμπόνοια των παρισταμένων, μερικοί άνθρωποι έχουν τόσο κουτοπόνηρα μάτια που σου’ ρχεται αηδία, οι διάσημοι των τεχνών και των γραμμάτων αποπνέουν μιαν υποβλητική (πλην κάλπικη) εσάνς, οι μετρημένοι άνθρωποι είναι σεβαστοί, κάποιοι συμπολίτες μας έχουν μια μουτσούνα που αυθόρμητα προσκαλεί ένα δεύτερο βλέμμα, άλλου πάλι ο σβέρκος κλαίει για φάπα, ένα ντούρο ορθοβύζι φόρα-παρτίδα σε βαθύτατο ντεκολτέ κάνει τους άρρενες πιο διαχυτικούς, το καλουπαρισμένο βλέμμα των εκπαιδευμένων ζητιάνων προξενεί οίκτο κ.ο.κ.

Είπαμε. Στη φυλακή, ό,τι είσαι έξω είσαι και μέσα. Ο Ντενίρο το είπε καλά στο «Ξανα-ανάλυσέ το»: οι άνθρωποι οσμίζονται σαν κτήνη τυχόν αδυναμίες σου. Ο ντετερμινιστής Λομπρόζο έψαχνε αγνώστους ενδοκρινείς αδένες στ’ άχυρα, προκειμένου να θεμελιώσει μη εθελούσια ροπή των δραστών στο έγκλημα. Ορισμένοι άνθρωποι διαθέτουν έναν (ακούσιο;) τρελομαγνήτη. Είναι η ματιά τους, που δηλώνει προδιάθεση να σηκώνουν το βάρος κάθε ταλαιπωρημένου άλλου (που ψάχνει να το εναποθέσει κάπου). Βέβαια, τα μάτια μπορεί να αλλάζουν όψη και περιεχόμενο με την πάροδο των χρόνων (και των κατραπακιών), όπως λέει η Τανάγρη («τα μάτια σου τα μαύρα γίναν μπλε και είν’ αλλιώς») στον «Θανατηφόρο πυρετό», όπως λέει κι ο Βασίλης («ύστερα άρχισε η ματιά σου να ραγίζει») στη «Βικτώρια».

Λένε ότι ο χαρακτήρας σου αποτυπώνεται στο πρόσωπό σου μετά τα 40, με την συνήθη έκφραση που έχεις. Η Ίντιρα Γκάντι διετύπωσε την επαγωγή «πρόσεχε τις σκέψεις σου γιατί γίνονται λέξεις - πρόσεχε τις λέξεις σου γιατί γίνονται πράξεις - πρόσεχε τις πράξεις σου γιατί γίνονται συνήθειες - πρόσεξε τις συνήθειές σου γιατί διαμορφώνουν τον χαρακτήρα σου».

Υπάρχει η παραπονιάρα έκφραση αγανάκτησης για τα διαρκή κακοπαθήματα «Τί διάολο; Έχω καμιά ταμπέλα μαλάκας στο κούτελο;»

Είναι κατανοητό να συμπλέουν πολλοί εξωτερικοί παράγοντες στα κοινωνικά κριτήρια διαμόρφωσης άποψης για το ποιόν ενός ατόμου (π.χ. ντύσιμο, χτένισμα, περιποίηση, αξεσουάρ, ομιλία, συμπεριφορά κλπ).

Στο στράτευμα όμως, που (υποτίθεται ότι) εξαλείφεται η ατομικότητα (που συμπαρασέρνει και την προσωπικότητα), η αναγκαστική ανομοιογένεια ερείδεται prima faciae σε ατόφια ατομικά χαρακτηριστικά του προσώπου και του σώματος, μεγεθυμένα εις τη νιοστή, ελλείψει άλλων διαθεσίμων (αφού απαγορεύονται). Οι άνδρες στην Ελλάδα πάνε φαντάροι συνήθως πολύ πρίν τα σαράντα, οπότε αποκλείεται να έχει εντυπωθεί στη μάπα τους ο χαρακτήρας τους. Κάπως έτσι, όλοι θα πάνε αγγαρεία για μια τουλάχιστον φορά. Θα κληθεί όμως εκ νέου και επανειλημμένως, όποιος φέρει την ελάχιστα αποτελεσματική (ή και καθόλου) αντίσταση.

Όταν όμως ο φαντάρος είναι νέος και βρίσκεται άγνωστος μεταξύ αγνώστων και δεν του έχει δοθεί η ευκαιρία να προβάλει την προσωπικότητά του, το κριτήριο διανομής χοσέ κουέρβο αποκρυσταλλώνεται εκ των ενόντων, π.χ. από τη μάπα του, αν είναι πολύ κοντός ή ψηλός, αν είναι υπέρβαρος, αν είναι ατσούμπαλος, λέτσος, αλλοσούσουμος, πολύ πειθήνιος, ήσυχος, φοβισμένος κ.α. και εν τέλει αν δεν διαθέτει τον απαιτούμενο «αέρα» για να τη βγάλει καθαρή.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, το καλύτερο που έχει να κάνει ο στρατευμένος (και όχι μόνο), είναι ν’ ακολουθήσει τη συμβουλή των Χρήστου Καστανά («Απολύομαι και τρελαίνομαι») και Heinrich Theodor Böll («Το λυπημένο μου πρόσωπο»), δηλαδή να προσπαθήσει να μην έχει καθόλου πρόσωπο...

- Παπαδημητρίου!
- Μάλιστα κύριε Λοχαγέ!
- Μόλις τελειώσεις με τη σκουπιδιάρα, τράβα ν’ αλλάξεις τον Πετρόπουλο στο Φ-4!
- Μα δεν είμαι σήμερα ένδον κύριε Λοχαγέ...
- Άκουσες τί σου είπα; Ή μήπως θες να βγεις στη σέντρα;

(Μετά)

- Τί έγινε ρε μαλάκα, πάλι σ’ έχωσε ο καραβανάς;
- Όχι πάλι εγώ γερμανικό ρε πούστη κι είχα έξοδο σήμερα!
- Εμ, με τέτοια αγγαρειόφατσα που’ χεις, τί περίμενες; Μ’ αυτά τα μούτρα θα κάνεις Πάσχα μωρ’ αδερφάκι μου;

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στρατιώτης που κυκλοφορεί ασκεπής, δεν φοράει δηλαδή το στρατιωτικό του πηλίκιο.

Κοίτα ρε το ποντίκι που κυκλοφορεί και ασκεπής! Μόλις φάει την πρώτη καμπάνα θα στρώσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στρατιώτης που συλλαμβάνεται με τα κορδόνια των αρβυλών λυμένα ή τον φιόγκο των κορδονιών εκτός αρβύλας και όχι εντός, όπως προβλέπεται. Ο σωστός στρατιώτης είναι πάντα κορδιωμένος.

- Παπαδόπουλε είναι αυτή εμφάνιση στρατιώτη; Τέσσερις μέρες κράτηση γιατί είσαι αξύριστος, τέσσερις γιατί είσαι ακομβίωτος τέσσερις γιατί είσαι ακορδίωτος και αύριο το πρωί στην αναφορά του τάγματος...
- Μάλιστα κύριε Λοχαγέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επίθετο χρησιμοποιούντανε αρχικά από καραβανάδες για να στηλιτεύσει τα στραβευμένα εκείνα νιάτα που είναι ανίκανα να παρελαύσουν με κάποιον υποτυπώδη έστω συγχρονισμό.

Η έκφραση παρεισέφρησε και εκτός στρατού για να περιγράψει άτομα αμφοτέρων και των δύο φύλων με απαράδεκτο ντύσιμο, συμπεριφορά, ή με εμφάνιση να μασάς σκατά και να φτύνεις.

Εκ του απαράδεκτος.

  1. - Ααααάνδρες! Προοοοοσχή! Cunning, κακομαθημένε, πως στέκεσαι έτσι; Είσαι άπαρ, πέσε και παίρνε!!
    (και για όσους δεν το γνωρίζουν, το μουνί του νέοπα Cunning αυτές τις μέρες πιξελιάζει!)

  2. - Ρε μαλάκα τι άπαρ ντύσιμο είναι αυτό με βερμούδα και άσπρη κάλτσα;. Είσαι μουνομαγνήτης αλλά με αντεστραμμένους πόλους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη αποτελούμενη από τα εξής δύο συνθετικά:

  • Βρόμο- (βρομερός),
  • Νουμπάς (εκ του αγγλικού newbie που σημαίνει νέος σε κάτι).

Χρησιμοποείται ως επί το πλείστον κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής μας θητείας για να μας χαρακτηρίσει ως νέους στο στράτευμα ή για να χαρακτηρίσουμε εμείς τους νεότερους από εμάς.

Συνώνυμα: ποντίκι, λαδοπόντικας, νιάτο, νεοκλής, Στραβόγιαννος, κωλόψαρο, σκουίζ, ψαροκασέλα, στραβάδι, γκαβάδι, γκάβακας, γκάου-μπίου, νιάτο, νέοπας / νέωψ, ποντικαράς και πολλά άλλα.

- Βρομόνουμπο κάτσε καλά γιατί θα πήξει το είναι σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά μειωτικό και περιφρονητικό (πλην ξύλινο) μπινελίκι σε βάρος πολιτικών αρχηγίσκων και πάσης φύσεως αυταρχικών καραγκιόζηδων που πέρδονται υψηλότερα του πρωκτού τους.

Εκ του ονόματος του αδίστακτου υπουργού προπαγάνδας του Τρίτου Ράιχ, η κωμική εμφάνιση-μικιμάου του οποίου απείχε παρασλάγγας από το (παπ)Άρειο πρότυπο που πρέσβευε. Δράττομαι της ευκαιρίας να καταθέσω σε παγκόσμια πρώτη και την παραλλαγή γκεϊμπελίσκος (ο ναζιάρης αρχηγίσκος).

Σ.ς.: γκεμπελσίσκος, για τα σλανγκαρχίδια τση παρέας.

- Φαιδρός Γκεμπελίσκος... Διασπείρει ψευδείς ειδήσεις για το ΠΑΣΟΚ...
(εδώ)

- Ξαναχτύπησε ο Παναγούλης: Κεδίκογλου είσαι «γκεμπελίσκος»
(εκεί)

- Ο πάσχων γκεμπελίσκος Ο Πάσχος Μανδραβέλης είναι μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της δημοσιογραφίας του Ελλαδιστάν.
(παραπέρα)

- Ο γκεμπελίσκος o κίτρινος ,γγ του ΠΑΣΟΚ Καρχιμακης συνεχίζει ακάθεκτος
(παραδίπλα)

Ορίτζιναλ γκεμπελίσκος (από Vrastaman, 20/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικά, σημαίνει:

  1. Ανθρωπότυπος θηριωδώς μυώδης τ. σφίχτερμαν, σβάρτσος, μπονταίος κ.τ.ό., που να είναι όμως και ντουλάπας σε όγκο, ίσως και τριχωτός (όχι απαραίτητα), επίσης όμως και ανεγκέφαλος (λ.χ. ένα μπιλντέρι που θα διάβαζε Baudrillard δεν θα μπορούσε να ονομαστεί γορίλας).

  2. Ο σωματοφύλακας / μπράβος, κυρίως, αλλά και, λιγότερο, ο εκτελών χρέη πόρτας. Έχω την εντύπωση ότι χρησιμοποιείται σε προτάσεις αντιθετικά, για να πούμε ότι ένας φλώρος, αδύναμος, λουλούκος, ή υπερβολικά εγκεφαλικός τυπάς κυκλοφορεί με ζωώδεις γορίλες (μπράβους) μαζί του.

  3. Η αποκρουστική ζωώδης γκόμενα, βαθμολογίας 30 τεκιλών στην αντίστροφη πιτσιλισαμπίλιτυ. Σημειωτέον, ότι κατά Μπάμπη, η ονομασία του ζώου προήλθε από θρυλούμενη φυλή δήθεν τριχωτών γυναικών της Αφρικής, που ονομάστηκαν γορίλλαι.

Πολύ περισσότερα στοιχεία μας δίνει ο επιφανής συσλανγκιστής Σαραντάκος εδώ. Μην χάσετε την απίθανη ιστορία του Άννωνος τον 5ο αιώνα π.Χ., που δίνει και ένα χιντ γιατί η έννοια γορίλας έχει συσχετιστεί ειδικά με γυναίκες. Στο ίδιο κείμενο προκρίνεται η γραφή με ένα λάμδα, την οποία ακολούθησα, λόγω του ότι είναι σε τελική ανάλυση ξενικό δάνειο (είναι πολύ ενδιαφέρον ότι πιθανόν προέρχεται από αφρικανική ρίζα που σημαίνει άνθρωπος!).

Τέλος, πρβλ. και τα λήμματά μας πίσω γορίλα! και γωριλάς.

  1. Τριάντα «Γορίλλες» με τέσσερα αυτόματα περίστροφα στην τσέπη ο καθένας σχημάτισαν προστατευτικό ‘ανθρώπινο τείχος’ γύρω από τον στρατηγό Ντε Γκωλ.
    (δες Σαραντάκο)

  2. Κι αν είστε δικαστής με τήβεννο… προσοχή στον γορίλα!
    (Συμβουλή Σαραντάκου).

  3. Ακόμη οι φονιάδες-μπράβοι-γορίλλες-γίγαντες της ΟΝΝΕΔ κατεβαίνουν στην επέτειο του Πολυτεχνείου (τι δουλειά έχουν κάθε χρόνο αυτοί εκεί; ένας θεός ξέρει) και αφήνουν στεφάνι με στρατιωτικό βηματισμό και προκλητική συνθηματολογία (Από το indymedia)

  4. Δυστυχώς, όχι μόνο στη Μύκονο, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα, το επίπεδο των πορτιέρηδων είναι από μηδενικό έως ανύπαρκτο. Δεν είναι τελικά και τόσο άστοχος ο χαρακτηρισμός που τους έχει αποδοθεί: γορίλες... Κρίμα σε εκείνο το παιδί που έφυγε, κρίμα για την οικογένειά του και κρίμα για τα τόσα άλλα παιδιά που χτυπήθηκαν από τα κτήνη που μόνο να μουγκριζουν ξέρουν, ούτε καν να καλησπερίζουν.
    (Από το φατσοβιβλίο).

(από ΠΡΩΤΕΥΣ, 20/08/10)(από Khan, 20/08/10)(από Khan, 20/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που και καλά έχει μύτη σαν γουρουνιού, δηλαδή ανυψωμένη και πλακουτσωτή σαν ένα μεγάλο ρύγχος με μεγάλα ρουθούνια, και ωσεκτουτού φέρνει λιγάκι σε πόρκι. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βρισιά σχετική με εμφάνιση ή για να χαρακτηρίσει «όποιον χώνει την μύτη του παντού» μεταφορικώς (δες).
    Έχει όμως και κάποιες πιο συγκεκριμένες εφαρμογές, όπως:

  2. Στις αρχές του 20ου αιώνα αποτελούσε στερεοτυπική ρατσιστική βρισιά ειδικά για τους Βούλγαρους, τον βόρειο γείτονά μας με τον οποίο βρισκόμασταν σε αιματηρό ανταγωνισμό για τη Μακεδονία και τη Θράκη. Οι Βούλγαροι θεωρούνταν ρατσιστικώς ως «χοντρομυτάδες» κι έτσι βρίσκουμε την βρισιά αυτή να τους χαρακτηρίζει σε κείμενα της εποχής ή και λίγο μεταγενέστερα.

  3. Το είδος ψαριού που επιστημονικώς αποκαλείται Chondrostoma Vardarensis (sic), λόγω του εξογκωμένου σκληρού κερατοποιημένου ρύγχους του, και το οποίο ζει στον Αξιό, τον Έβρο, το Νέστο, τη λίμνη Δοϊράνη και άλλες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, για περισσότερα δες εδώ και εδώ.

  4. Παρατσούκλι κατασκοπευτικού αεροσκάφους των ΗΠΑ RC-135, που έχει περάσει και από την Σούδα της Κρήτης στο πλαίσιο του πολέμου κατά της Λιβύης του Καντάφι, και φημίζεται για τις ικανότητες παρακολούθησης που διαθέτει.

  1. αυτη τη γουρουνομυτη δεν την αντεχω αλλο Εδώ
  2. α. - Βρε γουρουνομύτη, για ποιον δουλεύεις; ρώτησε. Για τον θείο σου ή για μένα;
    Θλιμμένα είπε ο μικρός:
    - Για σένα. Μα γιατί με λες γουρουνομύτη;
    - Γιατί είσαι Βούλγαρος· και όλοι οι Βούλγαροι είναι χοντρομυτάδες, γουρουνομύτες! Κοίταξε τον Γιωβάν, κι εμπρός στη θλιμμένη του όψη γλύκανε.
    - Η δική σου μύτη είναι ίσια και λιγνή, δεν σε βρίζω- έννοια σου.
    (Από το μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα «Στα Μυστικά του Βάλτου», 1η εκδ. το 1937, δες).
    β. Όποιος μας κατηγορήσει για σωβίνους είναι γουρουνομύτης! (Paokmania.gr).

  3. Έχουν αναφερθεί και σπανιώτερα είδη, όπως το χέλι, το τυλινάρι, ο γουρουνομύτης, η μουρμουρίτσα, η βιργιάνα, η πεταλούδα, το κουνουπόψαρο. (Λίμνη Δοϊράνη).

  4. α. Στη Σούδα, βρίσκεται ο περίφημος “γουρουνομύτης” το αεροπλάνο που έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί όλες τις συνομιλίες στη Λιβύη, αλλά και Γερμανοί πεζοναύτες. Τις προηγούμενες μέρες, από την Κρήτη πέρασαν εκατοντάδες πεζοναύτες των ΗΠΑ οι οποίοι επιβιβάστηκαν στα πλοία που έσπευσαν στον θαλάσσιο χώρο της Λιβύης. (Εδώ)
    β. Από την αμερικανική αεροπορική βάση της Σούδας το αμερικανικό αεροσκάφος RC-135 γνωστό ως «γουρουνομύτης» κάνει καθημερινά πολλές ώρες πτήσης συλλέγοντας πληροφορίες από συνομιλίες ή από κινήσεις αεροσκαφών. (Εδώ).

Chondrostoma Vardarense, το και "γουρουνομύτης" επονομαζόμενον (από Khan, 29/06/13)Chondrostoma Vardarense, το και "γουρουνομύτης" επονομαζόμενον (από Khan, 29/06/13) To RC-135 Rivet Joint aka γουρουνομύτης. (από Khan, 29/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στέκομαι κλαρίνο. Σημαίνει στέκομαι όρθιος, ευθυτενής σαν κλαρίνο όρθιο (βλ. και στέκομαι σούζα). Να μην συγχέεται με το κλαρίνο/τσιμπούκι, καθώς δεν έχει καμία σχέση ο ένας ορισμός με τον άλλο.

Ο όρος προέρχεται από το μουσικό όργανο κλαρίνο ή, πιο ορθά, κλαρινέτο, το οποίο είναι πνευστό που ανήκει στα λεγόμενα «ξύλινα» πνευστά μαζί με το όμποε (οξύαυλος, κοινώς πίπιζα), αγγλικό κόρνο (μεγάλο όμποε), φαγκότο (βαρύαυλος), κόντρα φαγκότο, φλάουτο (πλαγίαυλος), σαξόφωνο κλπ. Προφανώς ο όρος «ξύλινα» δεν αναφέρεται τόσο στο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα όργανα αυτά, αλλά πιο πολύ στον τρόπο παραγωγής του ήχου: όσα πνευστά παράγουν ήχο με «μπουκίνο» (μεταλλικό «ποτηράκι» στο οποίο εφαρμόζουν τα χείλια) ονομάζονται «χάλκινα» (τρομπέτα, τρόμπα - καμία σχέση με την τρόμπα μαρίνα, η οποία είναι έγχορδο αναγεννησιακό όργανο), τρομπόνι, κόρνο, τούμπα κλπ), ενώ τα υπόλοιπα που παράγουν ήχο με καλάμι (διπλό ή μονό), είτε με άλλο τρόπο, ανήκουν στα «ξύλινα» πνευστά.

Ο επίσημος όρος για το κλαρίνο είναι ευθύαυλος, αλλά είναι παρεξηγήσιμο να πει κανείς «παίζω ευθύαυλο», αντί του ορθού «παίζω κλαρίνο» ή «παίζω το κλαρίνο».

  1. Βγήκε ο στρατηγός και στάθηκα κλαρίνο!

  2. Τους είχε σαν στρατιωτάκια. Να φανταστείς, μόλις έμπαινε στην αίθουσα, στεκόταν όλοι κλαρίνα!

κλαρινέτο (από panos1962, 30/10/09)Μπουκίνο, τσι-μπουκίνο ἢ σκέτο μποκίνο; (από aias.ath, 30/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπάς που ο αχτύπητος συνδυασμός προσόντων και ικανοτήτων που διαθέτει (ζηλευτός από κάθε συνειδητό κι ευσυνείδητο στρατόκαυλο -κι όχι μόνον) δεν εξαντλείται στο να μη φορά βρακί και να ‘ναι φιτ.

Κάτι στο βλέμμα (δε μασώ τον μπούτσο μου), κάτι στον τόνο της φωνής (εγώ μια φορά μιλάω), στη στάση του σώματος (έτοιμος για όλα) φωνάζει πως το ‘χει το κομαντιλίκι στο αίμα του, ακόμη κι όταν χρόνια μετά, με άλλους σειράδες, θυμάται ιστορίες του στρατώνα χτυπώντας μπιρόνια που άνοιξε με το νύχι.

Προκαλεί αύξηση της σχετικής υγρασίας σε μουνώνες (αλλά και βιτσιόζους παντός είδους) μια και πείθει πως είναι ντούρασελ ακόμη και μετά από εξτρίμ καταστάσεις.

Ειρωνικά, συνώνυμο του πτωμάντο.

1.
Το λεπτό σημείο είναι ότι σε γενικές γραμμές ο ΣΞ έχει χαλαρώσει πολύ σε σχέση με το '80, π.χ., ενώ η ΠΑ ήταν από τότε καραπουτσαριό (λόγια ανθρώπων που υπηρέτησαν τότε), οπότε υπάρχει μια σχετική (και μόνο) σύγκλιση. Από εκεί και πέρα επειδή κανείς μας δεν είναι στρατόκαυλος και δεν έχει όρεξη να το παίζει κομαντερός και καλά, ας μην αρχίσουμε να συγκρίνουμε τις εκπαιδεύσεις (και κυρίως ως προς τον β' κύκλο εκπαίδευσης). Αλλά μην ακούω και παπαριές τώρα για ζόρια στην αεροπορία….

2.
-Ο Π. είναι στην πάνω φωτογραφία; Δεν τόξευρα ότι είχε υπερετήσει και ΟΥΚας! ΥΓ: Με ‘γειές το νέο στυλ! Ωραίον! -ΟΥΚας, ΟΥΦΟάς, αερομεταφερόμενος, αμφίβιος και τρελά κομαντερός καλέ μου Σ. (τρεις λιποθυμίες για κάθε μία ανάβαση λόφου).

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified