Ο έχων αγγαρεία στα μαγειρεία και συγκεκριμένα να πλύνει τους δίσκους.
-Σειρά θα πάμε απόψε στο καψιμί να δούμε το ματς;
-Άσε, δεν προβλέπεται, σήμερα έχω να κάνω τον ντι-τζέι.
Ο έχων αγγαρεία στα μαγειρεία και συγκεκριμένα να πλύνει τους δίσκους.
-Σειρά θα πάμε απόψε στο καψιμί να δούμε το ματς;
-Άσε, δεν προβλέπεται, σήμερα έχω να κάνω τον ντι-τζέι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Με μια λέξη, ο Στρατιώτης Πεζικού.
ΣΤΡΠΖ Νίκος Νικολάου, αιτούμαι 2ήμερη άδεια.
Got a better definition? Add it!
Published
Ο στρατιώτης πυροβολικού. Λέγεται και πυροβολημένος.
Δες και -άριος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι στρατιώτες που κατετάγησαν την ίδια ημερομηνία. Λέγεται και χαριτολογώντας μεταξύ 2 φαντάρων όχι της ίδιας ΕΣΣΟ.
- Τι σειρά είσαι εσύ;
- 270.
- Έλα ρε, μαζί θα απολυθούμε!
Ρε σειρά, όταν τελειώσεις με την εφημερίδα, δώσ' την και από δω λίγο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο στρατονόμος.
Πες στον οδηγό να μην τρέχει με την καναδέζα στην έξοδο γιατί έχουν βγεί παγανιά τα καρακώλια και κάνουν ελέγχους!
Got a better definition? Add it!
Published
Το στρατιωτικό τζιπάκι, μάρκας Μερσεντές, που χρησιμοποιείται για τις εξόδους στρατιωτών όταν είναι λίγοι ή για τα ώνια.
- Πόσοι είναι για έξοδο σήμερα;
- 2 μόνο, οπότε θα πάρω την καναδέζα να τους κατεβάσω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η οδική μεταφορά με στρατιωτικό όχημα για τα εφόδια του λόχου (τρόφιμα, κονσέρβες, ψωμιά κ.λπ.).
— Σήμερα ποιός οδηγός είναι να πάει για ώνια;
— Ο Δημητρίου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο σκληρός υπαξιωματικός που αναθέτει ζόρικες αγγαρείες.
-Ποιος θα μείνει απόψε στο λόχο;
-Ο επιλοχίας Αντωνίου.
-Αμάν θα μας ξεσκίσει, είναι μεγάλος χώστης!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το κοτόπουλο στη στρατιωτική αργκό.
Βλ. και κινέζος με πούστη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πάλι το κοτόπουλο στη γλώσσα των φαντάρων, αλλά με γαρνίρισμα ρύζι.
- Τι έχει φτιάξει σήμερα μάγειρας;
- Πούστη Κινέζο!
Βλ. και κινέζος με πούστη, πούστης.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified