Selected tags

Further tags

Επαρχιώτης, συνήθως μεγαλόσωμος με έντονο κόκκινο χρώμα στα μάγουλα από την έκθεση στον ήλιο ή στο κρύο.

Έφτασε ένα λεωφορείο με κοκκινομάγουλους στην πλατεία και οι σερβιτόροι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι θέλανε να παραγγείλουν. Ι-ΧΑ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρώμα του τσιμέντου. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις τσιμεντουπόλεις που έχουν γίνει τα ελληνικά άστεα. Σαν να μην έφτανε αυτό το τσιμεντί χρώμα έχει γίνει και καλλιτεχνική άποψη, καθώς πολλοί είτε λόγω κωλοτρυπίδας, είτε την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι, βάφουν κιόλας ορισμένα κτίρια σε χρώμα τσιμεντί. Επίσης, μπορεί να περιγράψει καταστάσεις μελαγχολίας, όταν γυρνάς από τη φύση, το καλοκαίρι κτλ και ξανακλείνεσαι μέσα σε μια τσιμεντούπολη ή σε ένα τσιμεντένιο ψυχικό τοπίο κ.ά.

Τα Τσιμέντα

  1. Να πει πως το δικό του χώμα είναι λασπερό και ανοργάνωτο; Να παριστάνει κι αυτός ότι το χώμα ετούτο θέλει μεταρρύθμιση; Να γυρέψει να το κάνει πιο «τσιμεντί»; Να παραπονεθεί για τα παπούτσια του που βρωμίστηκαν; Μα άλλο είναι το βαρύ ερώτημα: πως να μιλήσεις για το χώμα σ΄αυτούς που κόπτονται για την απουσία της ασφάλτου; Έτσι σιωπάς. Γι΄ αυτό σιωπάς. (Από το Φέισμπουκ)
  2. Έτσι πήραμε πάλι τους δρόμους σ' αυτόν τον τσιμεντί πλανήτη που ακόμα δεν κατάλαβα γιατί εποικίστηκε. (Εδώ).
  3. Σαν εσωτερικό στρατοπέδου, ένα πράγμα. Αλλά εδώ βάφουν τα σχολεία με κάτι γκριζοπράσινα τσιμεντί χρώματα, λες και είναι κτήρια τιμωρίας. (Εδώ).
  4. Το τέλος πλησίασε, κάθε κατεργάρης στον πάγκο του και επιστροφή στο γκρι τσιµεντί. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τον βαψομαλλιά, υπάρχει κι αυτός που βάφει τον μύστακα. Η επέμβαση είναι συνήθως πολύ λιγότερο εμφανής και δραστική, παρατήρησα όμως οτι, σε σύγκριση με τον βαψομαλλιά, εδώ φανερώνεται περισσότερη κακία, παρά κοροϊδία. Ειδικά σε ναζιάρικους 'κύκλους' (μη χέσω), έπαθαν λύσσα κακιά με του Μεϊμαράκη το, πριν και μετά το ντημπέη, μουστάκι.

βαψομουστάκιας

  1. Πετυχημένο παράδειγμα φτηνοδουλειάς δεν είναι άλλο από του βαψομουστάκια, για πρόεδρος T.I.F.F που διαδέχεται την Ντέπυ. Γνήσια φακλάνα και η Ντέπη, γιάγμα τα κανε τα λεφτά (όσο υπήρχαν) για να φέρνει το κάθε σελέμπριτι. ΕΔΩ

  2. -Είμαι σαν τσέλιγκας που φόρεσε μπεζ κοστούμι. Βλέπω τον εαυτό μου σαν master of puppets της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Ποιος είμαι;
    -για τον βαψομουστάκια σουν-τζου λες?
    -game theory στις χαρτοπετσέτες του Cappuccino
    -χαχαχα ΕΔΩ

  3. θα ψηφισω τον βαψομουστακια, γιατι ειναι τσιφτης και καραμπουζουκλης....και οποιος λεει πως το στριβει το μουστακι ειναι απλα λαικιστης και προπαγανδιστης, φαιδρος, ποταπος και διαφορα αλλα ζουραριακα που δε θυμαμαι τωρα......αααα και αναισχυντος......και τον παιρνει κιολας. ΕΔΩ

"King Abdullah of the Kingdom of Saudi Arabia has died aged 90" -90 ήταν ο βαψομουστάκιας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρώμα του νεκρού, του πεθαμένου, τώρα ποιο ακριβώς είναι θα σας γελάσω, μπορεί να είναι μωβ μπλαβί, μπορεί να είναι ωχρό, πολύ κίτρινο, μπορεί να είναι γκρι. Το λέμε για χρώματα που έχουν κάτι το παλιό, το νεκρικό, το άσχημο. Και για χάλια απόχρωση άλλου χρώματος, π.χ. μωβ πεθαμενί, γκρι πεθαμενί κτλ.

-Καλά, τόση ώρα το σκεφτόσασταν για να τον βάψετε εντέλει τον τοίχο μωβ πεθαμενί;
-Ναι, αλλά ταιριάζει με το καφέ της ντουλάπας.

-Δεν έπρεπε να της πεις νυχτιάτικα για το χρέος. Έπρεπε να το αφήσεις για την επόμενη μέρα.
-Μα δεν το πήρε άσχημα τελικά.
-Τι δεν το πήρε άσχημα; Το πρόσωπό της είχε γίνει γκρι πεθαμενί.

Δες και εκρού του νεκρού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρώμα άσπρο χρησιμοποιείται (όχι και τόσο συχνά) ως συνεκδοχή για το σπέρμα. Η σύνδεση δεν είναι ευθεία (οπότε κάποιος που κάθε φορά που ακούει τη λέξη "άσπρος" σκέφτεται χυσίματα κτλ είναι μάλλον πορνόμυαλος) αλλά είναι υπαρκτή.

Βλέπε πχ τα λήμματα ασπρίζω τοίχους, το άντε γαμήσου ν' ασπρίσεις, θα τα βλέπεις άσπρα, "- τι είναι άσπρο και κρατάει μαστίγιο; - η μαλακία που σε δέρνει", και ό,τι κατεβάσει ο νους του καθενός.

Σχετικό λήμμα το μπλε όπου χρώμα γίνεται μετωνυμία για μια αφηρημένη έννοια, μέσω άλλου μηχανισμού βέβαια. Η πράσινη δεν είναι ακριβώς ίδια περίπτωση, γιατί εκεί έχουμε ουσιαστικοποίηση από την πράσινη νότα, αλλά δεν είναι και μακρυά.

(σε διασταύρωση)
- Κόκκινο είναι το φανάρι μωρή μαλακομούνω, όλα άσπρα τα βλέπεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified