Further tags

Έκφραση η οποία χαρκτηρίζει ανθρώπους με ψυχολογία looser, γκαντέμηδες, άτυχους και άσχετους σε σοβαρά αθλήματα όπως το τάβλι.

- Πάλι άσσο δύο έριξα ....
- Τι κατσίκι είσαι βρε αδελφάκι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρετρό, βιντεογκέημ: έτσι ονομάζαμε το πλασματάκι που έβγαινε και κυνηγούσε σε διάφορα 80's παιχνίδια τύπου μπούμπλε μπούμπλε κ.λπ. όταν καθυστερούσες να τελειώσεις μια πίστα, και αφού είχες καθαρίσει όλους τους αρχικούς κακούς.

Για τα πλασματάκια αυτά υπήρχαν διαφορετικά ονόματα σε διάφορες περιοχές (το «Ρούλης» το άκουγα στα Χανιά, σε χωριό της Κρήτης όμως το είχα ακούσει και... Ζαχάρη [Ζαχαρίας])...

Σαν φράση χρησιμοποιούνταν για κάποιον που έσκαγε στο τέλος μιας φάσης απροειδοποίητα... χαμογελαστός και τρομαχτικός.

- Είχαμε μείνει τελευταίοι στο ρακάδικο, 3.30 ώρα, και πάνω που φεύγαμε σκάει ο Σωτήρης σαν το Ρούλη από τα σκοτεινά, από την πίσω αυλή...

η φάλαινα του μπούμπλε ήταν όντως αρσενική (από xalikoutis, 27/10/08)Αρκάς, Φάε το κερασάκι (από patsis, 05/06/09)

Βλ. και Λούσας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπατίρισα, χρεοκόπησα, έμεινα ταπί και ρέστος, μου ’φαγες όλα τα δαχτυλίδια.

«Στα ‘δωσα όλα και έμεινα στον άσσο
έτσι θέλησα να σου εκφράσω
πως τη μέρα που θα φύγεις θα καταστραφώ»
(Η γυναίκα του Ντέμη)

Άσσος στα χρέη (από Vrastaman, 11/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και ως: το καλό το δέκα

Ο όρος προέρχεται από τον όρο: 10 το καλό της κολτσίνας (ή κοντσίνας, ή ακόμα και κολιτσίνας). Το 10 το καλό είναι το 10 καρό.

Τα κριτήρια επιτυχίας που αποτιμώνται μετά το τέλος μιας παρτίδας κολτσίνας είναι: το να έχεις το 10 το καλό, το να έχεις το 2 το καλό (2 σπαθί), το να υπερέχεις σε αριθμό φύλλων και σπαθιών.

Έτσι λοιπόν μπορεί με την εύνοια της τύχης να έχεις ένα δεκάρι στα χέρια και μ’ αυτό να χτυπήσεις το δέκα το καλό που βρίσκεται στο τραπέζι, γιατί ο κάτοχος του είχε την ατυχία την ώρα π.χ: που γινόταν το κόψιμο των φύλλων, να κοίταξε τηλεόραση και να 'δε τον Μητσοτάκη και να γκαντεμιάστηκε και να μην κατόρθωσε να το αξιοποιήσει.

Ή ακόμα να ’χει ρίξει ο άλλος κάποιο δεκάρι ως τελευταίο φύλλο μιας χαρτωσιάς και στην επόμενη χαρτωσιά να σου ‘ρθει από κωλοφαρδία το δέκα το καλό και να το πάρεις.

Ωστόσο μπορεί να χρειαστείς με ή άνευ τύχης, μόνος, ή μαζί με αυτόν που είσαστε ομάδα να οργανωθεί σχέδιο, ή και να παιχτεί και μπλόφα ακόμα, προκειμένου να κερδηθεί το δέκα το καλό.

Άρα το δέκα το καλό εκφράζει είτε:

α)μια καλή ευκαιρία, ένα καλό συμβάν, μια καλή κατάσταση που μας έτυχε ώστε να νιώσουμε λίγο σαν τον Γκαστόνε, αφού ως γνωστόν η τύχη είναι τυφλή (η καλοτυχία δεν μας ακολουθεί πάντα).

β)αξιοποίηση μιας ευκαιρίας που μας παρουσιάζεται. Πολλές φορές θα χρειαστεί ακόμα και ολοκληρωμένη στρατηγική, καθώς και καλή κριτική ικανότητα προκειμένου να επιτευχθεί ένας πολύ επιθυμητός στόχος, μια ονείρωξη. Ωστόσο και στην περίπτωση αυτή η επίδραση του παράγοντα τύχη είναι υπολογίσιμη.

γ) Επιλογή της κατάλληλης, ή της περισσότερο κατάλληλης ευκαιρίας από ένα τσούρμο περιπτώσεων που μας παρουσιάζονται.

Σημείωση: Αντίθετα με την τράπουλα, είτε είναι μία η ευκαιρία, είτε πολλές, ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός. Μπορεί δηλαδή κάποια ευκαιρία να μοστράρει σαν το καλό το δέκα, χωρίς όμως να είναι. Εδώ λοιπόν χρειάζεται και καλή διακριτική ικανότητα, διαίσθηση, εμπειρία, καπατσοσύνη. Χρειάζεται να 'ναι κανείς γριά πουτάνα.

Συνώνυμη έκφραση, από τον αθλητικό χώρο: λίρα εκατό

  1. - Πω ρε, τι γκομενάρα κυκλοφορεί ο Μάκης; Και ξέρεις, ε; Είναι και ματσό η γκόμενα και μου 'πε, που λες, ο Μάκης πως πάνε και για γάμο.
    - Ξέρω...ξέρω. Τον ταλαιπώρησε κάπως στην αρχή βέβαια, αλλά αυτός τό ’βαλε πείσμα και τελικά τα κατάφερε.
    - Εμ… είχε κίνητρο ο άνθρωπος. Το δέκα το καλό τού 'τυχε.

  2. Διευθυντής: - Ανδρεόπουλε, με τα προσόντα σου και με την εξειδικευμένη προϋπηρεσία που έχεις, μας έλυσες τα χέρια. Δεν στο κρύβω, πηγαίναμε για φούντο, μέχρις ότου προσλήφθηκες. Χάρη σε εσένα απογειωθήκαμε. Είσαι το δέκα το καλό της επιχείρησης, γι' αυτό και προάγεσαι άμεσα. Συγχαρητήρια. Ανδρεόπουλος: - Συγχαρητήρια και σε εσάς κύριε διευθυντά, που χάρη στην εμπειρία σας καταλάβατε πως ήμουν ο καλύτερος από τους συνυποψήφιους μου για τη θέση.

  1. Ένα αντρόγυνο λογομαχεί. Άνδρας: - Αχ …είχε δίκιο ο Λεπά όταν, την εποχή της Λεπανάστασης, έλεγε: Να πεθάνουν οι γυναίκες, να πεθάνουνε... Γυναίκα: - Δεν ξέρω τι λέει αυτός. Εγώ ακούω Σόφη Κωνσταντάκη. Κι αυτή λέει: το καλό το δέκα είναι η γυναίκα, από μας γεννιόσαστε και μας παντρευόσαστε, άνδρες που δεν έχετε στην καρδιά σας μπέσα.

1993,Στις 10(εθνικές εκλογές,10/10/93) με το καλό, με το δέκα το καλό,με τον πρωθυπουργό τον Κώστα τον ψηλό...Χέρι χέρι με τον Καρατζαφέρη...  (από GATZMAN, 23/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που το κουράζει υπερβολικά. Αυτός που πρέπει να σκεφτεί πάρα μα πάρα πολύ για να κάνει κάτι.

Από το γνωστό πρωταθλητή του σκάκι. Ο όρος χρησιμοποιείται και στην πόκα όταν κάποιος αργεί πάρα πολύ να παίξει.

- Άντε ρε Κασπάρωφ Θοδωρή, κέντα-χρώμα είναι το παιχνίδι τι το σκέφτεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκαντέμης, ο κατσικοπόδαρος, ο Μητσοτάκουλας.

Εμπνευσμένο από τον ομώνυμο φίλο του Τιραμόλα, ο οποίος κυκλοφορούσε στο σχετικό κόμικ μονίμως με ένα συννεφάκι βροχής πάνω από το κεφάλι του. Σε ένα πανάρχαιο τεύχος δε, η γκαντεμιά του συνετέλεσε στην κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους Σταυροφόρους (τι θυμάται ο άνθρωπος).

Απηρχαιωμένο πλέον, χρησιμοποιείται μόνο από υπερήλικες αναγνώστες Μικυμάου, καθώς η νέα γενιά αγνοεί τελείως τον ήρωα, υφιστάμενη την απαλλοτρίωση στην οποία την εξωθεί η ντόπια αντίδραση και η εισαγομένη υποκουλτούρα μπλα μπλα μπλα ….

- Γαμώ την Αγία Καραμέλα τη ρουφιάνα, είναι η τρίτη φορά που φέρνω χασσόδυο στο καπάκι!
- Αμάν μωρ' αδερφάκι, τι Ιωνάς είσαι και σύ! Μήπως καλύτερα να το γύριζες στο εργόχειρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η λέξη του λήμματος δεν αναφέρεται σε αυτούς τους τσοχανταραίους. Πρόκειται για διαφορετική περίπτωση.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η λέξη σχηματίζεται από τις λέξεις τσόχα και αντάρα.

Η λέξη τσόχα παραπέμπει στην πράσινη τσόχα και κατ' επέκταση σε σχετικά μ' αυτή τυχερά παιχνίδια όπως: χαρτοπαίγνιο (31, black jack, Θανάσης, πόκερ, κ.λπ.), ρουλέτα, κ.λπ. Τα τυχερά αυτά παιχνίδια μπορούν να γίνουν σε σπίτια, σε λέσχες, σε καζίνο, κ.λπ.

Η λέξη αντάρα αναφέρεται στη μανία ορισμένων προκειμένου να πάνε στο πεδίο της μάχης (χαρτοπαίγνιο) για να ποντάρουν τεράστια ποσά, καθώς και στα διαρκή χτυπήματα τους με στόχο το μπαγιόκο, το ρεφάρισμα και την αποφυγή του φαλιρίσματος. Μιλάμε για την... αντάρα!

Οι τσοχανταραίοι εφαρμόζουν τις στρατηγικές τους και κάνουν τις σχετικές λαμογιές τους, με στόχο να εξέλθουν τροπαιούχοι απ' το πεδίο της μάχης.

Σε όλη τη διάρκεια του αγώνα, η πίεση και η αδρεναλίνη είναι σταθερά καρφωμένες πάντα στο κόκκινο. Είτε τους πάρουν τα σώβρακα, είτε κερδίσουν, αυτοί συνεχίζουν στη μαστούρα τους.

Άρα, σύμφωνα με τα παραπάνω, ως τσοχανταραίους στη συγκεκριμένη περίπτωση, χαρακτηρίζουμε τους μανιακούς των αναφερόμενων τυχερών παιχνιδιών, οι οποίοι, όπως και οι παλιοί τζοχανταραίοι, δε διστάζουν σε τίποτα προκειμένου να εκπληρώσουν την αποστολή τους (να πάνε, να παίξουν, να νικήσουν).

Βεβαίως, στα παράνομα χαρτοπαίγνια, οι τσοχανταραίοι (μανιακοί χαρτοπαίκτες) φοβούνται μην τους πιάσουν στα πράσα οι τζοχανταραίοι (μπασκίνες).

Μέγας τσοχανταραίος, ο Nick the Greek.

Συνώνυμη λέξη: τζογανταραίοι (εκ των λέξεων τζόγος και αντάρα).

-Που είναι ο Βρασίδας;
-Έχει πάει ο μαλάκας μαζί με κάτι άλλους τσοχανταραίους να ακουμπήσουν περιουσίες πάλι στην πράσινη τσόχα. Θέλει λέει να ρεφάρει για να πάρει ένα πανάκριβο μενταγιόν στη Λίλιαν, αλλά με την γκίνια που τον δέρνει τελευταία, θα χάσει και τη Λίλιαν αλλά και όλη του την περιουσία. -Του είναι πιστή η Λίλιαν;
-Μπα. Απ' ότι μαθαίνω, από τα ίχνη όπου αφήνει το αμαρτωλό σε διάφορα λήμματα, έχει πάρει, όχι απλά το Βρασίδα, αλλά και τα δέντρα.

(από GATZMAN, 23/12/08)(από GATZMAN, 23/12/08)Οι τσοχανταραίοι στην αντάρα της μάχης (από GATZMAN, 23/12/08)Ταινία"Χαρτοπάικτρα".Μια ταινία με πολλούς τσοχανταραίους και τζοχανταραίους (από GATZMAN, 23/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό «poulain», δηλαδή «πουλάρι», είναι ο/η φέρελπις προστατευόμενος/η. Οπότε και το πιπίνι, που το έχουμε μη στάξει και μη βρέξει, ή κάτι σαν το «σκυλάκι» μας.

Κάπως πιο κυριολεκτικά είναι και το άλογο στο οποίο ποντάρουμε στον ιππόδρομο.

Ερευνάται ακόμη αν η έκφραση έχει λάβει και παρετυμολογία από τον πούλο, στο στυλ «πήρα το πουλέν» κ.ο.κ. (βλ. και αμελί πουλέν).

.

- Η Ευλαμπία είναι το νέο πουλέν του διευθυντή. Την βλέπω να παίρνει προαγωγή σύντομα.
- Το πουλέν θα πάρει κι αυτή!

Αντίστοιχο: μανάρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως φάντη μπαστούνι, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία ονομάζουμε κάποιον που εμφανίζεται απροσδόκητα και ξαφνικά μπροστά μας και που συνήθως μας είναι ανεπιθύμητη η παρουσία του.

Ως συκοφάντη μπαστούνι, θεωρούμε κάποιον που, ενώ γνωρίζει επακριβώς την αλήθεια για κάποιο θέμα, από συμφέρον ή από προσωπικό βίτσιο, περιστασιακά ή σε μόνιμη βάση κατηγορεί κάποιον /-αν για ανυπόστατα πράγματα. Πολλοί εξ' αυτών το κάνουν με τρόπο ώστε να ξεγελούν ευκολότερα. Αυτοί είναι οι πιο επικίνδυνοι. Βεβαίως κάποια στιγμή θα αποκαλυφθεί ο ρόλος τους, ωστόσο όμως η ζημιά έχει γίνει. Γι 'αυτό και λειτουργούν σαν μπαστούνι, από τα προβλήματα που δημιουργούν (χαλούν φιλίες, συμφωνίες, κλπ).

Τους βλέπουμε παντού. Στις καθημερινές μας συναλλαγές, όπου ή θα συκοφαντήσουν κάποιον άμεσα, ή πλαγίως. Πολλές φορές έχουμε πιάσει κάποιον φίλο μας κάπως ψυχρό μαζί μας, χωρίς να μπορούμε να εξηγήσουμε μια τέτοια συμπεριφορά, μέχρι να μάθουμε πως κάποιος μας έχει συκοφαντήσει παρασκηνιακά.

Οι τύποι είναι περιζήτητοι στα δημοσιοκαφρικά παράθυρα γιατί, με τις φωτιές που ανάβουν, φουντώνει το κλίμα. Τότε ο δημοσιοκάφρος τεχνηέντως επεμβαίνει, τάχα μου τάχα μου για να συντονίσει την κατάσταση, κάνοντάς την όμως εσκεμμένα χειρότερη.

Πολλοί εξ αυτών συκοφαντούν ανεξαιρέτως διάφορους και διάφορους. Είναι παγγελματίες του είδους. Έτσι βοηθούν στην αύξηση της θεαματικότητας και στον εγκλωβισμό των μαζών, με στόχο την προώθηση ποικίλων μορφών συμφερόντων (διαφημιστικά έσοδα, προώθηση κάποιας πολιτικής γραμμής, κλπ), αφού, η πλειοψηφία των θεατών, αντί να προτιμά εποικοδομητικούς διαλόγους που προβληματίζουν, αφυπνίζουν και οδηγούν στην αλλαγή σκέπτεσθαι, προτιμούν τις οδούς του εύκολου εντυπωσιασμού.

- Δεν αντέχεται αυτή η κατάσταση με τους συκοφάντες μπαστούνια στα παράθυρα των ειδήσεων. Που λες, χθες στις ειδήσεις μπλά μπλα μπλα
- Ε αφού σε χαλάνε, όπως λες, γύρνα το γαμημένο το κανάλι.
- Μπα τέτοια ώρα είναι πανταχού παρόντες.
- Ε... βάλε dvd, κάνε σεξ, άκου Χριστοδουλόπουλο που σ' αρέσει. Σίγουρα έχεις πιο δημιουργικά πράγματα να κάνεις.

Δες κι εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται μεταξύ των γκεϊμεράδων. Πωρωμένος σημαίνει, ο τυπάς που έχει κολλήσει στο μηχάνημα, βαράει 24ωρα στο Lineage, και κλέβει λεφτά από το πορτοφόλι του μπαμπά του για να πάει στο ίντερνετ καφέ της γειτονιάς του.

- Ρε Μιχάλη, πάλι εδώ σε βρίσκω. Τι θα γίνει ρε, θα βγούμε για κανένα γκομενάκι;
- Μπα, παίζω εδώ Counter και τη βρίσκω άγρια!
- Τι πωρωμένος είσαι εσύ ρε; Πώς πωρώθηκες έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified