Further tags

Ο νεοέλληνας, ως γνωστό, έχει γεννηθεί με διδακτορικό στο κωλοβάρεμα. Σε περίπτωση συγκέντρωσης τριών διδακτόρων στον ίδιο χώρο, το κωλοβάρεμα τριπλασιάζεται ως μέγεθος. Θεωρείται δε τόσο φυσιολογική αυτή η κατάσταση που το μόνο που μπορεί να συμβεί για να αλλάξει είναι να εμφανιστεί κάποιος τέταρτος, δρ και αυτός, για να συμπληρωθεί το καρέ που απαιτείται ώστε να παιχτεί η πρέφα (το γνωστό χαρτοπαίγνιον).

Στην αργκό η έκφραση απευθύνεται πάντα στον εμφανιζόμενο τέταρτο από τον γαμάω της τριπλέτας.

- Τι κάνετε εσείς εδώ;
- Τι να κάνουμε αδερφέ μου, περιμένουμε τέταρτο για πρέφα.

Ζητείται τέταρτος... (από Stravon, 08/09/09)όλα κι όλα, το θέλει το διδακτορικό της!!! (από Stravon, 08/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του «ο τολμών νικά», στο χώρο της σλανγκ. Αφορά τολμηρούς σλανγκιστές, που καταπιάνονται με λήμματα που δεν είναι τόσο υποσχόμενα, αλλά με μια μαεστρία καταφέρνουν να τα κάνουν να λάμψουν. Και όταν λέμε όχι τόσο υποσχόμενα, εννοούμε όρους τετριμμένους ή μη, που ακροβατούν μεταξύ σλανγκ και μη σλανγκ. Προσοχή στον τονισμό!!!

Απο Δημόσιο Πρόχειρο
πλατφόρμα
(Είδος γυναικείου παπουτσιού. Λήμμα που δεν προσφέρεται για πολλά αστεράκια, επομένως ζητείται κατά προτίμηση σλανγκίστρια με ισχυρό αίσθημα καθήκοντος και αυταπάρνηση. Λεξικογραφημένες χρήσεις εδώ.)
πασσαδόρος: παστίς, σλανγκών η ιρονίκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται στο τάβλι όταν κάποιος μετράει τις διπλές ζαριές που παίζει κατά το σχήμα που φαίνεται στο παράδειγμα, αντί για το μία, δύο, τρείς, τέσσερις, λόγω ρύμας.

Μάλλον όχι, όμως, στα ασσάκια και τις δυάρες. Μην το ξεφτιλίσουμε κι όλας...

Ντόρτια. Μία, δύο, τρείς, (χτύπημα πουλιού στο τάβλι) κι ο χατζηπετρής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

.

Το τέσσερα-δύο στο τάβλι, προφανές λογοπαίγνιο με το τετράδιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται στο τάβλι όπως στο παράδειγμα και πριν ριφθούν οι κύβοι, όταν κάποιος θέλει να του κάτσει ένα ζάρι από τα δύο σε συγκεκριμένο αριθμό, δηλώνοντας ότι το άλλο το γράφει ζμπούτσατ.

- Έξι και σκατά ρε πούστη, να σου πιάσω παραμαμά.
- Έλα ρίχ' τα, τα ζάλισες.
- Ασσόδυο...

(από allivegp, 14/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται στο τάβλι για τη ζαριά της οποίας το παίξιμο είναι φορσέ, κυρίως για τις διπλές, εξ ου και ο πληθυντικός.

- Τριάρες.
- Έλα, μετρημένες είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική (κυρίως) περιγραφή στην κατάσταση που έχει περιέλθει ο αντίπαλος στο τάβλι.

Χρησιμοποιείται όταν ο αντίπαλος φέρνει διπλές που αφενός men έχει τα τις παίξει μόλις και με τα βίας, αφετέρου the καταστρέφεται όλη του η στρατηγική στο ταβλικό πεδίο μάχης.

- Τριάρες...
- Τις έχεις!
- %$#^%$#

(από Fotis Nitsiopoulos, 10/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος από τον ιππόδρομο. Αναφέρεται στους χρόνους προπόνησης του αλόγου (συνήθως σε ρυθμό ρελαντί) σε αντίθεση με τους επίσημους χρόνους της κούρσας. Κάποιες φορές ο όρος χρησιμοποιείται και σαν συνώνυμος του «προπονείται» ή καλπάζει με σταθερό ρυθμό, αναφερόμενος πάντα σε άλογο ιπποδρόμου.

Ο όρος προέρχεται από το αγγλικό ρήμα «gallop», που σημαίνει καλπάζω. Και εξελληνίστηκε από τους αλογομούρηδες με την κατάληξη -άρω, όπως συνέβη με πολλά ξένα ρήματα, π.χ. ρεφάρω (που τέτοια τύχη), αριβάρω, σκαπουλάρω, ντουμπλάρω κ.ο.κ.

....... Αν σταματήσει ένα άλογο από τον ιππόδρομο για 10 μέρες δεν το βάζεις απ' ευθείας να τρέξει. Το αναλαμβάνει ο προπονητής, το γκαλοπάρει και το ελέγχει με τον τρόπο του για να δει εάν είναι έτοιμο να τρέξει. Σε περίπτωση υποτροπιασμού....

... Θα προτιμήσω δηλαδή χωρίς πολύ σκέψη ένα άλογο που γκαλοπάρει σταθερά, κάθε 8-10 μέρες για δυο μήνες με χαλαρές δουλειές από ένα άλογο που μου παρουσιάζει μόνο δυο γκάλοπς, έστω και αν το ένα από αυτά είναι πολύ δυνατό...

(από ιπποδρομιακούς ιστότοπους)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, όπως μας θύμισε ο Electron, τσολιάς είναι το «προπορευόμενο πούλι στο πλακωτό (τάβλι), το οποίο πάει ή ταν ή επί τας (ή πλακώνει και ηγείται της επιθέσεως, ή πλακώνεται και δίνει πάτημα στον αντίπαλο, οπότε πάει χαμένο). Η αυταπάρνηση του συγκεκριμένου πουλιού, θυμίζει τους «ηρωικούς τσολιάδες, του 40». Θα προσέθετα: και η λεβέντικη περπατησιά του και το καμάρι του. Πολλάκις ο τσολιάς είναι και σώγαμπρος, αλλά όχι απαραίτητα.

Τελικά, είχε δεν είχε ο τσολιάς, μου την έφαγε την παραμάνα.

Κάπως έτσι (από Khan, 14/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φουνταριστό τάβλι με χρήση τσολιάδων, η παρτίδα που τελικώς χαώνεται.

Τι ήταν να φέρει το εξάπαντος; Τό 'κανε ροντέο το παιχνίδι!

"Πλακωθείτω το πούλι μου μετά των αλλοπούλιων". Άλλως, "ο θάνατος του Σαμψών" υπό Gustave Doré. (από Khan, 15/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified