Το άθυρμα, από το ρήμα αθύρω, παίζω. Η λέξη χρησιμοποιείται για το μαραφέτι (αντικείμενο) που παίζεται το παιχνίδι.
Γιαννιώτικο ιδίωμα.
Το άθυρμα, από το ρήμα αθύρω, παίζω. Η λέξη χρησιμοποιείται για το μαραφέτι (αντικείμενο) που παίζεται το παιχνίδι.
Γιαννιώτικο ιδίωμα.
Got a better definition? Add it!
Πετραδάκι, μικρή πέτρα στα Γιαννιώτικα. Επίσης κασκαρίκι και κατσκαρίκι.
Η λέξη φαίνεται να προέρχεται από το αρμένικο khachkar (խաչքար) που σημαίνει πέτρα με σταυρό. Βλ. επίσης και την οροσειρά Kaçkar στον Πόντο και την έκφραση κασκαρίκα.
- Πώς έγινες έτσι ρε;
- Έφαγα μια σαβούρδα σε κάτι κατσκαρίκια στο χωριό!
- Σε κάτι τί;
Got a better definition? Add it!
Πελοποννησιακός ιδιωματισμός.
Το τσιφί είναι ο (συνήθως μεταλλικός) μηχανισμός των πορτών που επέτρεπε να κλείνουμε / ανοίγουμε τη πόρτα. Αν θέλαμε να ανοίξουμε τη πόρτα σηκώναμε το τσιφί, ενώ για την κλείσουμε-κλειδώσουμε κατεβάζαμε το τσιφί. Λόγω της ασφάλειας που (δεν) παρέχει, στις μέρες μας χρησιμοποιείται μόνο σε πόρτες αγροτόσπιτων, σε μαντριά και στάνες.
Παππούς και εγγονός στο χωράφι του παππού:
- Πώς ανοίγει αυτή η πόρτα ρε παππούλη;
- Α ρε φλώμε. Τι ψάχνεις για κλειδιά και κλειδαριές; Δεν το βλέπεις το τσιφί; Το σηκώνεις και ανοίγει η πόρτα.
Mεταφορική έννοια:
- Τι διάολο, γιατί δε μπαίνεις gtalk τελευταία να κάνουμε κανά chat;;
- Άστα ρε ξάδερφε, ο proxy της εταιρίας μου έχει κλείσει το τσιφί στη πόρτα του gtalk.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στα Θεσσαλονικιώτικα, οτιδήποτε κρέμεται από το λαιμό ως κόσμημα. Το μενταγιόν.
Την είδα χθες και φορούσε ένα πολύ ωραίο κρεμαστό.
βλ. και κρεμαστάρι.
Got a better definition? Add it!
Η γομολάστιχα στα Θεσσαλονικιώτικα.
Δώσε μου τη σβήστρα, έκανα ένα λάθος.
Got a better definition? Add it!
Ιδιαίτερα παλαιό λολοπαίγνιο για το αυτοκίνητο.
Πρόκειται μάλλον για σκόπιμο μποστικό βαρβαρισμό, κατά τα ελεωφορείο, αρκούδως, ιπποδήλατο, υγρόν αγόραζε, βραδυόφωνο, τουλάστιχον, ανθηρόστομος, λουκλάνικο κ.α. παρεμφερών γελοιοτήτων (βλ. πιχί εδώ). Κατά άλλους, αποτελεί τοπικό ιδιωματισμό νίντζα (βλ. τελευταίο παράδειγμα).
- εχω κι εγω εφτακινητο...αμε.... ενα AX GTi 1.4 multipoint....το εν ελλαδι le mans....τρεχει πολυ....ειναι καλο...ειμαι και ομορφο αγορι...ναι...
(εδώ)
- Μετά από μερικές μέρες έδεσα το τρέϊλερ με το φουσκωτό στο εφτακίνητο και μετά από 2-3 ώρες βρεθήκαμε στην Αίγινα.
(εκεί)
- Κατά την διάρκειαν του συμμοριτοπολέμου, ο στρατός είχε διανοίξει προχείρους οδεύσεις διά την κίνησιν των οχημάτων μέχρι και των πλέον αποκρήμνων κορυφών. Εις κάποιο ορεινόν χωρίον του Γράμμου, έφθασε μίαν ημέραν μία μικρά φάλαγξ οχημάτων, την οποίαν περιεκύκλωσαν οι ολίγοι κάτοικοι, γυναίκες και μικρά παιδιά. Μερικαί εκ των γυναικών δεν είχον ιδεί εις την ζωήν των αυτοκίνητον και ίσως ήκουον και την λέξιν διά πρώτην φοράν. Μία εξ αυτών το είπε: «εφτακίνητο» (διά την ακρίβειαν «ιφτακίντου»). Η λαϊκή γλώσσα δεν έχει λέξιν με πρώτον συνθετικόν την αντωνυμίαν «αυτός», ενώ έχει λέξεις με πρώτον συνθετικόν το «εφτά». Η αγράμματος λοιπόν αυτή γραία δεν συνέλαβε καλώς την λέξιν, δεν εγνώριζε βεβαίως την ετυμολογίαν την και ενόμισεν ότι κάπως πρέπει να ομοιάζη με λέξεις τας οποίας εγνώριζεν. Οι «πιτσιρίκοι», οι οποίοι ήδη είχον αναμιχθή με τους στρατιώτας και συνέλαβον ορθώς την λέξιν, ήρχισαν να την πειράζουν: «Μωρέ θειά, δεν του λιέν ιφτακίντου, αλλά αυτουκίντου». Τελικώς το είπε και αυτή: αυτουκίντου.
(παπαραπέρα)
Got a better definition? Add it!
Το pop corn, Σερραϊκός ιδιωματισμός.
Σ.ς.: πρωτοφανές, μετέφρασα μια Ελληνική λέξη στα Αγγλικά για να την καταλάβουν οι Έλληνες!
Στο διάλειμμα θα πάρουμε παπαλούτσες από το κυλικείο;
βλ. και παπαδούλες.
Got a better definition? Add it!
Άχρηστα πράματα, σκουπίδια αλλά όχι μόνον.
Τι τα θέλεις τα σιανάφαρα στο κατώι;
Ασαφή σύνολα: αρχιδιές, καλαμπαλίκια, κούρκουτα (Κρήτη), μαλακίες, παπαριές, σέα και μέα, σιανάφαρα, συμπράγκαλα, τσαμπασίρια, τσάντζαλα μάντζαλα, τσουμπλέκια
Got a better definition? Add it!
Το λουρί, το κολάρο, ο λαιμοδέτης ζώου, κυρίως του σκύλου. Χρησιμοποιείται ως όρος κατά κόρον στην επαρχία και ειδικά στα χωριά. Σπανιότερα συναντάται και ως «κανάκα».
(Πραγματικός διάλογος σε κατάστημα με εργαλεία, βιομηχανικά κλπ)
- Καλημέρα!
- Καλημέρα σας! Τί θα θέλατε;
- Μπας κι έχεις χανάκα;
- Εεε ορίστε; τί είναι αυτό;
- Λουρί ρε παιδί'μ για σκυλί!
- Α! Μάλιστα υπάρχει.
- Να'ναι μεγάλη μόνο γιατί είναι θεριό.. .αρκούδι!
Απόσπασμα από το έργο του Βάρναλη «Ελέυθερος κόσμος»:
«Λεφτεριά της χανάκας και του ξύλου σφιχτόδενε τ' αξύπνητο χαϊβάνι».
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Θεσσαλική λέξη που χαρακτηρίζει κάτι πάρα πολύ λεπτό.
Από το φύρα και το φύλλο, δηλαδή κάτι λεπτότερο ακόμα κι από ένα φύλλο.
Κάνω μία απόπειρα ετυμολογίας, με κίνδυνο να πέσω σε παπαρετυμολογία, και να δικαιολογήσω την ορθογραφία που πρέπει να τονίσω ότι είναι αυθαίρετη -δεν έχω δει ποτέ την λέξη γραμμένη και ο γούγλης δεν έχει καμία επιστροφή
- Μην βγεις έτσι έξω, θα κρυώσεις.
- Πήρα σακάκι.
- Τι, αυτό το φύρφυλλο, κάνει κρύο παιδί μου...
- Τι κρύο ρε μάνα, 28 βαθμούς έχει!
Είχα βρει μια ωραία σοκολάτα με γέμιση μέντα, αλλά όχι σαν τα φύρφυλλα τα after eight, κανονική σοκολάτα.
Got a better definition? Add it!