Further tags

Η αδερφή που δεν το κρύβει.

-Είχα καιρό να δω τον Σάκη.
-Είδες, σκέτη σφυρίχτρα έγινε ο Σάκης μας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παλιαδερφή. Ο μαλάκας ομοφυλόφιλος. Ο μαλάκας, γενικώς.

Και γύρισε και μου είπε να μην τον ξαναενοχλήσω! Αν είναι δυνατόν να μου την πει κι από πάνω, η σκατίπουστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι οπαδοί του Άρη στη Θεσσαλονίκη.

Πάλι θα οργώσουν τα γήπεδα της β΄εθνικής οι βουλγαροεβραίοι.

(από Vrastaman, 10/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος ο κακομοίρογλου. Ο αργόστροφος. Ο δεν-μπορώ-να-ελέγξω-το-σώμα μου. Εν ολίγοις κάποιος που συμπεριφέρεται ατσούμπαλα λες και σώθηκε από αυτοκινητιστικό αλλά με μερική παράλυση. Απαντάται και με διανοητική χροιά και είναι συνώνυμο της λέξης καθυστέρας.

Εκφωνητής ματς: Μπασίνας το ΣΟΥΤ!!!!! ... έξωωωωω...
Φίλαθλος: Κοίτα ρε έναν παραπλήγα... Ψωνίσαμε από σβέρκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπάκι με κοντό σορτσάκι adidas 80's και άπειρη τρίχα στο πόδι. Στην παραλία παίζει συνέχεια με ρακέτες «το αγόρι» και φορά speedo μαγιουδάκι. Το βράδυ εντοπίζεται με συκοφανέλα διχτυωτή, μπράτσα έξω, λακ, σκαρπίνι, μαύρο κολλητό παντελόνι πάνω από τον αφαλό, αλλά Βαν-Νταμ και κάλτσα στα αρχίδια...

- Τον είδες τον gogo boy;
- Για τον μπούτσο....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που, λόγω σωματότυπου ή λόγω των χειρονομιών και των κινήσεών της, έχει (ή σε κάνει να φαντάζεσαι ότι έχει) πολύ άγαρμπους τρόπους στο σεξ.

- Πώς ήταν χθες με την μικρή;
- Πολύ αγαρμπομούνα ρε παιδί μου, όταν ανέβηκε πάνω μου κόντεψε να μου τον σπάσει!

(από perkins, 03/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αηδιαστικός βλάκας.

Άντε πάγαινε ρε μπιντέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που φλερτάρει με την αισθητική των φρικιών, χωρίς να την υιοθετεί πλήρως.

  1. — Πάμε ν' αράξουμε Ναβαρίνου;
    — Τί λέ' ρε; Να κολλήσουμε καμιά υποφρικίαση;

  2. — Τί λέει η καινούργια γκόμενα του Μάκη;
    — Ανώδυνο πίρσινγκ στη μύτη, σχισμένο παντελόνι αγορασμένο απο Ζάρα και μαλλί επιμελώς... Κι' όταν σκάσαμε τον μπάφο την έκανε μ' ελαφρά... Υποφρικιό της χειρίστης μιλάμε.

  3. Μοϊκάνα με ζελέ; Υποφρικιό πήδηξες ρε βλάκα;
    — Λές να την πηδούσα ρε άμα βρόμαγε αβγουλίλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φοράει γυαλιά και συνήθως είναι φλώρος.

Κοίτα τον γυαλαμπούκα, πάλι ξύλο τρώει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός όρος από κατοίκους της Πρωτεύουσας για κατοίκους της Θεσσαλονίκης -και όχι μόνο- ο οποίος είναι εμπνευσμένος από τη γειτνίαση της συγκεκριμένης περιοχής με την αντίστοιχη χώρα και την ομοιότητα της συμπεριφοράς των Θεσσαλονικέων με τους Βουλγάρους.

Οι Βούλγαροι πάλι γυαλιά καρφιά τα κάνανε μόνο και μόνο επειδή είδαν αθηναϊκές πινακίδες. (sic)

Λεωφορείο 31 Βούλγαρη - Σφαγεία... (από HODJAS, 04/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified