Further tags

Υβριστική παραφθορά του τίτλου «πλανητάρχης» που απέδωσε στον Αμερικανό Πρόεδρο ο Ελληνικός τύπος επί εποχής νέας τάξεως.

Πρωτολανσαρίστηκε εν όψει των αμφιλεγόμενων ερωτικών περιπετειών του σαβουρογάμης Αμερικανού Προέδρου Bill Clinton με τη Monica Lewinski, ενώ και ο διάδοχός του George W. Bush Jr. ενέπνευσε πολλούς για την απονομή του ιδίου τίτλου, όχι λόγω ερωτικών κατορθωμάτων αλλά αποκλειστικά λόγω του κακού του χαρακτήρα. Νομίζω ότι και το «πλανητάρχης» αποτελεί ελληνικό ιδίωμα.

Kαρκίνος (22 Iουνίου - 22 Iουλίου) Τα ευαίσθητα Καρκινάκια, γεννημένα ντάλα καλοκαίρι, με την πουτανίτσα Σελήνη να τους ανεβοκατεβάζει τα γράδα, φουσκώνουνε και ξεφουσκώνουνε μέσα τους, σαν τα νερά του Ευρίπου. Συναισθηματική σταθερότης μηδέν, εξού και η αδικαιολόγητη πολλές φορές ισχυρογνωμοσύνη τους. Καλοί δικηγόροι οι Καρκίνοι, μπορούν να υπερασπίσουν με άνεση την άποψή τους, αλλά ταυτόχρονα με την ίδια άνεση και την ακριβώς αντίθετη. Το ρήμα που χαρακτηρίζει τον Καρκίνο είναι το «αισθάνομαι». Εκπρόσωπος του ζωδίου ο πλανηταρχίδης Τζορτζ Μπους. (Τζιμάκος, από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλ. το λήμμα εθνικάριος, μόνο που εδώ αναφερόμαστε στην Εμπορική τράπεζα, πριν ιδιωτικοποιηθεί.

Κατά τα άλλα ισχύει ό,τι ακριβώς και στο εθνικάριος.

- Η νέα διοίκηση της Εμπορικής προσέλαβε πεπειραμένο προσωπικό από τον ιδιωτικό τομέα. Για να δούμε τι θα κάνει με τους εμπορικάριους που έχει.

Δες και -άριος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που είναι «φαρδιά» λόγω υπερβολικής χρήσης σε όλες τις τρύπες της.

Τι λες τώρα μωρή; Είναι να μη στεναχωριέμαι που μου κουβάλησε ο μαλάκας ο γιος μου για νύφη την κόρη της Μαρίτσας ;;; Τον τύλιξε η καπάτσα η μάνα της, τους έκανε πλάτες για να ξεφορτωθεί το πουτανάκι της γιατί, τέτοιο ξεπατοκάλαθο που είναι, μόνο ο άβγαλτος ο δικός μου θα την έπαιρνε στα σοβαρά... Και να πεις πως έχει και κάνα φράγκο; Δεύτερο βρακί δεν έχει να βάλει στον κώλο της !!! και πουτάνα και αδέκαρη, κακό χρόνο να χει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφρονητική, μειωτική προσφώνηση, που σημαίνει άνθρωπο γεννημένο από μπατανά, δηλ. κατά λάθος, ανεπιθύμητο σ’ αυτό τον κόσμο ακόμη και από τους αγαπημένους του γονείς, ή προϊόν ατελούς σύλληψης. Βεβαίως η έκφραση είναι αρκετά παλιά, προ εξωσωματικής γονιμοποίησης και τεχνητής αναπαραγωγής εν γένει, τεχνικών που έχουν καταστήσει την άμωμη σύλληψη αρκετά καθημερινό φαινόμενο.

Δεν γνωρίζω αν στην πραγματικότητα είναι δυνατή η μπατανοσύλληψη και μπατανογένεση, όμως η υβριστική χρήση του όρου νομίζω ότι περισσότερο προβάλλει τις ατέλειες της ερωτικής πράξης στο πρόσωπο που δήθεν προήλθε από αυτήν και το μειωτικό της περιεχόμενο είναι φαντασιακό και όχι πραγματικό, καθόσον, αν είναι δυνατή η μπατανογένεση, πιστεύω ότι ο μπατανογεννημένος θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προικισμένο άτομο βάσει των κανόνων της φυσικής επιλογής. Και τούτο διότι αν στην κανονική ερωτική πράξη η πιθανότητα να φτάσει το σπερματοζωάριο στη μήτρα είναι μία σε εκατομμύρια, και ούτω πως επιλέγεται βεβαίως το βέλτιστο των σπερματοζωαρίων, στον μπατανά, που το σπερματοζωάριο πρέπει να διανύσει πρόσθετη διαδρομή στο εκτεθειμένο, ξηρό και εχθρικό περιβάλλον των μητρικών μηρών προτού ν’ αρχίσει ο συνήθης μαραθώνιος εντός του κόλπου, η πιθανότητα μειώνεται στη μία στο –ξέρω γω;- δισεκατομμύριο ας πούμε. Το σπερματοζωάριο δηλαδή πρέπει να είναι Τσακ Νόρις και το τέκνο που θα γεννηθεί αντίστοιχα προικισμένο. Οπωσδήποτε ο ανώνυμος συλλογικός υβριστής δεν έχει ασχοληθεί με αυτή την πλευρά του θέματος και θα πρέπει ν’ αποφεύγετε την έκφραση ως κολακεία.

Άλλως: μπατανόπιασμα / μπαντανόπιασμα

- Ρε φίλε, δε με βλέπεις που έχω αναμμένα τα αλάρμ και περιμένω να παρκάρω; Τι μου χώνεσαι από πίσω; - Άει χάσου ρε μπατανογεννημένε!

(από patsis, 18/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύβρις μεταξύ ανδρών. Σημαίνει ότι το κατηγορούμενο της προσφώνησης στερείται όλων εκείνων των συναισθηματικών, ηθικών και ψυχικών ιδιοτήτων που προσιδιάζουν αποκλειστικά και μόνο στους άνδρες, ενώ, κατά την υβρεολογική αξιολογική κλίμακα, απουσιάζουν πλήρως από τις γυναίκες. Ενδεικτικά: ανδρεία, ευθύτητα, ειλικρίνεια, μαγκιά, τσαμπουκάς, νταηλίκι, εξήγα, αξιοπιστία, θάρρος, τόλμη, γενναιότη και πλείστες όσες άλλες, που η απαρίθμησή τους θα υπερέβαινε τον αριθμό λημμάτων του slang.gr. Άσε που μπορεί να μην του σηκώνεται καν.

Ήρθαν τα παιδάκια
με τα ροπαλάκια. Χωρίς τα ροπαλάκια
θα ήτανε μουνάκια. (Ωδή της Θύρας 4 προς τα ΜΑΤ, στη μουσική του «ένα λεφτό κρεμμύδι γκέο βαγκέο«).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνδρας ο οποιός συνοδεύει πληθώρα γυναικών, με καμία από τις οποίες δεν σχετίζεται και ούτε πρόκειτα, γιατί είναι «καλό παιδί» και ολίγον φλώρος.

- Τον είδες τον μάγκα; Πέντε θεές τραβάει μαζί του...
- Ποιόν μάγκα, μωρέ; Γκομενοτσομπάνης είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοί που έχουν κόλλημα με τον Ομπάμα. Όχι απαραίτητα κακό.

- Έχω ένα φίλο που έχει κόλλημα με τον Τζέφρι!
- Σοβαρά, ε; Κι εγώ είμαι μπαρακάξα. - Αλήθεια; Ε, ο καθένας τη γνώμη του...

Ceci n\'est pas une Barakaxe (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σόι, όχι με την καλή έννοια.

Το έχω ακούσει από παππούδες στην Μάνη, ο γούγλης δεν δίνει χτύπημα.

- Γαμώ το συσελέκι σου μέσα, αχλαδομουνοπατσαβούρα!

Got a better definition? Add it!

Published

Η πάντα εμπνευσμένη και γόνιμη λεξιπλαστική ευφυΐα του Ελληνικού λαού, μετά την καθιέρωση του εύχρηστου, ακριβούς και μονολεκτικού όρου «Σπατόσημο» αντί του δύσχρηστου και ακατανόητου «τέλος εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης αερολιμένων», προέβη αυθωρεί σε νέα μετεξέλιξή του επί το χυδαιότερον, ως σκατόσημο, το οποίο προσφέρεται πλέον για χαρακτηρισμό όχι μόνο του εν λόγω τέλους αλλά και κάθε εν γένει τέλους, βάρους, φόρου, κερατιάτικου και τζερεμέ, από τους άπειρους που υπάρχουν αλλά και ξεφυτρώνουν νέοι διαρκώς σαν τα μανιτάρια στον καθημερινό μας βίο.

  1. Στο τρίτο (και φαρμακερό) βρίσκουμε τον κόσμο της εργασίας. Tους Έλληνες που, από τις 6 τα χαράματα είναι στους δρόμους για να δουλέψουν το μαγαζί, τη βιοτεχνία, το εργοστάσιο, την επιχείρηση. Tους ανθρώπους που πληρώνουν Φ.Π.A., ΦMY, ΦMΠ, ΣMΠ, PΨX, ΠPT, IKA, ΣYKA, ΔIKA, TΣA, ΠΣA, ΞA, αλλά και χαρτόσημο, σπατόσημο, ακόμα και σκατόσημο, διαολόσημο και βλακόσημο. (εδώ)

  2. Σκατόσημο θεσπίζει η ΕΥΔΑΠ από το Μάρτιο προκειμένου να φρενάρει τους κατοίκους των βορείων προαστίων που κάθε τρεις και λίγο είναι στις τουαλέτες. (εδώ)

  3. – Θέλω μια Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου ...
    Ο θάνατος ειναι εγγεγραμμένος στην Αθήνα τη δεκαετία του '70...
    Αλλά δε ξέρω σε ποιο δημαρχείο...
    – Δεν είναι δύσκολο ρε συ. Πας στο δικαστικό μέγαρο, κάνεις μια αίτηση (πρέπει να ξέρεις ημερομηνία θανάτου), πληρώνεις ένα σκατόσημο, μισό ευρώ νομίζω, και σου λένε πότε να πας να το πάρεις.
    (εδώ)

  4. Με ξεσκίζει η εφορία με 40%, με ξεσκίζει ο φόρος της βενζίνης, με ξεσκίζουν τα διόδια, το σπατόσημο, το σκατόσημο, τα τέλη κυκλοφορίας, τα έξοδα μεταβίβασης (να συνεχίσω με τους φόρους ή το πιάσαμε;) (εδώ)

  5. Το καταπληκτικότερο (δυστυχώς δε γνωρίζω Ολλανδικά): In het Nedergrieks wordt dit uiteraard [ˌskupidoʋˈfaːχoʋ]. ‘Toiletpapier’ heet dan weer [skəˈtousimou], d.wz. σκατόσημο, een zeer subtiele verwijzing naar de beruchte luchthaventaks op Eleftherios Venizelos die in de volksmond σπατόσημο genoemd wordt (naar Spata, de plaats waar de luchthaven gelegen is). (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαντασμένο, ξιπασμένο ανθρωποειδές.

Εκ του ψωνάρα (υπερθετικό του ψώνιου) και του γαμοσλανγκοψευδογαλλοεπιθέματος -ρέ.

- Το παίζω σκυλάκι της, δεν με παίρνει κι αλλιώς. Είναι η πρώτη γκόμενα στα μέρη μας, το ξέρει, μπορώ να σου πω καλύτερη από κάτι σούργελα που βλέπεις στην τηλεόραση. Είναι λίγο ψωναρέ μα δεν με χαλάει καθόλου, μην σου πω ότι με φτιάχνει κιόλας. Αυτό το υφάκι, αφ' υψηλού και υπεράνω, με κάνει να αισθάνομαι ότι όποτε είμαι δίπλα της κάτι γίνεται, κάτι συμβαίνει.*
εδώ

- gt na iste toso psonare oles re pousti; dn iparxi mia p na ine kanoniki oute mia omos...
ekei

- Κινητά των 400 ευρώ κάθε χρόνο ή κάθε 6 μήνες, λογαριασμοί κινητής τριψήφιοι κάθε μήνα. Αλλαγή αυτοκινήτου κάθε 2-3 χρόνια γιατί «συνέφερε περισσότερο» . Σ/Κ σε Ναύπλιο, Αγόριανη, σαλέ, πισινέ, ψωναρέ. 2-4 ΙΧ ανά οικογένεια...
περαπέρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified