Further tags

Και κλαπαρχίδης.

Αυτός που (συνήθως λόγω ηλικίας) έχουν κρεμάσει τ' αρχίδια του, με αποτέλεσμα, όταν περπατάει γυμνός να χτυπάνε παλαμάκια!

Μεταφορικά, ο ανίκανος (όχι μόνο σεξουαλικά), ο άχρηστος.

-Τι να μας πει μωρέ ο κλαπαρχίδας, σάμπως μπορούσε να κάνει κάτι;

Δες και κλαπανάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λεβέντης μαλάκας -- ο άνθρωπος που συμπεριφέρεται λεβέντικα χωρίς να συνειδητοποιεί πόσο λακαμάς είναι και ταυτόχρονα.

  1. (siegmundshof.wordpress.com) - Σε λίγο ξεπροβάλλει η νύφη και από πίσω περιχαρής ο λεβεντομαλάκας!

  2. (tonisitiskalipsos.blogspot.com) Αποτυχημένος επαναστάτης, εραστής, επιστήμονας, ένας λεβεντομαλάκας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η «ποδοσφαιρική ομάδα» - δηλαδή το group - των εθνικοφασίστων.

- Τι φασιστικές παπαριές λέει ο Σταματης να'ουμ... - Μεταγραφή από την φασιστοεθνική μας τον φέραν τον μαλάκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(αλλιώς τυρόγαλο): λέγεται ο Λαρισαίος, -α.

- Τι έγινε ρε φίλε με την γκόμενα χτες;
- Άσε ρε, τι να μας πει το τυρί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχηγός στο μινάρισμα (= στη μαλακία). Έχει και αρχοντικό ύφος (ως μπέης)...

- Ποιος ρε μινάρα; Ο Ντούλης; Τι να μας πει κι αυτός;... Έχει κάνει το μινάρισμα επάγγελμα ο μιναρόμπεης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός όρος για τους κατοίκους του λεκανοπεδίου της Πρωτευούσης που χρησιμοποιείται κυρίως από κατοίκους του Βορρά.

Τάκης Σουγιάς: - Αύριο παίζει η μπαοκάρα με το βάζελο ρε Μπάμπη. Θα ανεβούνε τίποτα αθηνέζοι να τους κοπανήσουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φέρεται σκάρτα σε σχέσεις, δουλειές, φιλίες.

  1. - Μην κάνεις κάνα λάθος και συνεργαστείς μαζί του, ο τύπος είναι λαμόγιο, έχει γεμίσει την αγορά με ακάλυπτες επιταγες.
  2. - Πώς τα πας με τον δικό σου; -' Ασε, πολύ λαμόγιο, όλο στραβές μου κάνει.

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που συνέχεια χαλάει τη δουλειά σου. Ο άνθρωπος της ακατάλληλης στιγμής.

Την ώρα που ήμουν έτοιμος να στην βυσματώσω, ο αρχιδογαμιώλαρος χτύπησε το κουδούνι.

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κακάσχημος άντρας νεαρής ηλικίας 18~21 χρόνων περίπου, γεμάτος καυλόσπυρα, που νομίζει και συμπεριφέρεται σα να είναι ο ωραιότερος στον κόσμο.

Σιγά να μην πάω μ' αυτόν, σαν ψωλόχυμα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απατεώνας, ο κομπιναδόρος. Η λέξη πιθανολογείται ότι προέρχεται από την ισπανική έκφραση «la moya» που σημαίνει «η τάδε».

Τράβα να κάνεις δουλειά με τα λαμόγια και μετά έλα να μου κλαφτείς που σε δαγκώσανε. Θα φας κάτι κλωτσές.....

(από GATZMAN, 03/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified