Κεφαλλονίτικη έκφραση. Εννοείται ο Άι Γεράσιμος. Προφέρεται «γαμώ τονάι μου».
Κόπηκα γαμώ τονάι μου.
Πού χάθηκες γαμώ τονάι σου;
κλπ
Κεφαλλονίτικη έκφραση. Εννοείται ο Άι Γεράσιμος. Προφέρεται «γαμώ τονάι μου».
Κόπηκα γαμώ τονάι μου.
Πού χάθηκες γαμώ τονάι σου;
κλπ
Got a better definition? Add it!
Ο άχρηστος αθλητής.
Ωχ, τον τραχανοπλαγιά, τον Νικοπολίδη θα έχει βασικό ο Ρεχάγκελ;...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που έχει μικρή μύτη. Επίσης μπορούμε να το ακούσουμε και σαν «μισσιρή στο κάτω κεφάλι» που σημαίνει μικροτσούτσουνος.
Πάντως πρόκειται για μια λέξη που προέρχεται από την αργκό των περιστεράδων.
Βγήκε και ο άλλος ο μισσιρής στην τηλεόραση να μας πει για πλαστική στο πρόσωπο. Άντε ρε τον σαλιαμπάλια...
Got a better definition? Add it!
Το παρτάλι, γενικώς, ο ανοργάνωτος είτε στη ζωή του είτε στον αθλητικό τομέα.
- Ούτε τι θα κάνει αύριο δεν ξέρει
- Μην ασχολείσαι ρε με τον σαλιαμπάλια.
Got a better definition? Add it!
Ο διανοητικά καθυστερημένος, ο πειραγμένος δηλαδή. Προέρχεται από την γλώσσα των αυτοκινήτων που μετά από μία άσχημη τράκα αρπάζει το σασί και δεν γίνεται να διορθωθεί 100%.
- Ρε, μου έβρισε τη μάνα χωρίς να του πω τίποτα!
- Μη δίνεις σημασία ρε, το παιδί είναι αρπαγμένο...
Σχετικά: κάθυστερ - καθυστέρα, βραδυφλεγής, richard, Σελήνη, ριτάρντεντ, Κατέλης, μογγόλι, το, ληγμένος, -η, -ο
Got a better definition? Add it!
Μπουρούχα, μπάζο, η γκόμενα που δε βλέπεται.
- Α να χαθείς μωρή κλασοπαντιέρα που θα με πεις μαλάκα!
Got a better definition? Add it!
Κλασικός υβριστικός χαρακτηρισμός για τον αστυνομικό.
Προέρχεται από τα τούρκικα και συγκεκριμένα από τη λέξη baskin =αιφνίδια έφοδος, ντου της αστυνομίας. Στην Ελλάδα, απαντάται στην αργκό των αστικών κέντρων σίγουρα από τον μεσοπόλεμο και φαίνεται να υπήρχε ακόμη πιο παλιά στα ιδιώματα της Ηπείρου και της Θεσσαλίας.
Πέραν του *ο μπασκίνας *υπάρχει και το θηλυκό ***η μπασκίνα*** (Βλ. παράδειγμα 2) και το ουδέτερο ***το μπασκίνι***. Επίσης, τα περιληπτικά ουσιαστικά ***το μπασκιναριό***, ***η μπασκιναρία*** και το γαλλοπρεπές ***μπασκινερί*** (βλ. παράδειγμα 3)
... θα διενεργηθεί και πάλι ΕΔΕ και θα την πληρώσουν οι βασανιστές με 15 μέρες.ΟΥΣΤ και πάλι ΟΥΣΤ.Φανταστείτε τι θα κάναν στα παιδιά που κατηγορούνται για τα γκαζάκια...όχι επειδή εκεί δεν τράβηξε videaκι κανένας μαλακοκαύλης μπασκίνας να το δείχνει στους μπατσόχοιρους φίλους του όπως έχει δείξει και άλλα τόσα με γυμνές γκόμενες που τυγχάνουν δείγματα της αρρωστημένης τους φαντασιάς ...
Η Γκρέτα Γκάρμπο μάγκα μου θ' ανάβει το τσιμπούκι
κι ο Ζακ Κιεπούρα στη γωνιά θα παίζει το μπουζούκι
ο Τζίμι Λόντος για νταής θα κάθεται στις τσίλιες
κι η Λίλιαν η Χάρβει θα διώχνει τις μπασκίνες
Μπάς κι 'ναι δω, μπας κι' ναι κει
Γκρεκ Ροαγιάλ Μπασκινερί
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σύνθετη λέξη από τα χάφτας + βλάκας. Όταν μόνο μία εκ των δύο λέξεων δεν επαρκούν για να εκφράσουμε την αγανάκτηση μας για κάποιον άλλο, αυτή είναι η τέλεια λέξη!
- Άντε ρε παλιο$%^# γαμώ το μουνί&^%$^(#@$.....!!
- Τι βρίζεις και συ ρε... Χαφταβλάκα!!
Got a better definition? Add it!
O αστυνόμος, ο τροχαίος, ο τηρητής της τάξης και του νόμου, ο κατά κόσμον μπασκίνας.
Τα παράγωγα της λέξης είναι το μπατσικό (περιπολικό) και η μπατσαρία (η αστυνομία σ' ένα γενικότερο) ενώ γνωστό είναι και το κλασικό πλέον σύνθημα μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι. Για τις σπάνιες περιπτώσεις που κάποιος θέλει να αναφερθεί χαϊδευτικά σ' έναν εκπρόσωπο του είδους, υπάρχει και η εκδοχή μπατσούλης (δέον να χρησιμοποιείται με μέτρο).
Η GLX βερσιόν του μπάτσου είναι ο μπάτσμαν.
- Πέρνα ρε μαλάκα, πορτοκαλί είναι, δηλαδή τι πορτοκαλί, σαν ώριμη ντομάτα...
- Όχι ρε πούστη μου! Μπάτσος! Τι θέλω και σ' ακούω ρε άχρηστε;
Δες και φουνταριστός.
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Got a better definition? Add it!
Εκ του βρωμύλος και του γνωστού Τσέχου σκηνοθέτη Μίλος Φόρμαν («Στη φωλιά του κούκου») έχουμε έναν καλυμμένο και σχετικά ήπιο χαρακτηρισμό του κοινού βρωμιάρη, αυτού που εναλλακτικά αποκαλούμε λέσι, λεχρίτη, γλίτση ή λερέτη.
Ο Βρωμύλος Φόρμαν, για ευνόητους λόγους σχετίζεται με το γνωστό χρώμα βρωμυλί, το οποίο μοστράρει σε ρούχα, παπούτσια και λοιπά αξεσουάρ.
Προς άρσιν παρεξηγήσεως, δεν υπάρχουν ενδείξεις, πολλώ δε μάλλον αποδείξεις, ότι ο συμπαθής Τσέχος σκηνοθέτης είναι όντως άπλυτος και λίγδας. Απλά άτυχος για τις ανάγκες του σάιτ...
- Έτοιμος...
- Τι έτοιμος ρε χαρμπαγιάγκαλε; Έτσι θα βγεις ρε μαλάκα, άπλυτος και αξύριστος και θα ψάξεις για γκόμενες; Ε ρε κατακαημένε... Βρωμύλος Φόρμαν!
- Ωραίος σκηνοθέτης, αλλά τι σχέση έχει ο Φόρμαν με το πώς θα βγω εγώ;
- Α καλά...
Got a better definition? Add it!