Further tags

Κοπέλα με άσχημο παρουσιαστικό. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε περιοχές της Βορείου Ελλάδος.

Νίκος: - Η Μαρία θα φέρει το βράδυ και τη Ρίτα μαζί. Θα σκάσεις καμιά βόλτα;
Λάκης: - Σιγά μη σκάσω για να ξεμείνω μ' αυτή την κιούσπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαρακτηρισμός είναι βαρύτατος, βαρύτερος του μαλάκα. Ο μαλάκας παίζει τον δικό του. Ο μινάρας παίζει κάποιον ξένο. Δηλαδή μεγάλη ρόμπα.

Πατρινής προέλευσης.

Καλά ρε μαλάκα, εσύ είσαι εντελώς μινάρας.

Atletico Mineiro (από patsis, 04/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεμπέλης.

- Όλη μέρα φαΐ, ύπνο και καυλομαχητό ο τύπος. Σκέτη κουραδομηχανή.

(από ironick, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός του «μαλάκας».

- Αυτός; πολύ φλόμπας ρε παιδάκι μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη γυναίκα, η ελεεινή, αυτή που δε βλέπεται. Χρησιμοποιείται περισσότερο για να προσβάλει, παρά για να χαρακτηρίσει / περιγράψει. Φυσικά χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά από άντρες και δη από άντρες που είναι το αντρικό ανάλογο της πατσόλας.

Παραλλαγή: πατσόλι.

Ο Μάκης δε θα παραδεχόταν ποτέ στους φίλους του ότι είχε βγει με αυτή την πατσόλα την Εύη –και μάλιστα είχε κάνει και τεμενάδες για να γαμήσει! Άααα, όλα και όλα, άλλο το τι λέμε, και άλλο το τι κάνουμε! Είχε και ένα τουπέ να κρατήσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος γλίτσας και πέτσας. Λέγεται για άτομα ανύπαρκτα, επονομαζόμενα και λεβιέδες.

Τύπος με cooperaki από Κηφισιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται κυρίως για άτομα μπουχέσες οι οποίοι κλάνουν μεντολάστιχα σε καθετί που τους τρομάζει ή δεν μπορούν / φοβούνται να το πράξουν, ενώ φαίνονται αρχιδάτοι.

Πορτιέρης σε νυχτερινό κέντρο που του λες γαμώ την μάνα σου και κλαίει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας που ενώ μαζεύει πολλές γυναίκες κοντά του, τελικά δεν καταφέρνει να κάνει και πολλά, παραμένοντας στην κουβεντούλα, τα χαχανίσματα και όλα αυτά πριν την ουσία.

Σχετικό λήμμα: γκομενοφύλακας, γκομενοβοσκός

- Πώς τις καταφέρνει ο Μάκης ρε φίλε τόσες γυναίκες κάθε φορά;
- Τι καταφέρνει; Τις μαζεύει, τους λέει αστειάκια κι αυτό είναι όλο. Τελικά με το πουλί στο χέρι μένει. Μουνοβοσκός ο Μάκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κατώτερος, συνήθως ποιοτικά, ο δευτέρας διαλογής, ο λίγος.

Κοίτα κι εμάς τις δευτεράντζες κι ας μη μας αγαπάς. Μπορεί να μην έχουμε φεράρι, αλλά έχουμε παλαμάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάκας αλλά και μαλάκας.

βλάκας + λακαμάς (μαλάκας στα ποδανά) = βλακαμάς

-Εδώ κάνεις κλικ, όχι εκεί πάνω. Βλακαμά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified