Further tags

Στη Κυπριακή καθομιλουμένη, η λέξη χρησιμοποιείται με την έννοια του κερατά, δηλαδή κάποιου που του τα φορά η γυναίκα του.

«ρε τον ππουστοπεζζέβεγκον ιντα με περιπέζει;
λαλεί εν εις τον καφενέν ττάβλιν μιτά σου παίζει... » από εδώ.

Επίσης, ορισμός: «ππεζεβένγκης (ο) ουσ. (πληθ. οι ππεζεβένγκηες) ο κερατάς»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλητική έκφραση, που σημαίνει: «Θα σε σκοτώσω!»

Χρησιμοποιείται και για απλούστατα πταίσματα όπως: «Θα σε καθαρίσω», «σ' έφαγα», «σε γάμησα», «θα σου φάω το μάτι» κτλ, αφού οι νεοέλληνες σπανιότατα πραγματοποιούν τις (βαρύτατες) απειλές που εκστομίζουν, δεδομένου ότι παρ' ημίν συνήθως η λεκτική βία κατισχύει της σωματικής.

Προέρχεται από το πληρέστερο «θα φάει χώμα ο κώλος σου» = θα πεθάνεις και ειδικότερα, θα εκτελεστείς. Δηλαδή έχουμε μετάθεση του υποκειμένου (κάπως λέγεται), αφού δεν θα φας εσύ το χώμα στην κυριολεξία, αλλά το χώμα εσένα (βλ. «θα σε φάει το μαύρο χώμα»).

Χρησιμοποιείτο κατά κόρον τις δεκαετίες 30, 40 και 50 από τους υποδίκους αντιφρονούντες (αλλά και τους διώκτες τους), οι οποίοι επρόκειτο να εκτελεσθούν με συνοπτικάς (!) διαδικασίας, κατ' ερμηνείαν των διατάξεων του «ιδιωνύμου» νόμου του Βενιζέλου (1929) και των αναγκαστικών νόμων 375/1936 του Μεταξά και 509/1947 του Τσαλδάρη.

Προς τιμήν των θυμάτων, πονηρά ο αγωνιστής Λάμπρος Κωνσταντάρας, προκειμένου ν' αποφύγει τη χουντική λογοκρισία έκανε έμμεση αναφορά στα ταραγμένα χρόνια με την ταινία «Τί 30, τί 40 τί 50», θέλοντας στην ουσία να καταδείξει την ταυτότητα και συνέχεια στο ανελεύθερο καθεστώς, παίζοντας τον τρελοπενηντάρη για ξεκάρφωμα.

Οι αντάρτες χρησιμοποιούσαν επίσης την έκφραση «τον έστειλαν στον μαϊμουδόκοσμο», προκειμένου για εκτελεσθέντα, ενώ η προσφιλής έκφραση του Άρη Βελουχιώτη ήταν «θα ιδωθούμε στα ταμπάκικα» = ραντεβού νεκροί στα βυρσοδεψεία, όπου θα κρεμάσουν οι εχθροί τα τομάρια μας ...

Να μην συγχέεται με την φράση «φάτε χώμα ρεεεεεεεεεεε», δεδομένου ότι κυριολεκτεί ο λέγων (γκαζολίν / γκαζοκίλλερ / γκαζοφονιάς / γκαζόκαβλος), αφού πατάει γκάζι στη μάπα του όπισθεν εποχουμένου και σηκώνεται κουρνιαχτόστ.

- Άμα σε ξαναπιάσω να μιλάς στην αδερφή μου, θα φας χώμα ! Τ' άκουσες ;
- Θα μου τα κλάσεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπό αίρεση απειλητική ύβρις, που εκστομίζεται με ταυτόχρονη πρόταση του μεσαίου δακτύλου: Θα τιμωρηθείς, θα αναχαιτισθείς, θα αντιμετωπίσεις σθεναρά αντίσταση.

Εξυπονοείται ότι, ο προς ον η απειλή, θα καθίσει πάνω στο προτεταμένο κωλοδάχτυλο δίκην τίσεως, εάν επιχειρήσει να ανταγωνιστεί ή επιτεθεί στον προτείναντα.

Συνώνυμα: «Θα φας πούτσα» / «θα σε γαμήσω» / «τη γάμησες» κ.ο.κ.

- Τί έγινε, έμαθες τάβλι ή θα χάσω τζάμπα την ώρα μου;
- Εδώ θα κάτσεις! Θα σε πάω κωλοφεράτζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπουρδέλο.

-Γιε μου, είσαι έφηβος και δεν έχεις γαμήσει!
-Δεν τα θέλω τα μούνα παρκς, μπαμπά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο τύπος που κάνει πάρτι με κάθε ευκαιρία, παρτομανιακός.

  2. Ο τρελός γαμιάς, γαμίκουλας.

-Κάνει πάρτι αύριο ο Μάνος
-Τον βαρέθηκα το Βονα-πάρτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα τιραμισουρεαλιστικό αντικείμενο του πόθου του λαού μας, όπως και τα βυζιά της κάμπιας, ή η Αγία Καραμέλα η ρουφιάνα. Αν φοράς και κατσαριδοκτόνο, τότε μιλάμε για rape n' kill φάση. Αντιθέτως, αν πεις «γαμώ τον κώλο της κατσαρίδας», η έκφραση έχει σαφές νόημα στην σλανγκικήν.

Ασίστ: Κροκοδειλίτσα.

- Πάλι σε ρίξανε δέκα πόντους οι γνωστοί άγνωστοι.
- Γαμώ το μουνί της κατσαρίδας, ρε πστ μου!

Σαν της κατσαρίδας στο πιό πιπινόχαριτωμένο... (από gaidouragathos, 30/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που ξεσαλώνει και μπαν-ίζει τεκνά, λογοπαίγνιο που αναφέρεται και στη σεξουαλική χρήση της μπανάνας (με πιάνετε;).

-«Εκδήλωση για το περιβάλλον, παραβρέθηκε η Μιμή Ντενίση...»
-Πάλι έξω βγήκε η μπανάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προπονητής των οπισθίων!

Πήρε έναν προπονητή η Έβερτον, Χοσέ Μουνίνιο μάς βγήκε!

Got a better definition? Add it!

Published

Εδώ δεν πρόκειται για αποσαθρωμένα φρούτα ή λαχανικά.

Ο Παναγάκος Γιώργος υποστηρίζει οτι ο όρος σάπια υποδηλώνει τη ψιλοπατσαβουρίτσα γκόμενα, αυτή που με γεμάτα κυτταρίτιδα μπούτια αρέσκεται στο να φοράει κοντά σορτσάκια ή μίνι φουστίτσες, αδιαφορώντας για την αηδία και τα εμετικά συναισθήματα που προκαλεί στους δυστυχείς διαβάτες, οι οποίοι έτυχε να περάσουν δίπλα της ή κοντά της, ή εν πάσει περιπτώσει έτυχε να την έχουν στο οπτικό τους πεδίο.

Τις περισσότερες φορές η σάπια πιστεύει ότι είναι μουνάρα κι ότι την γουστάρουν όλοι. Η σάπια συνατάται σε πλατείες, σε μέσα μεταφοράς, ακόμα και σε παραλίες επιδεικνύοντας τα κάλλη της. Η σάπια έχει πολύ συχνά επιτυχίες στις ώρες 5 έως 7 το πρωί κατόπιν κατανάλωσης δυο φιαλών μπομπάτου ουίσκυ.

Παρεμφερή όρο αποτελεί η φλόμπα.

Ρε κοίτα την Τζώρτζια. Φοβερό μουνί.
– Ίσα ρε την σάπια. Άμα βγάλει την φούστα και το μπαζοκρύφτη απο την μούρη της δεν τη γαμάς ούτε με μια μπουκάλα ουίσκυ.

(από Galadriel, 13/12/12)

Δες και μπάζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιά απειλή ξυλοδαρμού προς φλώρο, μικροκαμωμένο ή σωματικώς κακοσχηματισμένον αντίπαλο.

Ο λόγος γίνεται για απεντόμωση με το φλιτ, το παλιό φυσερό με την τρόμπα, που απολυμαίναν οι νοικοκυρές τα σπίτια τους απ' τα λογής ζούμπερα, που μπαίνανε απ' τον κήπο.

Δηλαδή ενώπιον του απειλούντος, ο αντίπαλος έχει μορφήν εντόμου (βλ. «σε βλέπω σα μύγα» / «...είσαι σα μύγα που κάθισε στη μύτη μας...» - Τρύπες, «Θλιμμένοι στη γιορτή μας»).

Βλ. και Βασίλη Παπακωνσταντίνου: ...Θεριά Γαλάτες με λιώσαν στη φάπα», «καταταχτείτε! μας λέγαν παλιά...» (Λεγεωνάριος).

Συνώνυμα: Θα σε κοντύνω, θα σε τσαλακώσω, θα σε (απο)τελειώσω, θα ξοφλήσεις, θα σε σβήσω, θα τα πείς όλα, θα μείνεις σκεφτικός, θα σε αναστενάξω / ρημάξω / μπαφιάσω / αλαφιάσω / ρέψω / λιώσω / γονατίσω / χαζέψω / χτικιάσω στην καρπαζιά / μπάτσα / φάπα κτλ.

Ακέραια την έκφραση αυτή, χρησιμοποιεί ο Αθηνόδωρος Προύσαλης δίκην ντερβισόμαγκα στο «Μιά Ιταλίδα απ' την Κυψέλη» προς τον ντιστεγκέ Γαβριηλίδη (πρόξενο της Αγγλίας).

— Εμένα είπες κοντό ρε;
— Εσένανε ρε, γιατί;
— Ρε, έτσι και δε γίνεις θυμιατό να ξεθυμάνεις, θα σε πάρουνε τέσσερεις!
— Κάνε παραπέρα ρε εφταμηνίτικο, για θα σε ψεκάσω με φλίτ και θα κλαιν τα έντομα που σε χάσανε...

Φλιτ. Οπτικοποίηση. Για όσους δεν το πρόλαβαν. (από poniroskylo, 29/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified