Further tags

Σύντμηση του : σπαζαρχίδας= ενοχλητικός τύπος.

Ιταλιστί: rompicoglioni / scassacazzi
Ισπανιστί: tocacojones / tocahuevos

-Λοιπόν είπαμε: Την Παρασκευή θα μου γνωρίσεις την Έλλη εντάξει; Δε θέλω μα-μου.
-Εντάξει. Στο 'πα 300 φορές! Μην είσαι σπάζας μωρ' αδερφέ μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Elegant – ηχητικά - σλανγκικός χαρακτηρισμός της πουστάρας.

Ετυμολογία: ομοφυλόφιλος + σκύλος.

Προέλευση: πέραν και πλέον του προφανούς, έχει και μια πιο ουσιαστική εξήγηση αφού στην προσπάθεια να πολιορκήσουν την πίσω πόρτα, οι συμπαθείς (κατά τα λοιπά) πούστρες το κάνουν doggy style (ένα λογικό συμπέρασμα βγάζω, ε...)

Συνώνυμα: καμιά 500αριά στο λήμμα πούστης.

- Ρε μαλάκα, αυτός ο ομοσκυλόσκυλος ο Σιανίδης πάλι με μουνάρα κυκλοφορούσε χθες!
- Ρε λες να το παίζει πούστης για να κερδίζει την εμπιστοσύνη των γυναικών, μετά να τις μεθάει και να τις πηδάει;
- Λες...;

(σ.σ. ας προβληματιστούμε)

oμοσκυλοσκυλος (από BuBis, 08/07/09)ωμοσκυλοσκυλος (από BuBis, 08/07/09)ζεστοσκυλοσκυλος (από BuBis, 08/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ξεχνάς τα προφυλακτικά στο αυτοκίνητο και κάνεις χωρίς αυτά τη φάση.

- Τι έγινε χτες με τη Χαρά;
- Τι να σου πω! Ξέχασα τα προφυλακτικά στο αυτοκίνητο και το κάναμε μπέρμπακ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γέρος που κυνηγά νεότερους για να πνίξουν κουνέλια.

Το είδες το πουρό τον 68ρη! Κυνηγά την Εμμανουέλα, τον Μανωλίνο μας! Για τη WWF είναι η αρκουδίτσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιαπωνική τέχνη, κατά την οποία η γυναίκα παίρνει το γεύμα της με λίγο σπέρμα ή το πίνει σαν το γαλατάκι.

Αυτό το μωρό εκεί πέρα, θέλει ένα γκοκούν να στρώσει!

Got a better definition? Add it!

Published

(Πάτρα): Βαρύτατη απειλή, την οποίαν ακολουθεί σχεδόν πάντα σοπάκι (=τουρκ. ξύλο/στυλιάρι). Άγνωστον αν αναφέρεται μόνον σε προσφιλή πρόσωπα του απειλουμένου, που έχει και δεν έχει αποκτήσει ακόμα (!) ή εκτείνεται και σε υλικά αντικείμενα ... Δεν φρονούμεν ότι έχει ποτέ πραγματοποιηθεί τέτοια απειλή, λόγω του φόρτου εργασίας που συνεπάγεται.

- Ρε φίλε, θα σταματήσεις να με σπρώχνεις και να χύνεις το ποτό μου, για θα σου γαμήσω ό,τι έχεις και δεν έχεις;
- Τί 'πες ρε τσουτσέκι;

(Η συνέχεια στο αυτόφωρο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιαπωνική νεανική έκφραση, (απόδοση με λατινικούς χαρακτήρες: gamo-toshiba-n), η εισαγωγή της οποίας αποδίδεται μάλλον εις τον μελετητήν της νεότητος Γιάννη Δαλιαννίδη (ή Ζαν Ντάλ για τους παλαιότερους ή «Πρόξενο» για τους παροικούντας εφήβους το πάρκον των Ιλισίων), διά στόματος Πάνου Μιχαλόπουλου στην ταινία «Τα τσακάλια» (1981).

Εις την γλώσσαν προελεύσεως, μαρτυρεί απέχθειαν προς συγκεκριμένην εταιρία κατασκευής μπαταριών τύπου «n» (εν) λόγω ενδεχομένης χαμηλής ποιότητος (π.χ. πίπτει ταχύτατα).

Μια διαφορετική προσέγγιση εις την ελληνικήν υποδηλώνει οτι ο τοιουτοτρόπως εκφραζόμενος νεαρός, θεωρών οτι έχει φθάσει προώρως εις την θέωσιν, ούτω πως, δύναται να «φουσκώσει» το σύμπαν προκειμένου να γεννηθουν πολλά νέα άστρα εις το στερέωμα (βλ. Monty Python 'Universe song'), παρά τας αστρονομικάς θεωρίας και τα θρησκευτικά θέσφατα.

Δηλώνει την πλήρη αγανάκτησιν ή απόγνωσιν του λέγοντος, ένεκα αναποδιάς.

Συνώνυμα: γαμιέται ο Δίας, γαμώ το ντι-εν-έι μου, τον Αντίχριστό μου, τη θεία κτλ.

- Τί θα γίνει, θα ετοιμαστείς καμιά φορά; Τα παιδιά έχουν διπλοπαρκάρει απο κάτω και κορνάρουνε. Έχουμε κλείσει το δρόμο, κουνήσου!
- Δε βρίσκω το μαγιώ μου, γαμώ το σύμπαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση, που χρησιμοποιείται ως επίδειξη αδιαφορίας έναντι μηδαμινής απειλής προερχομένης εκ στόματος εξ ίσου μηδαμινού υποκειμένου.

Σημαίνει: δε μασάω, σ' έχω χεσμένο, κουνιούνται κτλ.

Ταυτόσημη με: θα μου κλάσεις τ' αρχίδια, μια μάντρα αρχίδια, μια μάντρα λιμουζίνες, δυο μάντρες ταξί , τη μάντρα του Αττίκ, τη Μάνδρα Αττικής κτλ.

Προέρχεται εξ εννοιολογικής συντμήσεως της παροιμιώδους φράσεως: πάρε φόρα κι έλα να μου τα κλάσεις!

-Μαλάκα, έτσι και σε δει τ' αφεντικό να γράφεις αυτές τις μαλακίες στο slang.gr, σ' έχει γαμήσει !

-Πες του να πάρει φόρα και να ' ρθει να με την όπισθεν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο κοινή βρισιά στ' Ανώγεια Μυλοποτάμου, ισοδύναμη αυτή και τα παράγωγά της με το «μαλάκα» και τα παράγωγά του. Κυκλοφορεί και στην ενδοχώρα του Ρεθύμνου και κυρίως του Ηρακλείου, και φτάνει και μέχρι τα αστικά κέντρα των δυο νομών.

Ετυμ.> παρά+ ὥρα = παρά την ώρα του, άκαιρος (το Lidell & Scott online έχει το «πάρωρος»).

Απαντά και η «παραουρ(γ)ιά»= άκαιρη, ανόητη, άκυρη, «αψυχολόγητη» πράξη, μαλακία δηλαδή. Στον πληθυντικό η φράση «κάνω παραουρ(γ)ιές»

- Πάλι εξέχασες τ' αμάξι ακλείδωτο μπρε παράουρε... ι ανάθεμά σε...

- Mπρε συ, με γατέχεις ποιος είμαι;
- Dε σε θυμούμαι φίλε να πω την αλήθεια...
- Oι χίλιοι διαόλοι στη κοιλιά σου μπρε παράουρε απού δε με γατέχεις... Του Στεφανή μπρε ο γιος δεν είμαι, του Λεωτυχίδη ο αξάδερφος....

- Γιάντα μπρε κάνεις παραουργιές... άμε δα να τονέ πλερώσεις κι άλλη φορά να μη γ-κάθεσαι με τσι κουμαριτζίδες....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέα κοπέλα ελευθερίων ηθών, με μαλλί τιγρέ (α-λα Μπόνι Τάιλερ) ή θεσσαλονικί, όχι απαραιτήτως πουτάνα, αλλά σίγουρα πουτανάκι.

Συνώνυμα: ξεκωλάκι, ξεκωλίδι, γαμήδι, καράπουταναριό, ευκολάκι, μπουζουκογκόμενα, κτλ.

Βγήκαμε χτες με τον Γιώργη σε κάτι παρακμιακά κωλάδικα στον Πειραιά. Τίγκα στο ξεμπούρδελο. Έπαιρνες παράσημο με το κοίταγμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified