Further tags

Απόδοση στα Ελληνικά της αγγλικής λέξης motherfucker ή mothafucka.

Στα αγγλικά σημαίνει αυτόν που κάνει σεξ με την μάνα του, τον έχοντα έντονο το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα (Oedipus, the original motherfucker), τον μαμογαμίκο. Κατά τα Ημιζ, ο μαμογαμίκος δε, μπορεί και να σημαίνει τον γαμέτη μητέρας, όχι απαραιτήτως της δικιάς του, αλλά και αλλονώνε.

Το motherfucker στις Αφρο-αμερικάνικες κοινότητες των ΗΠΑ χρησιμοποιείται όπως στα Ελληνικά το μαλάκας. Πάντα έχει σημασία πώς το λες, γιατί το λες και σε ποιόν το λες.

Στα Ελληνικά, δεν έχει το βάρος του «γαμάς την μάνα σου» που ευκόλως θα κατέληγε σε χοντρό τσαμπουκά, αλλά χρησιμοποιείται σε ιντερνετικές τσατιές ή βλόγια από συνήθως μικρής ηλικίας άτομα, μιμητιστές της χίπι-χοπ κουλτούρας, είρωνες ή παπαρολόγους.

Με 564 χτυπήματα στο google, η λέξη πλέον έχει περάσει στο Ελληνικό λεξιλόγιο, πλέον και με Ελληνική γραμματοσειρά!

  1. Ρε τον μαδαφάκα, κοίτα αμαξιά ο τρίποδοςΆρε πστ!, δεν έπαιζα κι εγώ μπάσκετ από μικρός να δω χαΐρι... με έφαγε το μπάφκετ και το μπαλέτο...

  2. Έλα ρε μαδαφάκα, δάνεισε μου για λίγο την μπέμπα, να, έτσι να κάνω μια περαντζάδα από το Μπουρνάζι και στην επιστρέφω…

  3. Iντερνετικό βρίσιμο:

- Σανοφεμπίτς, μαδαφάκα, φακόβ, γκαντέμιτ…
- Sorry, can you please change your Greek font to English, I don’t understand shit…
- This is Sparta, re malaka, karagiozi!

Μαδάει η φάκα (από Hank, 10/06/09)(από jesus, 10/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φορτίο που κουβαλάει ο γάιδαρος. Επίσης ο ίδιος ο γάιδαρος.

Είναι όμως και ο ιδιαίτερα εύσωμος άντρας (ή και γυναίκα), ο ντουλάπας, ο μπουλντόζας, ο Κ.Δ.Ο.Α., η νταρντάνα.

Επίσης ο αναίσθητος, το παχύδερμο, ο που δεν καταλαβαίνει Τζίζα.

- Μεγάλωσε ο γιος σου!
- Τι μεγάλωσε, γομάρι έγινε...
(και πέφτει καρπαζιά στο γομάρι, ωραίος πατέρας)

(από Khan, 24/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, καλή κι η μαλακία, αλλά με το γαμήσι γνωρίζεις κόσμο. Το γαμήσι είναι ένα είδος κοινωνικοποίησης και αυξήσεως του κοινωνικού σου κύκλου. Όταν, λοιπόν, βρίζουμε κάποιον, του λέμε να πάει να γαμηθεί, ώστε με αυτόν τον τρόπο να γνωρίσει κόσμο, να τον μάθουνε, να γίνει γνωστός στην πιάτσα, έως διάσημος. Με λίγα λόγια, να βγάλει όνομα.

Ασίστ: Βασάν.

- Άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα!
- Σάλτσα και γαμήσου εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φιρφιρίκουλας, ο βιγκολεβίγκος, με λίγα λόγια ο μπούστης. Είναι άπαξ απαντώμενο στην την ταινία Ο Τελευταίος Άνδρας με τον Κώστα Βουτσά, που μας υπέδειξε ο Κνάσος. Πάει μαζί με το σουβλίτσα. Αγνοείται τι σχέση υπάρχει με το ομώνυμο μυθιστόρημα της Μαρίας Ιορδανίδου.

Πάψε μωρή λωξάντρα... Φύγε μωρή σουβλίτσα, που μου ντύθηκες γαλαζόπετρα...

(από Dirty Talking, 08/06/09)Το ορίτζιναλ: Η νταρντανομούνα Λωξάντρα (από Dirty Talking, 08/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως λέμε καρέτα-καρέτα και μονάχους-μονάχους, μπορούμε να πούμε πολλά εις διπλούν ώστε να δοθεί έμφαση σε κάθε χαρακτηρισμό μας.

Ο γαμημένος γαμημένος όμως, δεν είναι ακριβώς η ίδια λέξη δυο φορές. Την πρώτη φορά είναι επιθετική μετοχή, την δεύτερη είναι κατηγορούμενο (αν τα θυμάμαι σωστά τα γραμματικά μου). Είναι δηλαδή διαφορετικό από τα γαϊδουρογάιδαρος, μιζερομίζερος κλπ. Σα να λέμε «ο μαλάκας ο μαλάκας», «ο μαλάκας ο παπάρας», «ο γαμημένος μαλάκας», και ούτω καθ' εξής.

- Και, δηλαδή, σου την είπε κι από πάνω;
- Ναι ο γαμημένος γαμημένος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθότι τα αθώα αρνάκια και τα αγαθά βόδια δεν διακρίνονται για την ευφυΐα, την ευκινησία και την ταχύτητά τους, χαρακτηρίζουμε κατ' εικόνα τους αρνόβοϊδο έναν νωθρό και χαμηλής αντίληψης άνθρωπο, αυτόν που σέρνεται, που στέκει εμπόδιο μπροστά μας, είτε εποχούμενος, είτε πεζός, είτε κυριολεκτικώς, είτε μεταφορικώς.

- (Μπιμπιμπιιιιιιιιιιιιιιιιπ!) Πρρρρρρρρρρ αρνόβοιδα! Πρρρρρρρρρρρρ! Πράσινο το φεγγαράκιιιιιιιιιιιι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άι στο διάολο.

Λέγεται στην Αιτωλοακαρνανία (Αγρίνιο, Μεσολόγγι κλπ).

- Να σου πω, εσείς εκεί στο Αγρίνιο δεν έχετε το περίφημο «Αγρίνιο FM», με τον εκφωνητή με την βλάχικη προφορά;
- Άι στο διάτανο ρε που θα μας πεις για τ' Αγρίνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξεπίτηδες αγγλιά.
Από λογοπαίγνιο με τα:
bitch = σκύλα = μπιτς beach = παραλία = μπιτς (ή μπητς, άντε)

Μπορείς να το πεις, πχ σε μπατσίνα ή σε τροχομπατσίνα, και άντε μετά να σου πει περί εξύβρισης αρχής και κολοκύθια τούμπανα.

Είσαι πολύ παραλία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Σκατόφατσα» είναι ένας προσδιορισμός που, ναι μεν αναφέρεται στο πρόσωπο ως μέρος του σώματος, αλλά χαρακτηρίζει τον άνθρωπο στον οποίο αποδίδεται συνολικά. Είναι μέγας πολυσήμαντος χαρακτηρισμός, αν το καλοσκεφτεί κανείς:

Σημασίες

α) Στις περιπτώσεις που ξεστομίζεται σε ομοβροντία μαζί και με άλλες βρισιές, το νόημά της είναι απλά «άσχημε», ειδικά όταν εκφέρεται ως «μωρή σκατόφατσα» και μπορεί και να αντικατασταθεί από το «σκατομούρη». Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, κυρίως έχει ως στόχο να εμπλουτίσει και να επιτείνει την ομοβροντία και όχι να μεταφέρει κάποιο αυτοτελές νόημα.

β) Στις περιπτώσεις που απευθύνεται προς πιτσιρικάδες και σπανίως προς πιτσιρίκες, το νόημα έχει να κάνει με το πώς η αυθάδεια, το μαλακιλίκι, το ατίθασο και η γλωσσοκοπανιά αποτυπώνονται στο ρεπερτόριο γκριμάτσων του νεαρού ατόμου (κυρίως μιλάμε για νευρικά συσπώμενα και ξερακιανά, παρ' ο,τι νεανικά, αλλά καμιά φορά και για παχουλά και κατά γενική ομολογία βλαμμένα πρόσωπα). Ήδη, όμως, μέσα από αυτή τη χρήση και το νόημα, έχουμε πλησιάσει το (γ).

γ) Το νόημα της σκατόφατσας, κυρίως προς ενήλικες και ως αυτοτελές νόημα, είναι διττό και αντιφατικό: σκατόφατσα είναι κάποιος που είναι συμπαθητικός μέσα στην αντιπαθητικότητά (λέξη κι αυτή) ή/και αντιπαθητικός μέσα στην συμπαθητικότητά του.

γ1) Εδώ μπορούμε να κάνουμε μια όχι-και-τόσο-λεπτή διάκριση. Υπάρχει η σκατόφατσα που φανερώνει τον ρηχό, αναξιόπιστο και γενικά μαλάκα άνθρωπο (ο οποίος υπό περιορισμούς και ανάλογα με τα γούστα μπορεί να είναι τέτοιος, αλλά είναι έως και συμπαθής εφόσον δεν υποκρίνεται κάτι άλλο). Είναι ο άνθρωπος, ωστόσο, που πάντα βγάζει μια ασχήμια και είναι μισητός παρά το γεγονός ότι μάλλον δεν είναι άσχημος. Ίσως να ξεφεύγει από την απόλυτη χυδαιότητα, την οποία έχουν όσοι συνδυάζουν σκατόψυχία, δειλία και σωματική ασχήμια, ίσως και όχι (βλ. παράδειγμα γ1)... Σε αυτές τις περιπτώσεις συνήθως κάποιος έχει σκατόφαστα και δεν είναι σκατόφατσα.

γ2) Υπάρχει όμως και η «πολύ σκατόφατσα». Πρόκειται για τον γοητευτικό μαλάκα και - εξίσου μάλλον - για τον μαλακισμένο γόη. Ειδικά αν ακούσετε γυναίκα να χαρακτηρίζει κάποιον έτσι, παναπεί ότι έλκεται από αυτόν ή αλλιώς γ-καυλώνει. Τέτοια σκατόφατσα δεν είναι απαραίτητα ο γοητευτικός ομορφάσχημος, αλλά ο άνθρωπος στου οποίου το πρόσωπο διακρίνεται σκληρότητα, εγωισμός, περηφάνια, αλλά και αναξιοπιστία -ουσιαστικά πρόκειται για τη συσσώρευση και χάραξη αυτών στο πρόσωπο τού έτσι χαρακτηριζομένου από τη διαγωγή ενός ανάλογου βίου.

α) - Τι θες ρε μαλάκα, γαμώ την πανακόλα μου, μιλάς κι όλας, σκατόφατσα - γαμημένε....

β) - Πολύ αλάνι το ξαδερφάκι σου... - Σκατόφατσα, δε λες...

γ1) - Μα τι σκατόφατσα που έχει αυτός ο Ρουσόπουλος... - Πού τον θυμήθηκες;

γ2) - Α, παίζει ο Βενσαν Κασέλ..; - Μμμ, πολύ σκατόφατσα....

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο το οποίο έλκει την καταγωγή του από την πατροπαράδοτη μέθοδο επίτευξης στόχων μέσω της στοματικής εκτόνωσης. Στο διάβα των αιώνων, οι απανταχού απόγονοι της Εύας συνήθισαν να δέχονται στη στοματική τους κοιλότητα αντρικά μόρια των οποίων οι κάτοχοι είχαν την εξουσία να τους προσφέρουν κάποιες υπηρεσίες-διευκολύνσεις.

Με τις ευλογίες της ελληνορθόδοξης παράδοσης και κάτω από τη σκέπη του δακρύβρεχτου μότο ''αμάρτησα για το παιδί μου'' οι γυναίκες της ημεδαπής υιοθετούν την παραπάνω τεχνική με θαυμαστά αποτελέσματα, καθώς ο Έλλην, φύσει μερακλής, δε χάνει την ευκαιρία να διοχετεύσει τυχόν περισσεύματα σπερματοζωαρίων σε πρόθυμους λάρυγγες. Ασφαλώς, για να αποφευχθούν σχόλια σεξιστικού περιεχομένου, η μέθοδος του τσιμπουκώματος εφαρμόζεται και σε άτομα του ίδιου φύλου.

Μ' αυτόν λοιπόν τον τρόπο, το επίθετο τσιμπουκωτός, -η αναφέρεται σε συνανθρώπους μας που καταλαμβάνουν συνήθως κάποια θέση όχι με αξιοκρατικές διαδικασίες αλλά πιπώνοντας τις αρμόδιες αρχές. Πλέον, καθώς οι εποχές είναι δύσκολες και πονηρές και τα dvd δίνουν και παίρνουν, οι τσιμπουκωτοί κινούνται ιδιαιτέρως συνωμοτικά και μπορούν να γίνουν ιδιαίτερα επικίνδυνοι σε περίπτωση που δε τηρηθούν τα συμφωνηθέντα.

Καθώς ο ΑΣΕΠ δεν είναι φυσικό πρόσωπο και σε καμία περίπτωση δε διαθέτει πέος, οι τσιμπουκωτοί επιλέγουν συνήθως θέσεις όπου η πρόσληψη γίνεται μόνο με μοριοδότηση.

Tσιμπουκωτός μπορεί επίσης να είναι κάποιος σε οποιοδήποτε πόστο που είναι φως φανάρι ότι δε το 'χει αλλά διατηρεί καλές σχέσεις με τον υπεύθυνο προσωπικού ή απευθείας με τη διεύθυνση. Tσιμπουκωτός μπορεί να είναι ένας ποδοσφαιριστής που προωθείται άδικα επειδή έχει λαδώσει ή έχει δημόσιες σχέσεις, μια σερβιτόρα που τα σπάει όλα αλλά γαμάει το αφεντικό, μέχρι ακόμα και πρωθυπουργοί και πρόεδροι κρατών που στηρίζονται σε σκοτεινά κέντρα αποφάσεων. Στο σύνολό του ο πλανήτης μας κινείται γύρω από αυτή τη μέθοδο, σε σημείο που θα μπορούσαμε να παραφράσουμε το γνωστό τραγουδάκι money makes the word go round σε blowjobs make the world go round ...

  1. - Του άφησα ένα βιογραφικό 8 σελίδες και διάλεξε να προσλάβει αυτή την αγράμματη.
    - Δε χρειάζεται πτυχίο η πίπα, φιλαράκι, καλή τσιμπουκωτή είναι κι αυτή.

  2. Βγήκε η προκήρυξη και η προθεσμία λήγει αύριο. Ίσα ίσα να βολευτούν οι τσιμπουκωτοί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified