Further tags

Παραλλαγή της λέξης ψωροπερήφανος. Είναι για τους σωραίους, τους ζαγοραίους, τους κάγκουρες, τους σγκάγκουρες, για όλους τους νάρκισσους του ντουνιά.

(οι ψωλοπερήφανοι δεν έχουν ανάγκη από παράδειγμα).

(από xalikoutis, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολυσχιδής αυτή λεκτική εκτόνωση στρέφεται τόσο κατά του ριζικού μας, όσο και κατά όσων μας ταλαιπωρούν και καθιστούν την ζωή μας λίγο πιο αφόρητη.

Το φελέκι ετυμολογείται εκ του Τουρκικού felek (τύχη, μοίρα).

«Ψάχνω στην κωλότσεπη, κοιτάζω και στο πέτο
μα η τσατσάρα φίλε μου έχει ασκήσει veto.
Φτου σου, το φελέκι μου! Την ξέχασα στο σπίτι.
Πού να τρέχω τώρα στο Ηράκλειο στην Κρήτη;»
ΗΜΙΖ, «Η μαγική τσατσάρα»

(από Khan, 11/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα κατίνα, τελευταία, ούτε για τον πούτσο δεν είναι!

Τι πουτσόκαρο είναι αυτό που μας κουβάλησες πάλι;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζώο και μόγγολο.
Χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στην χαμηλή νοητική ικανότητα του αναφερόμενου ως «ζώγγολο».

  1. - Τι κανείς εκεί ρε ζώγγολο;!

  2. - Κοίτα το ζώγγολο πώς πάει να παρκάρει!

  3. - Της μιλάω και είναι λες και μιλάω σε ντουβάρια! Κανονικό ζώγγολο λέμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη. Σέξυ, πουτάνα, μπουρδέλο. Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τις γυναίκες που είναι άσχημες και ντύνονται προκλητικά για να δείχνουν σέξυ.

- Ρε μαλάκα, κοίτα αυτή στο απέναντι πεζοδρόμιο!
- Τι είναι αυτό ρε; Πού πάει έτσι το σεξοπουτανομπούρδελο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπική λέξη από χωριό της Αρκαδίας. Χρησιμοποιείται για αυτούς που ξυπνούν αργά και πάνε στη δουλειά τους όποτε τους καβλώνει, κατά το μεσημεράκι δηλαδή.

- Τι ώρα πήγε ρε;
- 12.30.
- Ο μαλάκας ο Γιώργος πού είναι;
- Έλα μωρέ αφού τον ξέρεις... Καβλομεσημέρης είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, τα βρέφη σε παλαιότερες εποχές συνήθιζαν να φασκιώνονται, δηλ. να τυλίγονται με μία πλατιά λωρίδα υφάσματος (φασκιά), προκειμένου να ισιώνουν τα πόδια τους. Από εκεί προκύπτει και η έκφραση «από τα γεννοφάσκια μου».

Πού είσαι χαμένος, γαμώ τ΄φασκιά σ γαμώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατρινή βρισιά, αγνώστου (σε εμένα) προελεύσεως. Αν δεν ακούσει κανείς τον Ηλία το μάστορα (τον μοκετά) να την εκστομίζει, δεν μπορεί να κατανοήσει το νόημά της...

(Ηλίας): Ρε πού στο διάολο θα τρέχουμε Αγιοβασίλη βραδιάτικα να βάλουμε μοκέτες, γαμώ το μουνί της οικογένειάς του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που πιστεύει και υπηρετεί τον πούτο, το μουνί στην κυπριακή. Ιδιαίτερη σημασία έχει η κυπριακή προφορά της λέξης, που αν προσπαθήσουμε να την αναπαραστήσουμε γραπτώς θα ήταν κάπως έτσι: πππππουτττόππππιστος.

Συνώνυμα: μουνοείλωτας, μουνόδουλος

- Θα 'ρθεις στου Κώστα το βράδυ; Παίζει ο Θρύλος και έχουμε κανονίσει π. μπ. μπ.
- Δε νομίζω ρε, θα πάμε με την Αννούλα σινεμά, στο καινούριο της Μεγκ Ράιαν…
- Πόσο πουτόπιστος μπορεί να είσαι…

Σχετικά: μουνοσαλιάρης, μουνοτρέχας, χαζομούνης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία κλίμακα πάνω από τον αρχιμαλάκα, λέξη που συνδυάζει δύο διαφορετικές: τον μαλάκα και το μίασμα.

Φύγε από εδώ ρε μαμία, που θα μας κάνεις και κήρυγμα. Άντε μην τα πάρω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified