Further tags

Ο ομοφυλόφιλος. Ετυμολογείται φυσικά από το αγγλικό gay.

Ενδιαφέρον είναι ότι, καθώς ο τύπος κλίνεται κατά το μπέης, δίνει και μία μάλλον πρωτότυπη εικόνα για τους ομοφυλόφιλους, μία έννοια αρχοντιάς και περηφάνιας, μάλιστα βαθύτατα ελληνικής (όπως καθετί που επιβιώνει από τουρκοκρατίας, όπως η πολίτικη κουζίνα, η ροπή προς το ραχάτι και λοιπά -ας μην επεκταθούμε). Ένας γκέης λοιπόν δύσκολα είναι σούργελο: μπορεί να την τρίζει την όπισθεν, αλλά την βάτα δεν την καίει.

Παρόλα αυτά, κόντρα στο παραδεδομένο γλωσσικό αίσθημα, η λέξη χρησιμοποιείται όσο υποτιμητικά μπορεί να την εννοεί ο ομιλητής κάθε φορά.

  1. - Όσοι άντρες δεν έχουν γίνει γκέηδες, κάνουν σαν υστερικές γκόμενες.
    - Μα ΕΙΝΑΙ υστερικές γκόμενες. [...] Τουλάχιστον οι γκέηδες έχουνε βρει διέξοδο κι εκτόνωση με το να γίνουνε οι ίδιοι υποκατάστατο της μαμάς τους. (από ιστολόγιο)

  2. Δεν είναι η πρώτη φορά που ένα τέτοιο θέμα θίγεται στο σινεμά, απλά έχω την εντύπωση ότι επειδή για το Brokeback έγινε ντόρος [...], ξεπετάχτηκε ο καθένας και άρχισε τη σταυροφορία εναντίον των «γκέηδων». (από διαδικτυακό φόρουμ)

  3. Κοίτα φάτσες γκέηδων στο Βερολίνο... Αξίζει κανείς από αυτούς να του ρίξεις δεύτερη ματιά; (από διαδικτυακό φόρουμ)

  4. - Πολύ καλό γκομενάκι αυτός ο ξανθούλης. Κρίμα που είναι άτριχος και γκέης....
    - [...] Καλά το γκέης, το άτριχος γιατί είναι πρόβλημα; Τους θες τριχωτούς; (από ιστολόγιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σούπερ, ο σπέσιαλ, ο number one, ο κολοφτιαγμένος μαλάκας.
Η τελευταία λέξη της τεχνολογίας, ο high tech. Αφού απορεί και η NASA.

Ανάλυση:

1) Αρχιμάλακας
2) Διπλομάλακας (ή δυο φορές μαλάκας)
3) Τριπλομάλακας (ή τρεις φορές μαλάκας)
4) Τετραμάλακας
5) Πενταμάλακας
6) Εξαμάλακας
7) Εφταμάλακας

- Ρε αρχιμάλακα, πιάσε μια κοακόλα απ' το ψυγείο ναουμ...
- Τι λε ρε διπλομάλακα, γιατί δεν την πιάνεις μόνος σου να μου τη πιάσεις και μένα;
- Άσε ρε τριπλομάλακα, δηλάδη τι... σηκωθήκανε τ' αγγούρια να γαμήσουν τον μανάβη...; Πώς την είδες τη δουλειά;
(μπαίνει στο σπίτι κι ένας τρίτος)
- Καλώς τ' αρχίδια μας ναουμ!
- Τι έγινε ρε τετραμάλακες, τι κάνετε εδώ; -Περιμένουμε ν' ρχίσει το ματς...
- Σσσσωραίος...
- Άραξε...
(Αρχίζει το ματς)
- Δεξιάαα, δεξιά δώσε ρε πενταμάλακααααα!! Στον Γιαγκουλόφσκι ρεεε!!
- Φτου, πάει το όβερ!
- Δεν αφήνετε τα ποδόσφαιρα να ανάψουμε κάνα μπάφο;
- Ναι ρε εξαμάλακα... σωστόοοοοοςςςςς.
(Ψάχνει τις τσέπες του)
- Φτούουουουου!!
- Τι ρε;
- Ξέχασα το σακουλάκι με το μαύρο σπίτι... ΟΧΙΙΙΙ!!
(Και οι άλλοι δύο απαντούν με μια φωνή)
- ΕΦΤΑΜΑΛΑΚΑ!!!

(από prasas, 08/06/08)(από prasas, 08/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που λέμε σε δύο περιπτώσεις:
1) Όταν διαφωνούμε με κάποιον για ένα ζήτημα
2) Για να μειώσουμε κάποιον υπονοώντας ότι είναι περιορισμένης ευθύνης.

Κάποτε δυο πατεράδες μάλωναν για το ποιανού ο γιος είναι πιο μαλάκας.
- Εμένα ο δικός μου είναι τελείως μαλάκας... να, κοίτα. ΣΤΑΘΗΗΗ, έλα δω παιδί μου... να, πάρε 1 λεπτό του ευρώ να πας να μου πάρεις μια μπύρα... Νααααα, πάει ο μαλάκας, χαχαααααχα τι σου έλεγα, μαλάκας με δίπλωμα!
- Μπα, αυτό δεν είναι τίποτα, κοίτα τώρα. ΜΠΑΜΠΗΗΗ, έλα δω παιδί μου, δεν πας μέχρι το καφενείο να δεις πότε θα 'ρθω;... Να, κοίτα πάει ο μαλάκας ο άχρηστος. Είδες τώρα που ο δικός μου έχει ντοκτορά στη μαλακία;

Στο δρόμο οι δυο γιοι συναντιούνται.

- Έλα ρε μαλέα τι έγινε;
- Τι να γίνει ναουμ, ο μαλάκας ο πατέρας μου, μου έδωσε 1 λεπτό του ευρώ να του πάρω μια μπύρα και δεν μου είπε τι μάρκα θέλει...
- Ναι ρε συ δεν μπορείς να τους βρεις τους σύγχρονους πατεράδες, εμένα με έστειλε στο καφενείο να τον φωνάξω... μα καλά δεν μπορούσε να πάρει ένα τηλέφωνο ο μαλάκας;;;

Δες και πάνε στη γωνία να δεις αν έρχομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά ο ευνούχος. Έτσι χαρακτηρίζεται επίσης και ο ομοφυλόφιλος ή ο άντρας τον οποίο η γυναίκα του τον έχει βάλει στο βρακί της. Απο το δημοφιλές κόμικ του Αρκά (στα αγγλικά ο ευνούχος λέγεται castrated).

- Θα έρθει μαζί μας για μπύρες ο Τάσος τελικά;
- Πού να έρθει ρε; Αφού τον έχει κάνει καστράτο η Σούλα να πούμε!

Ο γάτος μου είναι γκέι (από Hank, 12/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος οδηγού που ενδημεί στην τιμημένη πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας. Μπορείς παντού να κάνεις μαλακίες με το αμάξι, από μανουριές και ταρζανιές μέχρι να γίνεσαι χάρος ή σπαζαρχίδας, όταν μιλάς στο κινητό και χάνει όλη η κοινωνία το φανάρι για να στρίψει αριστερά.

Για να γίνεις μιναρολεβιές, όμως, πρέπει να κλείνεις τη Μαιζώνος επειδή θες να ανέβεις την Αράτου και ξέμεινες στη μέση, να διπλοπαρκάρεις το έντρυ μοντέλο της Πόρσε μπροστά στη Ραδινού ή να διπλοπαρκάρεις (πάλι) στη Μαιζώνος (δυο βήματα απ' το προηγούμενο σημείο), επειδή πρέπει να αφήσεις τη γκόμενα στην 'Όλγας. Σημειωτέον ότι σε εκείνο το σημείο και η πρώτη σειρά παρκαρίσματος είναι παράνομη.

Το επιστέγασμα μιναρολεβιέ, το οποίο, δυστυχώς δεν θα συνοδευτεί από ντοκουμέντο, είναι το εξής έργο μοντέρνας γλυπτικής. Δύο παπάκια, παράλληλα μεταξύ τους, κάθετα στο πεζοδρόμιο και συνδεόμενα με μαδέρι που ακουμπάει ανάμεσα στη σέλα και το τιμόνι, βρίσκονται διπλοπαρκαρισμένα και φυλάνε την κενή θέση παρκαρίσματος μπροστά από ξυλουργείο. Τύπος τριπλοπαρκάρει το άθλιο αγροτικό του για να πάει στο τυροπιτάδικο που βρίσκεται απέναντι, και του οποίου ο ιδιοκτήτης μουφάρει ασύστολα ότι οι μπουγάτσες του είναι καλύτερες από της Θεσσαλονίκης, γιατί αυτός «τους ξέρει αυτούς». Η Κορίνθου είναι σχεδόν κλειστή.

Πρέπει, εν κατακλείδι, να είσαι ταυτόχρονα και μινάρας και λεβιές, μάλλον υποτιμητικός χαρακτηρισμός οδηγού. Αν και από μόνο του το λεβιές παραπέμπει σε αρνητικούς φαλλικούς συνειρμούς που θα έκαναν τον Μέγα Αντιπατρινό Φρόυντ να κοκκινίσει.

Τα ως άνω παραδείγματα αποσκοπούν στο να πείσουν τον αναγνώστη ότι το είδος όντως ενδημεί στην Πάτρα και ότι ο μαλάκας πατρινός οδηγός έχει μια διαφορετική χροιά, οπότε αξίζει μια ειδική ορολογία.

Με το παρόν λήμμα, εισηγούμαι την ένταξη του μαθήματος «Πατρινογνωσία» στο πρόγραμμα σπουδών όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης.

(πραγματικό γεγονός, το αρχοντικό-υπεράνω-γαμάω-τάω ύφος του τύπου ήταν όλα τα λεφτά)
- Ρε μινάρι, σου λέω ανέβαινα χτες την Καρόλου και ένας θεός μιναρολεβιές είχε διπλοπαρκάρει αριστερά στο δρόμο, αλάρμ τίποτα, στ' αρχίδια του, και έδινε επικά γλωσσόφιλα στην πατσόλα γκόμενα ενώ γύρω του γινόταν ο χαμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σαρώνει οτιδήποτε φαγώσιμο βρεί στο πέρασμά του. Καταθέτει διάφορα part numbers φαγωσίμων στον αερόσακό του.

- Τι γίνεται με αυτόν; Ό,τι φαγώσιμο σκουπιδι κυκλοφορεί το κάνει storage.
- Κανονικός σκουπιδοφάγος ο τύπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, η αδερφή, ο gay, η λούγκρα κλπ.

Με την καλή έννοια, είναι κάποιος που έκανε κάποιου είδους κατόρθωμα και του αξίζει ένα μπράβο.

  1. - Του Μούλη δεν του αρέσει η Μαρία.
    - Ε βέβαια ρε μαλάκα, αφού είναι πούστης, δεν το ήξερες;

  2. -Ο γιος μου πέρασε πρώτος στο Πανεπιστήμιο.
    - Τι λε ρε τον πούστη!
    - Όχι ο μεγάλος ρε, ο μικρός.

Ρε Tom Pousti τι κορμάρα τους έφτιαξε! (από Khan, 06/01/14)Μπράβο ρε Pousti, τούμπανο την έκανες! (από Khan, 06/01/14)Είπανε του Pousti να την τουμπανιάσει, κι αυτός ξεκωλώθηκε! (από Khan, 06/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρβανίτικη φράση που σημαίνει «φάε σκατά». Λέγεται σε κάποιον που λέει μια κοτσάνα και δεν θεωρείται και πολύ βαριά βρισιά. Ευρέως διαδεδωμένη στην Ύδρα, στην Άργολίδα και γενικά όπου ζούσαν παλιότερα Αρβανίτες (σ.ς. άλλο Αρβανίτες, άλλο Αλβανοί, να τα ξεκαθαρίσουμε).

Χάνα μούνου μωρή χαρχάλω.

Βλ. και άνα μουν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως και το κλάμπανος χρησιμοποιείται ως συνώνυμο και μάλλον εμφατικό του κλαπαρχίδας (αλλά βλέπε και κλάπαρχος). Το κλαπανάρας απαντά με μια μάλλον κωμική διάθεση, ενώ το κλάμπανος κλίνει προς τον εκνευρισμό.

Η ηχητική ικανοποίηση του χρήστη των λέξεων αποτιμάται ως μάλλον υψηλή.

  1. -Τι λε ρε κλάμπανε που θα κλείσεις το γκισέ πριν κάνεις τη δουλειά. Μια σφραγίδα σου ζητάμε, και στην τελική να το έλεγες πριν φάω μία ώρα στην ουρά.

  2. -Τι άθλιο ανέκδοτο είπε πάλι ο κλαπανάρας ρεεεε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλικιωμένος, ο γέρος, ο μπάρμπας, αυτός με το ένα πόδι στον τάφο και το άλλο στο σαπούνι, ο υπερήλικας, γενικά όποιος είναι σε πολύ άσχημη φυσική κατάσταση.

- Κοίτα το χούφταλο με το πιπίνι. Αυτός ρε φίλε είναι με το ένα πόδι στον τάφο...
- Έτσι είναι φίλε μου, βλέπεις τι κάνει το χρήμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified