- Πουτσοκαλλιγέρης τ' όνομά μου.
- Δες τον πουτσοκαλλιγέρη τι μαλακίες κάνει!
- Πουτσοκαλλιγέρης τ' όνομά μου.
- Δες τον πουτσοκαλλιγέρη τι μαλακίες κάνει!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από τον τσάτσο (τον γκέι «προϊστάμενο» σε μπουρδέλο). Λέγεται υποτιμητικά για να χαρακτηρίσει άτομα που είναι γλείφτες, σφουγγοκωλάριοι, γυμνοσάλιαγκες, γλίτσηδες.
- Ούτε που τόλμησε ο ξεφτιλισμένος να ξανάρθει... Έστειλε μόνο έναν τσατσάκο του να κόψει κίνηση, αλλά μόλις τον πήραμε γραμμή τον πετάξαμε έξω με τις κλωτσίες!
- Τι έχεις και είσαι στεναχωρημένος;
- Άσε, άργησα το πρωί να έρθω και μου τα έσουρε ο κύριος Γιατομπούτσογλου...
- Ρε γι' αυτόν τον τσατσάκο χολοσκάς; Μην ψαρώνεις με τον γελοίο, όλοι τον έχουνε γραμμένο εδώ μέσα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο παλιόγερος, η παλιόγρια.
Σιγά να μην παντρευτώ το μορμολύκειο. Χάθηκαν οι νέοι;
Got a better definition? Add it!
Ο τιποτένιος, το μηδενικό. Από την γερμανική λέξη null (= μηδέν, προφέρεται νουλ). Το λέμε και για άντρα και για γυναίκα.
Άιντε γαμήσου μωρή νούλα, σήκω φύγε από δω χάμω, άειντε και στο διάολο, μαλάκα...
Got a better definition? Add it!
Ο κατακαημένος, ο κακομοίρης, ο τρισάθλιος. Αυτός του οποίου ο κώλος έχει συγκαεί (όπως παθαίνουν τα μωρά) από και γω δεν ξέρω ποια αιτία. Ωσεκτουτού υποφέρει και εκφέρει ηλίθιες απόψεις επί παντός επιστητού, μπας και ξεπεράσει τον γελοίο πόνο του.
- Τι λέτε ρε συγκαμένοι, ρε κακομοίρηδες... (από φράση του Κων/νου Τζούμα, στην πρωινή του εκπομπή στον Εν Λευκώ)
Got a better definition? Add it!
Μια άσχημη γυναίκα, συνώνυμο των κάμπια και μπάζο.
- Έλα ρε, ξέρεις με ποια βγαίνει ο Αντώνης;
- Ναι μωρέ, με αυτή την μπόχλα την Ελένη. Μα τυφλός είναι ο άνθρωπος;
Βλ. και μποχλάδα / μποχλάδω
Got a better definition? Add it!
Πολύ απλά ένα πέος σε μεγένθυση, πιο μεγάλο πέος !
Είσαι για τον Πέουλα !
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι οπαδοι του Ηρακλή αποκαλούνται έτσι από Αρειανούς και ΠΑΟΚτσήδες, διότι το υποκοριστικό της ομάδας είναι Γηραιός, γεγονός που οφείλεται στο ότι είναι η παλαιότερη ομάδα στην Α Εθνική από το 1907.
Μεταξύ λοιπόν «γύφτων» και «σκουληκιών» κινούνται οι «γριές» με λίγους σχετικά οπαδούς και μία διαφορετική μενταλιτέ περί τα αθλητικά. Χαρακτηριστικά λέγεται ότι ο καλύτερος οπαδός του ΠΑΟΚ έχει σκοτώσει τη μάνα του, ενώ ο χειρότερος οπαδός του Ηρακλή έχει δύο μεταπτυχιακά.
Κατά τη λογική της χρήσης του λήμματος «γύφτοι» (βλ. σχετικά), πολλές φορές χρησιμοποιείται στον ενικό (η γριά) για να χαρακτηρίσει όλη την ομάδα.
1
- Ου ρε κωλόγριες που μου θέλετε να κάνετε και κερκίδα. Όλοι μαζί σε τηλεφωνικό θάλαμο χωράτε ρε!
2
- Τι τα θες, τι τα θες, πάλι πίπες οι γριές. (σ.σ. αηδίες...)
Βλέπε και γριά, στρουμφάκια.
Got a better definition? Add it!
Ο πούστης που τα εκπέπμει.
- Μάζεψε τα πουστρόνια σου, μολύνουν την ατμόσφαιρα...
Got a better definition? Add it!
Γύφτους αποκαλούν τους Παοκτζήδες οι οπαδοί του Άρη για να δείξουν ότι τους θεωρούν κοινωνικά κατώτερους και άξεστους. Ιστορικά στη Θεσσαλονίκη ο ΠΑΟΚ ήταν η ομάδα των προσφύγων και των λαϊκών στρωμάτων ενώ τον Άρη υποστήριζαν ντόπιοι και, σε γενικές γραμμές, η αστική τάξη της πόλης.
Απαντάται και ο τύπος «ο γύφτος» - πάντα με άρθρο. Σημαίνει το σωματείο και την ομάδα του ΠΑΟΚ, π.χ. Πάλι με τον γύφτο κληρωθήκαμε στο κύπελλο. Χρησιμοποιείται όπως τα ανάλογα «ο γαύρος» και «ο βάζελος».
Ένα από τα συνθήματα που φωνάζουν οι Αρειανοί είναι:
Είναι πουτάνα, είναι μεγάλη πουτάνα
του κάθε γύφτου η μάνα.
Και οι Παοκτζήδες συχνά απαντούν:
Έρχεται, έρχεται όλη η γυφτιά,
τις μάνες σας γαμάει οθωμανικά.
Η αναφορά στο οθωμανικό γαμήσι λαμβάνει υπόψη ότι οι Αρειανοί επίσης αποκαλούν τους Παοκτζήδες «τούρκους» και «μωαμεθανούς».
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified