Further tags

Αυτός που ασχολείται με το πετσάκι του πέους του, ο μαλάκας.

Επίσης χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάποιον που κάνει κάτι ριψοκίνδυνο χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες.

Καλά πόσο πετσάκιας είσαι; Έκανες όλη τη διαδρομή με χαλασμένα φώτα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκλάβος του αιδοίου.
Βλ. μουνόδουλος, μουνοτρέχας.

Ο μουνοείλωτας βρήκε την Κλεοπάτρα και χαίρεται ο μαλάκας.

Σχετικά: μουνοσαλιάρης, πουτόπιστος, χαζομούνης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρόθος είναι κάτι περισσότερο απ' τον μαλάκα, είναι ο παράξενος που είναι και μαλάκας δηλαδή, καταλαβαίνετε...

Ρε αυτός είναι μεγάλος γρόθος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελεεινή γυναίκα, που την παρομοιάζουν με παράγκα.

- Τελικά αποδείχτηκε πολύ τρώγλη η τάδε και της έδωσα φύσημα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο σπαστικό συνήθως, του οποίου τα κόμπλεξ οφείλονται, κυριολεκτικά και μη, σε αποχή απο το σεξ.

Μας ζάλισε αυτή η αγάμητη, επειδή δεν την γαμάει κανένας νομίζει ότι όλοι είμαστε μαλάκες.

Παρόμοιο με το ανέραστος, στο πιο χυδαίο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αδερφή του Μπρους-Λη ή η ελευθέρων ηθών κοπέλα, η τσούλα, η πουτανίτσα.

-Καλά, η Ελένη βγαίνει με τον Κώστα; Αφού τα έχει με τον Μανώλη...
-Μόνο με τον Μανώλη; Αυτή έχει πάρει όλη την ευρωπαϊκή ένωση... είναι πολύ Τσου-Λη!

μαλλιοτραβήγματα (από xalikoutis, 29/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται και το μεγεθυντικό φετόλα. Η άσχημη γυναίκα, το μπάζο, η πατσαβούρα.

-Τελικά βγήκες για καφέ με αυτή τη γκόμενα απ' το εμεσέν που γνώρισες;
-Ναι ρε, άσ' τα, φετόλα τελείως ήταν, δεν βλεπόταν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα ελευθέρων ηθών.

Φέρε κανά καρακλανίδι στο πάρτυ να γουστάρουμε.

Got a better definition? Add it!

Published

Συντομογραφία της φράσης Για τον πούτσο παλικάρι (gia ton poutso palikari).

-Είναι τελείως άχρηστος, είναι gtpp.

Βλ. και gtb, GTP, gtpk.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά μειωτικός και περιφρονητικός χαρακτηρισμός μικροκαμωμένων ατόμων.

- Είδες υφάκι ο τυπάς; Ούτε η Γιάννα Αγγελοπούλου νά 'τανε...
- Παράτας μας και συ ρε μαλάκα! Με τη μισοχυσιά θα ασχολούμαστε τώρα...

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, μισή μερίδα, μισοριξιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified