Further tags

Ο ξενιτεμένος Έλληνας που μετά από λίγα χρόνια στο εξωτερικό ξέχασε τη γλώσσα και την πατρίδα του και κατά το γυρισμό στο χωριό του το παίζει μεγάλος και τρανός.

- Πώ, πω αδερφάκι μου, μεγάλος γασμούλος αυτός ο Γιώργης. Πώς το είπε αυτό; "Είναι νάϊς..." Τί πάει να πει αυτό; - Ότι είναι καλό ρε παπάρα... Φαντάζομαι κάτι είδε και του άρεσε...

Got a better definition? Add it!

Published

Μπάσταρδος. Επί Φραγκοκρατίας, γιός Φράγκου και υποταγμένης Ελλληνίδας ή Φράγκας και υποταγμένου Έλληνα.

Πλούσιος όσο δέκα φεουδάρχες ο Γεώργιος. Φημισμένος γασμούλος από τις καλύτερες οικογένειες του Μυστρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(κλάτσαρα, στον πληθυντικό,)

Τα γυναικεία αυτά παπούτσια (λ.χ. τσόκαρα, πέδιλα, σαγιονάρες)
που κάνουν τον εκνευριστικό ήχο "κλάτς, κλατς, κλατς" σε κάθε βήμα αυτής που τα φοράει.

(Κλατς, κλατς, κλατς)
- Πού πας μωρή με τα κλάτσαρα ;!!

Got a better definition? Add it!

Published

Ένα πολύ σπαστικό και μαλακισμένο άτομο, που κουράζει πολύ.

Αυτή είναι μεγάλη πρηξαρχίδω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πάρα πολύ μαλάκας.

Καλά ο άνθρωπος δεν είναι απλώς μαλάκας, είναι καταμαλάκας!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο διάολος στην Κρήτη είναι γέρος, γιατί μόνο τα γηρατειά ταιριάζουν στην ασχήμια των προθέσεών του. Όπως τα γηρατειά είναι ζαρωμένα και άσχημα εμφανισιακά,μπορεί για κάποιους να είναι πρόστυχα επενδεδυμένα με βρισιές σεξουαλικού περιεχομένου και έκφυλα με πρόθεση πραγματοποίησης των λεκτικών πράξεων των βρισιών άσχετα απ'την υπάρχουσα δυνατότητα. Άρα λοιπόν ο διάολος είναι γέρος, πρόστυχος, έκφυλος και αλλοίμονο σε όποιον τον πάρει (η μόνη που δε θα είχε αντίρρηση θα ήταν η Λουκρητία του Αρκά, άντε και η Βοργία, με τις μεγάλες παρακαταθήκες των Ισπανών βασιλικών στην αιμομειξία). Και μόλις ο διάολος τελειώσει με τα παιδιά του, γυρεύει αλλού θύματα. Πρόκειται για ισχυρή κατάρα. Πιο ισχυρή απ' το να πεις να πάει ο άλλος στο διάολο απλά, γιατί ο νέος είναι ωραίος μπροστά στον παλιό που είναι αλλιώς και ζοφερός. Στο γέρο ν-το διάολο, στην πιο βαθιά και παλιά κόλαση να καταλήξεις δηλαδή, άμα σε πάρει και σε σηκώσει.


- Ήρθε απόψε ο Μανιός και σού'φερε τούτα να σ'ένα ναϋλάκι μέσα...
- Μμμ...
- Και τούτα στα δίνει η Ψήλαινα απ'τσ'ελιές τση, πού'χανε φέτος μπεντέμα...
- ...
- Και παέ μού'δωκε ο Τζήμης τούτο να το γαργαλιστήρι να ξιεις την πλάτη σου όντεν πλένεσαι γή φαγουρίζεσαι...
-Άμε πες τονε στο γέρο ν-το διάολο να πάνε ούλοι τόνε, απού με κάψανε οι έγνοιες τωνε και η καψούρα που μου θέκανε με τα λόγια τωνε ήτονε το ευχαριστώ τωνε. Εδά στα πίσω πίσω μου γερεύγουνε τσι συγχώρεσές μου, μα δεν τωνε τσι δίνω. Την κατάρα μου νά'χουνε να τσι κρατεί γι'αντίδωρο,κι όσο για τούτα να τα κουρκουλούκια απού μου παρουσιάζεις, να πάνε τα τα θέσονε των κώλων τωνε! Στο γέρο ν-το διάολο ούλοι. Μπρος!...

Got a better definition? Add it!

Published

Εκ του «Πακιστανός» και του σλαγκικού «μαν», αρκετά συχνά με άρθρα ουδέτερου γένους και με υποκοριστικό αντί του σπάνιου πληθυντικού «πάκμεν».

Παραπέμπει, από σπόντα και μόνο, στο επιδραστικότερο ηλεκτρονικό παιχνίδι όπου η πασίγνωστη φιγούρα συνεχίζει, από το ’80, να καταβροχθίζει αχόρταγα ατέλειωτες νεανικές, κι όχι μόνο, εργατοώρες αποβλακώνοντας πλείστους.

Χρησιμοποιείται από χρυσαυγίτες βέρους και δυνάμει, καθώς κι από συναφείς ρατσιστικές και εθνικιστικές δυνάμεις, σαφέστατα υποτιμητικά παρά το φαινομενικά περιπαικτικό του όρου.

Το αν επιπλέον κατορθώνει να συνδέσει στο υποσυνείδητο πολλών την αχόρταγη πείνα της ηλεκτρονικής περσόνας με τους συγκεκριμένης εθνικότητες μετανάστες, δεν αποκλείεται.

Το να χρησιμοποιείς εισαγόμενους όρους για να χαρακτηρίσεις μετανάστη… ενέχει κάτι που με ξεπερνάει.

1ο

- Η γιαγιά έχει ξεχάσει τότε που έβλεπε τ΄ αστέρια ανάσκελα.. Αλλά ο πάκμαν τέτοια αδιαφορία % ρε παιδάκι μου!!! - Ο Πάκμαν μπορεί να είναι Έλληνμαν οπότε κράτα τη γλώσσα σου ρατσιστάκο ... Κάνε μια βόλτα % στην Ιτιά και θα δεις πιο μελαμψούς από αυτόν και να είναι βέροι Έλληνμαν. - Αμάν μην θιχθούν τα πακμανάκια να είχατε τέτοια ευαισθησία και για άλλα θέματα πάντως η κοπέλα κοπελάαααααρα και τι λέτε εσείς ευτυχώς δεν μας δείχνουν τους κοπρίτες που αναγκάζουν τα παιδιά να περνάνε μπροστά τους. (σχολιάζει την απάθεια μιας γριάς κι ενός μετανάστη στη θέα παρελαύνουσας θεογλκομενάρας)

2ο

Μπάζει λίγο η ιστορία και μου θυμίζει έντονα αντιγραφή ενός παρόμοιου περιστατικού που έγινε πριν κάνα δυο χρόνια στην Ιταλία, μετά πάλι από ένα αντιρατσιστικό συλλαλητήριο. Ειδικά η σκηνή στο ταξί έχει πολλά κενά. Ο πακιστανός μπήκε με τη βία και σ’ όλη τη διαδρομή ούτε η κοπέλα αντέδρασε ούτε ο ταξιτζής. Κι ο ταξιτζής δεν ψυλλιάστηκε ότι δεν πάει κάτι καλά και αντί για το σπίτι να πάει σε ένα αστυνομικό τμήμα; Εκτός κι αν και η κοπέλα παρουσιάζει τον πάκμαν σαν «το αγόρι της». Και όταν βγήκαν από το ταξί και μέχρι το σπίτι του πάκμαν, δεν μπορούσε η άλλη να φωνάξει; 2 οι εκδοχές: Η κοπέλα την έβρισκε με τον πάκμαν, αλλά δεν περίμενε κι όλο το Ισλαμαμπάντ. Η δεύτερη εκδοχή να είναι όλα παραμύθι βασισμένα στην αντιγραφή του περιστατικού της Ιταλίας.

3ο

Κουράδα......... τραβά γαμήσου με κάνα πάκμαν με σύφιλη.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το είδος αυτό του μαλάκα που συναντάται συνήθως σε μέσα μαζικής μεταφοράς,
έχει ύφος κουτσαβάκη και παίζει συνεχώς και επιδεικτικά με ένα μπεγλέρι ή κομπολόι,
αδιαφορώντας για το ότι μπορεί να ενοχλεί τους γύρω του.

Κοίτα ρε ένα μπεγλερομαλάκα εκεί πέρα, να πούμε...
Εδώ και 5 στάσεις τακατούκα τακατούκα όλη την ώρα, μου έχει σπάσει τα αρχίδια το αρχίδι!!
Στην επόμενη στάση αλλάζω βαγόνι, δε παλεύεται άλλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας. Σε αντίθεση με τη λέξη "μαλάκας" πού'χει χάσει εντελώς το νεύρο της, ο "σώλος" έχει και τη δεικτική και την ειρωνική διάθεση που λείπει από τον "μαλάκα", αλλά εκφέρεται και τυπικά ως προσφώνηση όπως ο μαλάκας. Από το "ψώλος" (το αρσενικό της ψωλής) και αποτελεί σλανγκιά αντροπαρέας, με δόσεις αυτολογοκρισίας. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, αυτή η λέξη για να μη θεωρηθεί προσβόλα προσφωνείται μόνο μεταξύ ατόμων που με τον καιρό έχουν αποκτήσει μεγάλη οικειότητα, είναι ομάδα και έχει αποκτηθεί το δικαίωμα ο ένας να σατιρίζει τα χούγια, τα ελαττώματα και τις αδυναμίες του καθενός γιατί μόνον έτσι αυτό δε δηλώνει κακία.


1. - Να' ρε, εκεί είναι σου λένε!
- Καλά ρε, είσαι σώλος τελείως; Πού ήθελες να το δω από κει πέρα και μου μανίζεις με το δαχτύλι σου... Άθρωπος δεν το βλέπει α δε ντο ξέρει πως είναι 'κιε! Σώλε, ε σώλε!
2. - Για που τραβάς, ρε σώλε; Τί ντύθηκες έτσι;
- Στα "Μαύρα Μεσάνυχτα" τραγουδεί απόψε μια ντανταλοβύζω...άλλο πράμα! Θαν' έρθεις;
-Άλλη δουλειά δεν έχω... Να πάνε θέλει κι οι άλλοι σώλοι, γη;
- Δε γ-κατέω... Μόνος προς στιγμής, γι' αυτό σου λέω...
- Κάτσε παέ στη φωθιά κι ανακέρωσέ τηνε μια ολιά να πάω...Ντριιιιιν! Α, ο Μαθιός είναι:" Έλα ρε σώλε, να φανείτε θέλει, γη μετανιώσατε;""Όι, ερχόμαστενε. Σε 20' είμαστε σπίτι σου".
- Ο σώλος ο κουμαριτζής ήτονε; Να μας αρχίνίξει στο χαρτί και να μας τ' αρπάξει... Όι δεν έχω χρόνο για τέθοια... Πάω στα μπουζούκια καλιά.
- Ξια σου. Εσύ, σώλε, θα χάσεις!
- Σίγουρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλαστήμια - βρισιά που παίζει σε ιαμβικό μη καταληκτικό δεκαεξασύλλαβο (δηλαδή είναι παντού της μορφής βραχύ - μακρό, ή άτονο - τονισμένο, όπως θέτε πείτε το και στο τελευταίο ληκτικό μέτρο). Προκύπτει πιο πολύ από αμηχανία, παγωμάρα. Όταν αμέριμνοι στα καλά καθούμενα, σκάει κατάσταση που σηκώνει βρισίδι αλλά είμαστε ντεφορμέ και αντιδρούμε με ό,τι πρόχειρο κατεβάζει η γκλάβα με μισαναμένα τα αίματα (το ρεύμα δεν έχει ακόμα κατέβει). Ταυτόχρονα η συνέχιση σε στίχο με το "γαμώ το τουμπερλέκι σου" δείχνει πως η αρχική πρόθεση δεν ήταν ούτε διαπληκτισμός, ούτε το ότι τρώγομαι με τα ρούχα μου να τσαντιστώ, αλλά η κουφαμάρα με βρήκε out of the blue, έμεινα μαλάκας και είπα να τηνε περιπαίξω λιγάκι. Βρισιά στιγμής πιο πολύ για πλάκα και επειδή κάνει ομοιοκαταληξία το τουμπερλέκι, εύθυμη στο τσακίρ κέφι.


- Να ρε... Το είδες αυτό το σάιτ; Πω, όταν έχω τις μαύρες μου διαβάζω κάνα λήμμα και στρώνω!
- Τί είναι; Λεξικό διαβάζεις ρε μαλάκα;
- Περίπου... Το slang.gr. Φέρε το τάμπλετ να σου δείξω... Αχ, να ωραία. Κοίτα...
- Τί έπαθες; Γιατί γούρλωσες;
- Μαλάκα το φελέκι σου, γαμώ το τουμπερλέκι σου!... Δεν ήταν στερεωμένο στη θήκη καλά κι έτσι όπως το'πιασα, πήγε να μου πέσει και να σκάσει κάτω με τη μούρη! Φιου!...Στο τσακ το πρόλαβα... Να κοίτα να δεις τώρα εδώ το λήμμα ...

Αν το "φελέκι" είναι από την τύχη στα τούρκικα, δεν έχεις λόγο να βλαστημήσεις του αλλουνού παρά μόνο τη δική σου, γιατί αυτή σε αφορά άλλωστε άμεσα. Εδώ του βρίζεις του αλλουνού πράγματος ή προσώπου που σου την κάνει την πατάτα, αλλά επειδή θέλεις να του μαμήσεις το φασαριόζικο τουμπερλέκι του σώνει και ντε στα πλαίσια του τιραμισουρεαλισμού που σε διαποτίζει εκείνη τη στιγμή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified